Δεν υπάρχει μεγαλύτερο αποθετήριο για το παγκόσμιο κεφάλαιο από την αγορά κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ

Η μέση ημερήσια αξία των συναλλαγών ανέρχεται σε περίπου 900 δισεκατομμύρια δολάρια, με τις ημέρες υψηλού όγκου να αγγίζουν το 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια. Επιπλέον, υπάρχουν περίπου 4 τρισεκατομμύρια δολάρια σε συμφωνίες επαναγοράς ομολόγων -repo- κάθε μέρα. O μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών στα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του αμερικανικού Δημοσίου ήταν 645 δισεκατομμύρια δολάρια σε ονομαστική αξία το 2023 και ακόμα υψηλότερος το 2024.

Γιατί παρουσιάζει τόσο μεγάλη αστάθεια

«Η αγορά των ομολόγων έχει αλλάξει σημαντικά τις τελευταίες δύο δεκαετίες με τρόπους που καθιστούν τη ρευστότητα λιγότερο ανθεκτική σε μεγάλα σοκ» εξηγεί η Nellie Liang, οικονομολόγος στο Κέντρο Hutchins για τη Δημοσιονομική και Νομισματική Πολιτική του Ινστιτούτου Brookings. «Το ποσό του χρέους των αμερικανικών κρατικών ομολόγων έχει αυξηθεί πάρα πολύ λόγω των μεγάλων ομοσπονδιακών ελλειμμάτων. Ταυτόχρονα, η διαμεσολάβηση έχει αλλάξει σημαντικά. Οι παραδοσιακοί διαπραγματευτές τίτλων έχουν αποσυρθεί από τη δημιουργία αγορών μετά την ενίσχυση των κεφαλαιακών προτύπων και των πρακτικών διαχείρισης κινδύνου μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση (GFC) το 2008. Η ηλεκτρονική διαπραγμάτευση (electronic trading) έχει αυξηθεί και οι εταιρείες κύριας διαπραγμάτευσης, συνήθως με μικρότερα κεφαλαιακά μαξιλάρια, αντιπροσωπεύουν πλέον το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών στις ηλεκτρονικές, ενδοχρηματιστηριακές αγορές.

Και η βάση των επενδυτών είναι πιο ευαίσθητη στις τιμές, καθώς τα ιδιωτικά κεφάλαια με μόχλευση ή πιέσεις εξόφλησης έχουν αυξήσει τις συμμετοχές τους σε κρατικά ομόλογα, ενώ το μερίδιο που κατέχουν οι ξένοι θεσμικοί που είναι λιγότερο ευαίσθητοι στις τιμές έχει μειωθεί. Το μερίδιο των Treasuries που κατέχουν τα money market funds, τα αμοιβαία κεφάλαια και τα hedge funds έχει αυξηθεί σε πάνω από 27%, ενώ το μερίδιο που κατέχουν οι ξένοι θεσμικοί έχει μειωθεί από περίπου 50% το 2015 σε 30% τώρα.»

Κινούμενη άμμος και διαταραχή 

Σύμφωνα με την περιγραφή της Nellie Liang, η αγορά ομολόγων των ΗΠΑ μοιάζει με κινούμενη άμμο και μία διαταραχή μπορεί εύκολα να δημιουργήσει κατάσταση υψηλού κινδύνου.

Αυτή η διαταραχή ήρθε στις 2 Απριλίου με τις ανακοινώσεις Τραμπ περί ανταποδοτικών δασμών και τις απαντήσεις των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ.

Το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου αυξήθηκε με ασυνήθιστη ταχύτητα: ήταν κάτω από 4% στις 4 Απριλίου, και βρέθηκε στο 4,5% στις 8 Απριλίου. Το επιτόκιο του 30ετούς ξεπέρασε το 5%. Η ρευστότητα της αγοράς μειώθηκε καθώς οι μεσάζοντες συχνά αποσύρονται από την ανάληψη κινδύνου και αυξάνουν το κόστος συναλλαγών όταν η αστάθεια είναι υψηλή, σημειώνει η Liang. Η ζήτηση για το 3ετές που βγήκε στη συνέχεια ήταν μικρότερη από το συνηθισμένο.

Ωστόσο, οι φόβοι για τα χειρότερα πέρασαν όταν καταγράφηκε ισχυρή ζήτηση για το 10ετές ομόλογο που βγήκε σε δημοπρασία στις 9 Απριλίου. Συμπωματικά ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε «πάγωμα» των δασμών για 90 ημέρες. Την επόμενη ημέρα, η δημοπρασία του 30ετούς πήγε επίσης καλά.

Πολλοί θυμήθηκαν τις ημέρες του Μαρτίου του 2020, όταν –υπό τον πανικό της πανδημίας του κορωνοϊού- η αγορά ομολόγων βρέθηκε κοντά σε κατάρρευση και χρειάστηκε η γενναιόδωρη παρέμβαση της Fed για να επανέλθει σε ηρεμία. Σήμερα, όμως, δεν υπάρχουν αντίστοιχα περιθώρια.

Τα χειρότερα για τα αμερικανικά ομόλογα έχουν αποτραπεί, προς το παρόν, αλλά «η καμπύλη αποδόσεων του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ εξακολουθεί να παραμένει πιο απότομη από ό,τι πριν από την ανακοίνωση των δασμών, και οι αποδόσεις των 10ετών και 30ετών τίτλων αυξήθηκαν περίπου 25-50 μονάδες βάσης από τα πρόσφατα χαμηλά τους στις 4 Απριλίου» παρατηρεί η Liang.

Αυτό κάνει κάποιους να αναρωτιούνται αν τα Treasuries των ΗΠΑ παραμένουν ένα ασφαλές καταφύγιο για τους επενδυτές.

Προκειμένου να αποτραπεί μία «καταιγίδα» στα αμερικανικά ομόλογα, η Liang προτείνει στην αμερικανική κυβέρνηση καταρχάς να εντοπίσει τα αίτια της αναταραχής (βασικά μεγέθη της αμερικανικής οικονομίας, αλλαγή της αντίληψης περί ασφαλούς καταφυγίου, έλλειψη ρευστότητας των επενδυτών;) και να προχωρήσει σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις ώστε να ενισχυθεί η ικανότητα διαμεσολάβησης και να εισαχθούν πιο αυστηροί κανόνες και εποπτεία για τη μείωση της αναντιστοιχίας ρευστότητας και μόχλευσης.

Διαβάστε ακόμη: