Γράφει ο Νίκος Μπάρδης, πρώην Διευθ. VEOLIA, πρώην Διευθ. Συμβούλου ΕΥΔΑΠ
Απελευθερωμένη πλέον από τα «δεσμά» της ΕΕ, σύμφωνα με τους brexiters, η χώρα θα ανοίξει τους ορίζοντες της, για να ξαναβρεί την παλαιά της παγκόσμια λάμψη.
Αυτή ακριβώς είναι η ιδέα του «Global Britain», που παρουσίασε ο Πρωθυπουργός στην Βουλή των Αντιπροσώπων την περασμένη εβδομάδα.
Το σχέδιο με την επωνυμία «Integrated Review» έχει στόχο την υλοποίηση αυτού του οράματος, αναπτύσσοντας τις προτεραιότητες της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, καθώς και της εθνικής ασφάλειας .
Η μεγαλύτερη έκπληξη, ήταν η απόφαση ενίσχυσης του βρετανικού πυρηνικού οπλοστασίου. Σε αντίθεση με τις τρεις προηγούμενες δεκαετίες συστηματικού αφοπλισμού, ο αριθμός των βλημάτων με πυρηνική κεφαλή των τεσσάρων υποβρυχίων Trident, θα αυξηθεί από 180 σε 260, ήτοι κατά 40%.
Έτσι, οι βρετανικές ένοπλες δυνάμεις, θα έχουν την δυνατότητα να αντιμετωπίσουν επιθέσεις στον κυβερνοχώρο (cyberattack) ή ακόμα βιολογικές εχθροπραξίες, προερχόμενες από μια «αυξανόμενη τεχνολογική και ιδεολογική απειλή».
Επαινώντας τον ρόλο των δημοκρατικών συμμαχικών χωρών, ο Boris Johnson πρόσθεσε «για να είμαστε μια ανοικτή χώρα, θα πρέπει πρώτα να είμαστε ασφαλείς».
Ακολουθώντας τον Πρωθυπουργό του, ο Υπουργός Εξωτερικών, Dominic Raab δήλωσε στο BBC ότι το νέο στρατηγικό σχέδιο «είναι η απόλυτη εγγύηση, κόντρα στις αυξανόμενες απειλές των εχθρικών πολιτευμάτων», προκαλώντας τις αντιδράσεις των αντιπυρηνικών ομάδων και του αρχηγού των Εργατικών Keir Starmer.
Η απόφαση αυτή δείχνει την βούληση της βρετανικής κυβέρνησης, να υπενθυμίσει το status Πυρηνικής Δύναμης του Ηνωμένου Βασιλείου και ταυτόχρονα την ισχυροποίηση της συμμαχίας με τις ΗΠΑ.
Παρουσιάζοντας την στρατηγική του, σαν την πλέον σπουδαία από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ο Boris Johnson εκτιμά ότι η χώρα ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της και είναι πολύ αισιόδοξος για τις δυνατότητες της, να πρωταγωνιστήσει και πάλι, στο παγκόσμιο χάρτη.
Το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί να πρωταγωνιστήσει στον τομέα της στρατιωτικής τεχνολογίας αιχμής, όπου θα επικεντρωθούν οι δαπάνες. Τουλάχιστον 6,5 δις λίρες θα επενδυθούν στην έρευνα, για να θωρακίσουν σε βάθος χρόνου την στρατιωτική άμυνα, στους τομείς της κυβερνασφαλείας, του διαστήματος, των lasers και των βλημάτων.
Επιπροσθέτως, ο Boris Johnson ανακοίνωσε την επένδυση ακόμα 16,5 δις λιρών (18,5 δις ευρώ), για τα τέσσερα επόμενα χρόνια, κατατάσσοντας την χώρα στην πρώτη θέση αμυντικών δαπανών στην Ευρώπη και δεύτερη μεγαλύτερη στο ΝΑΤΟ.
Είναι η μεγαλύτερη οικονομική και τεχνολογική ενίσχυση, των τριάντα τελευταίων ετών, στον αμυντικό τομέα της Βρετανίας.
Ταυτόχρονα, στο μέτωπο της τρομοκρατίας, θα συσταθεί ένα νέο κέντρο, που θα επιτρέπει την αποδοτικότερη συνεργασία των Μυστικών Υπηρεσιών, της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης. Η δομή αυτή θα επικεντρωθεί στη ισλαμική απειλή, αλλά θα προσέχει επίσης, τις απειλές από τα «εχθρικά κράτη».
Αυτό το τελευταίο υπονοεί την Ρωσία, η οποία μέσω της Υπηρεσίας Στρατιωτικής Κατασκοπείας (GRU), επιχείρησε πριν τρία χρόνια, να δηλητηριάσει τον Ρώσο διπλό πράκτορα Sergeï Skripal και την κόρη του, στο Salisbury.
Η Ρωσία του Προέδρου Poutine, χαρακτηρίζεται ως «η μεγαλύτερη απειλή για το Ηνωμένο Βασίλειο» και υπ’ αυτό το πρίσμα, το ΝΑΤΟ θεωρείται από την Βρετανική Κυβέρνηση ως «το θεμέλιο της συλλογικής ασφάλειας» για την Ευρώ-Ατλσντική ζώνη.
Ο Boris Johnson αντέκρουσε κάθε κριτική «απομόνωσης», εξηγώντας την βούλησή του να ισχυροποιήσει τις συμμαχίες με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, στην οποία προσφέρει την «ακλόνητη στήριξη του» μετά το διαζύγιο.
Κυρίως όμως, επιθυμεί να ανοίξει τους ορίζοντες προς την πλευρά του Ινδό-Ειρηνικού γεωγραφικού χώρου, ο οποίος είναι, όλο και περισσότερο το «Γεωπολιτικό Κέντρο του Κόσμου». Περιοχή με τεράστια ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης, θεωρείται «θεμελιώδης» για την βρετανική οικονομία και την ασφάλεια.
Για τον λόγο αυτόν το Λονδίνο ζήτησε την ένταξή του στην Εμπορική Συμφωνία των Χώρων του Ειρηνικού (CPTPP) τον περασμένο Φεβρουάριο. Για να υλοποιήσει αυτήν την κίνηση, προγραμματίστηκε η άμεση αποστολή στην περιοχή, του αεροπλανοφόρου Queen Elisabeth, καθώς και η επίσκεψη του Boris Johnson στην Ινδία τον Απρίλιο.
Παρόλο ότι προωθούνται και ενισχύονται οι δεσμοί με τα «δημοκρατικά» ασιατικά κράτη, δεν παραλείπεται το ενδιαφέρον των Βρετανών, για τις σχέσεις με την Κίνα.
Το Λονδίνο δεν έχει διστάσει στο παρελθόν, να αντιμετωπίσει την Κίνα για τις δραστηριότητες της Huawei, για το θέμα του Χονγκ Κονγκ ή ακόμα για την καταπίεση των Ouïgours. Η προσεχής κατάπλευση ενός αεροπλανοφόρου στην περιοχή, σίγουρα δεν θα χαροποιήσει τους Κινέζους Ιθύνοντες.
Η Βρετανική Κυβέρνηση δείχνει όμως μια διαφορετική, πιο «στρογγυλοποιημένη» στάση προς την Κίνα, εν συγκρίσει με την Ρωσία, περιοριζόμενη να την αποκαλεί «συστημικό ανταγωνιστή», προσπαθώντας να έχει μαζί της μια «θετική» σχέση.
«Αυτοί που μας ζητούν ένα νέο ψυχρό πόλεμο με την Κίνα, ή αυτοί που επιθυμούν να απομονώσουν την οικονομία μας από αυτήν την χώρα, κάνουν μεγάλο λαθος» είπε ο Boris Johnson «πρέπει να βρούμε μια ισορροπία για να έχουμε μια έξυπνη σχέση» με τους Κινέζους.
Η Μεγάλη Βρετανία έχει ανάγκη, πολύ περισσότερο από πριν, μιας ισχυρής στρατηγικής για πολλούς λόγους.
Διότι η απόσχιση της από την ΕΕ, την υποχρεώνει να σκέφτεται πλέον μόνη της, για τις ανάγκες της.
Αν και στηρίζει τις φιλικές σχέσεις με την Γαλλία και την Γερμανία, επιμένει ότι το Brexit προσφέρει μια «διπλωματική ευελιξία», από την οποία πρέπει να επωφεληθεί η χώρα.
Επίσης, διότι πρέπει να βρει αποτελεσματικές απαντήσεις σε δύσκολα προβλήματα, όπως η εξισορρόπηση και διαχείρηση της θέσης της, ανάμεσα στην Κίνα και των ΗΠΑ.
Ο Boris Johnson άδραξε την ευκαιρία για να προβάλει την Εθνικη Ενότητα, η οποία αμφισβητείται από τις Σκωτσέζικες βλέψεις ανεξαρτησίας.
Με την θέση της ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, καθώς και του ΝΑΤΟ, η Μεγάλη Βρετανία, είπε ο Πρωθυπουργός, είναι πολύ δυνατότερη από το κάθε ένα των τεσσάρων εθνών, που την αποτελούν.
Έτσι και αλλιώς, ο Boris Johnson έχει το veto της έγκρισης ή μη, του Σκωτσέζικου δημοψηφίσματος.