Τους τελευταίους μήνες, μια παράδοξη και ανησυχητική χορωδία ακούγεται πάνω από τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Αντί για εκκλήσεις διπλωματίας, οι ηγέτες της «Γηραιάς Ηπείρου» προετοιμάζουν τους πολίτες τους για το αδιανόητο: έναν απευθείας πόλεμο με τη Ρωσία.

Ο Γερμανός Υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους ζητά «πολεμική ετοιμότητα» (kriegstüchtig) έως το 2029.

Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν αρνείται να αποκλείσει την αποστολή στρατευμάτων. Ο αρχηγός του βρετανικού στρατού μιλά για «στρατό πολιτών».

Γιατί όμως; Ενώ η κοινή γνώμη δείχνει σημάδια κόπωσης, γιατί το «Τρίγωνο της Ισχύος» (Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο) φαίνεται να απεύχεται το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία;

Η απάντηση κρύβεται πίσω από έναν κυνικό συνδυασμό πολιτικής επιβίωσης, βιομηχανικών συμφερόντων και του τρόμου της «επόμενης μέρας».

Το σύνδρομο του «Sunk Cost»: Η παγίδα της ήττας

Ο πρώτος και βασικότερος λόγος είναι καθαρά πολιτικός. Οι κυβερνήσεις της Δύσης έχουν επενδύσει τεράστιο πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο στην «απόλυτη ήττα» της Ρωσίας.

Μια ειρήνη τώρα, με τη Ρωσία να ελέγχει το 20% της Ουκρανίας και την οικονομία της να αντέχει τις κυρώσεις, θα ισοδυναμούσε με ομολογία αποτυχίας της ευρωπαϊκής στρατηγικής.

Για ηγέτες όπως ο Φρίντριχ Μερτς ή ο Εμανουέλ Μακρόν, που αντιμετωπίζουν ραγδαία πτώση δημοτικότητας και εσωτερικές αναταραχές, το τέλος του πολέμου θα σήμαινε την αρχή της λογοδοσίας.

Όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, μπορούν να αποδίδουν την ακρίβεια, την ενεργειακή κρίση και την αποβιομηχάνιση στον «εξωτερικό εχθρό». Η ειρήνη θα τους άφηνε γυμνούς απέναντι στους ψηφοφόρους τους.

Γερμανία: Από τη Mercedes στη Rheinmetall

Η περίπτωση της Γερμανίας είναι η πιο χαρακτηριστική της μεταστροφής. Η ατμομηχανή της Ευρώπης βιώνει μια ιστορική κρίση ταυτότητας. Το οικονομικό της μοντέλο (φθηνή ρωσική ενέργεια + εξαγωγές στην Κίνα) κατέρρευσε.

Σε αυτό το κενό, αναδύεται ένα νέο οικονομικό μοντέλο: η Πολεμική Οικονομία. Η Γερμανία, μέσω του ταμείου των 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για την άμυνα (Zeitenwende), μετατρέπεται σε στρατιωτικό εργοτάξιο. Η μετοχή της γερμανικής Rheinmetall (κατασκευάστρια αρμάτων και πυρομαχικών) έχει εκτοξευθεί κατά 400-500% από την έναρξη του πολέμου.

Για το Βερολίνο, ο τερματισμός του πολέμου θα σήμαινε πάγωμα των παραγγελιών. Η ρητορική περί «ρωσικής εισβολής σε 5 χρόνια» είναι απαραίτητη για να δικαιολογηθεί η στροφή των κρατικών κονδυλίων από το κοινωνικό κράτος (που καταρρέει) στις αμυντικές δαπάνες.

Οι Γερμανοί πολιτικοί χρειάζονται τον φόβο για να περάσουν τη λιτότητα. Χωρίς τον «Ρώσο μπαμπούλα», πώς θα εξηγήσουν στον Γερμανό εργάτη ότι πρέπει να δουλεύει περισσότερο για λιγότερα, ενώ τα εργοστάσια κλείνουν;

Γαλλία: Ο ναπολεόντειος αντιπερισπασμός

Ο Εμανουέλ Μακρόν έκανε την πιο εντυπωσιακή κυβίστηση. Από τις εκκλήσεις να «μην ταπεινωθεί η Ρωσία», πέρασε στην ηγεσία του στρατοπέδου των «γερακιών». Η εξήγηση είναι γεωστρατηγική και ψυχολογική.

