Οι τιμές χονδρικής στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί από 150% έως 300% τους τελευταίους δώδεκα μήνες, με τους λογαριασμούς των καταναλωτών να είναι επιβαρυμένοι περισσότερο από 60% μέχρι στιγμής (δίχως να συνυπολογίζονται τα κρατικά μέτρα στήριξης).
«Οι ανατιμήσεις του ρεύματος ευθύνονται κατά ένα μέρος στον πληθωρισμό του 2022, ενώ ενδεχόμενες νέες αυξήσεις πρόκειται να κατακερματίσουν τις προοπτικές ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας», σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών της χρηματοπιστωτικής εταιρείας.
«Έχουμε την πεποίθηση ότι όλοι οι βασικοί παράγοντες που επηρεάζουν τις αγορές ρεύματος –πιο συντηρητική σχέση προσφοράς / ζήτησης, επίμονα υψηλές τιμές φυσικού αερίου, δομικά μεγαλύτερες τιμές των εκπομπών ρύπων και η ενεργειακή πολιτική– συνάδουν με τούτο το συμπέρασμα», επεσήμαναν.
«Επομένως, βλέπουμε επίμονα υψηλότερες τιμές ρεύματος τουλάχιστον στο πρώτο μισό της δεκαετίας, πιθανώς και ύστερα από αυτό», προσέθεσαν.
Το βασικό σενάριο της εταιρείας «βλέπει» διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη στο 62% έως το 2030 (οριακά κάτω από τον στόχο του 65%), μέσω της προσθήκης 470GW στην εγκατεστημένη ισχύ των ΑΠΕ.
Η Morgan Stanley εξακολουθεί να περιμένει τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα έως το 2030, με το ποσοστό του στην παραγωγή ρεύματος να πέφτει από το 16% που ήταν το 2021 στο 5% έως το 2030, αλλά παραμένοντας έως το 2025 σημαντικά υψηλότερα από ό,τι προέβλεπε παλαιότερα.
Αντιστοίχως, το φυσικό αέριο αναμένεται να παραμείνει στο ενεργειακό μείγμα μέχρι το 2030, αν και σε μικρότερο βαθμό, λόγω του υψηλότερου κόστους από το προβλεπόμενο αλλά και της προσπάθειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση της εξάρτησής της από τις ρωσικές ενεργειακές προμήθειες.
Η Morgan Stanley εκτιμά ότι οι μετοχές των ευρωπαϊκών εταιρειών κοινής ωφέλειας θα συνεχίσουν να υπερ–αποδίδουν έναντι της αγοράς, με τις αποδόσεις αυτές να ενισχύονται όσο κυλά η εφετινή χρονιά.