Πέθανε σε ηλικία 87 ετών, στο σπίτι της στο Μανχάταν, η Τζόαν Ντίντιον, συγγραφέας, και δημοσιογράφος, μια από τις σημαντικές φωνές της μεταπολεμικής αμερικανικής λογοτεχνίας.

Υπήρξε κορυφαία εκπρόσωπος της Νέας Δημοσιογραφίας και τα μυθιστορήματα της «Play It as It Lays» και «The Book of Common Prayer» διακήρυξαν την άφιξη μιας σκληρής, λακωνικής, χαρακτηριστικής φωνής στην αμερικανική μυθοπλασία.

Με το έργο της εξερευνά την διάλυση της Αμερικανικής ηθικής και το πολιτιστικό χάος της δεκαετίας του ’60, ενώ κρίνει και καταδικάζει τον ατομικό και κοινωνικό κατακερματισμό.

Η Τζόαν Ντίντιον γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Σακραμέντο της Καλιφόρνια το 1934. Το 1956, αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια με πτυχίο στις τέχνες και την αγγλική γλώσσα, ενώ κέρδισε την πρώτη θέση σε ένα διαγωνισμό που χρηματοδοτούνταν από την Vogue, και προσελήφθη ως βοηθός στο περιοδικό.

Έπειτα από δύο χρόνια στη Vogue, η Ντίντιον από κειμενογράφος κατάφερε να προαχθεί σε συντάκτρια. Εκεί, έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, το Τρέξιμο, το Ποτάμι, το οποίο εκδόθηκε το 1963.

Επέστρεψε στην Καλιφόρνια με τον σύζυγό της, συγγραφέα Τζον Γκρέγκορι Νταν, και το 1968, δημοσιεύει το Βαδίζοντας Προς τη Βηθλεέμ, το πρώτο της μυθιστόρημα, μια συλλογή από κομμάτια περιοδικών, άρθρων για τις εμπειρίες της στην Καλιφόρνια.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1979 δημοσίευσε Το Λευκό Άλμπουμ, μια άλλη συλλογή κειμένων που έγραψε συνεργαζόμενη με τα έντυπα Life, Esquire, The Saturday Evening Post, The New York Times και The New York Review of Books.

Τo 1983 δημοσιεύεται το δοκίμιό της, Σαλβαδόρ, το οποίο γράφτηκε μετά από ένα ταξίδι δυο εβδομάδων στο Ελ Σαλβαδόρ που έκανε με το σύζυγό της, ενώ την επόμενη χρονιά δημοσιεύει ένα έργο στο οποίο αφηγείται την ιστορία μιας μακράς αλλά ανεκπλήρωτης ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε μια πλούσια κληρονόμο και έναν μεγαλύτερο άντρα, έναν αξιωματικό της CIA, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου και της σύγκρουσης του Βιετνάμ. Τα κείμενά της γίνονται εξόχως πολιτικά.

Το 1987 δημοσιεύει το μυθιστόρημά Μαϊάμι, το οποίο εστιάζει στην Κουβανέζικη ομογένεια της περιοχής. Το 1992 δημοσιεύεται το Μετά τον Χένρι, μια συλλογή από δώδεκα δοκίμια. Το 1996, κυκλοφόρησε Το Τελευταίο Πράγμα που Ήθελε, ένα ρομαντικό θρίλερ.

Την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2003, η Τζόαν Ντίντιον είδε τον άντρα της Τζον Γκρέγκορι Νταν να σωριάζεται στο πάτωμα την ώρα του δείπνου. Οι γιατροί δεν κατάφεραν να τον σώσουν η καρδιά του τον πρόδωσε. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ένας ευτυχισμένος γάμος σαράντα ετών έφτασε στο τέλος του, ένα τέλος βίαιο, άδοξο, αναπάντεχο.

Μέσα σε 88 ημέρες η Ντίντιον έγραψε το «Η χρονιά της μαγικής σκέψης», ένα σπαρακτικό χρονικό της απώλειας, ίσως το πιο γνωστό βιβλίο της, υποψήφιο για το βραβείο «Πούλιτζερ». Μέχρι σήμερα, οι ψυχίατροι το συνιστούν ως «θεραπεία για το πένθος».

Το έργο της Ντίντιον είναι βαθιά επηρεασμένο από τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον Χένρι Τζέιμς, και την Τζορτζ Έλιοτ.

Το 2009, η Ντίντιον τιμήθηκε ως επίτιμη διδάκτωρ φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και το 2011 από το Πανεπιστήμιο του Yale.

Στις 3 Iουλίου 2013, ο Λευκός Οίκος την τίμησε με το  Εθνικό Μετάλλιο Τεχνών και των Ανθρωπιστικών επιστημών, το οποίο της απονεμήθηκε από τον πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα.

Πριν λίγο καιρό, κυκλοφόρησε το «Let me tell you what I mean», μια συλλογή με δοκίμια και άρθρα από τα ’60s έως το 2000. «Η πένα της Ντίντιον είναι σαν ένα περισκόπιο πάνω σε ένα δημιουργικό μυαλό», έγραψαν οι «Νew York Times».