Η Γαλλία χάνει ραγδαία την επιρροή της στις παραδοσιακές ζώνες ισχύος της (Σαχέλ, Αφρική), όπου εκδιώκεται από ρωσικές δυνάμεις (Wagner/Africa Corps). Ταπεινωμένο στο εξωτερικό και πιεσμένο στο εσωτερικό (αγροτικές κινητοποιήσεις, άνοδος της Λεπέν), το Ελιζέ βλέπει την Ουκρανία ως το τελευταίο πεδίο όπου η Γαλλία μπορεί να διεκδικήσει ρόλο υπερδύναμης.

Ο Μακρόν χρησιμοποιεί την απειλή του «Ευρωπαϊκού Πολέμου» για να προωθήσει το παλιό γαλλικό όνειρο της «Στρατηγικής Αυτονόμιας». Το επιχείρημα είναι απλό: «Οι ΗΠΑ μπορεί να φύγουν (Τραμπ), άρα πρέπει να αγοράσετε γαλλικά όπλα και να ακολουθήσετε γαλλική ηγεσία για να σωθείτε από τους Ρώσους». Αν ο πόλεμος τελειώσει, η ανάγκη για γαλλική «προστασία» εξατμίζεται.

Βρετανία: Η υπαρξιακή ανάγκη της σύγκρουσης

Για το Ηνωμένο Βασίλειο, ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν το «σωσίβιο» του Post-Brexit. Απομονωμένο οικονομικά από την Ευρώπη, το Λονδίνο βρήκε στην Ουκρανία τον τρόπο να παραμείνει γεωπολιτικά συναφές.

Η Βρετανία λειτουργεί παραδοσιακά ως ο «επόπτης» των αμερικανικών συμφερόντων στην Ευρώπη. Συντηρώντας την ένταση, το Λονδίνο εξασφαλίζει ότι η Ευρώπη δεν θα επαναπροσεγγίσει ποτέ τη Ρωσία (κάτι που ιστορικά η βρετανική διπλωματία τρέμει – τη σύνδεση γερμανικής τεχνολογίας με ρωσικούς πόρους).

Επιπλέον, η βρετανική αμυντική βιομηχανία (BAE Systems) είναι από τους μεγαλύτερους εργοδότες. Με την οικονομία του ΗΒ σε ύφεση και το σύστημα υγείας (NHS) σε διάλυση, η κυβέρνηση (είτε Τόρις είτε Εργατικοί) χρειάζεται την εξωτερική απειλή για να διατηρεί την εθνική συνοχή. Οι δηλώσεις του στρατηγού Σάντερς για «επιστράτευση πολιτών» δεν είναι στρατιωτική πρόβλεψη, αλλά κοινωνική μηχανική: προετοιμασία της κοινωνίας για δύσκολες μέρες μέσω του φόβου.

Ο τρόμος της αμερικανικής αποχώρησης

Υπάρχει όμως και ένας βαθύτερος, κοινός φόβος που ενώνει Λονδίνο, Παρίσι και Βερολίνο: Η πιθανή εκλογή Τραμπ και ο απομονωτισμός των ΗΠΑ.

Οι ευρωπαϊκές ελίτ γνωρίζουν ότι χωρίς τις ΗΠΑ, η άμυνα της Ουκρανίας είναι αδύνατη. Αντί όμως να αναζητήσουν διπλωματική διεξοδο όσο έχουν χρόνο, επιλέγουν τη στρατηγική της «κλιμάκωσης για δέσμευση» (escalate to commit). Πιστεύουν ότι αν η κατάσταση φτάσει στο «μη περαιτέρω» και δημιουργηθεί κλίμα επικείμενου Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να παραμείνουν εμπλεκόμενες στην Ευρώπη, ανεξαρτήτως Προέδρου.

Φουσκώνουν, λοιπόν, τον κίνδυνο μιας ρωσικής εισβολής σε χώρα του ΝΑΤΟ (παρόλο που η Ρωσία δυσκολεύεται να καταλάβει χωριά στο Ντονμπάς), ώστε να «δέσουν» την Αμερική στην ασφάλεια της Ευρώπης.

Συμπέρασμα: Η Ευρώπη είναι πλέον όμηρος της ρητορικής της

Διαβάστε ακόμη: