Σ’ ένα μεγάλο σταυροδρόμι εισέρχεται με τη νέα χρονιά η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, αλλά και κατ’ επέκταση η ελληνική οικονομία. Μετά από δέκα χρόνια δημοσιονομικής πίεσης και κρίσης η πανδημία δοκιμάζει τις αντοχές της οικονομίας. Μέχρι τώρα, στις τράπεζες είναι γνωστές οι ελληνικές επιχειρήσεις που άντεξαν, αλλά δεν γνωρίζουμε ακόμη το μέγεθος της ζημιάς που θα προκύψει στις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις λόγω της παρατεταμένης καραντίνας. Η μεγαλύτερη πρόκληση τη νέα χρονιά είναι η διατήρηση της ισορροπίας προκειμένου να μη διαταραχθεί η κοινωνική συνοχή. Το βάρος πέφτει τόσο στις τράπεζες όσο και τις εταιρίες διαχείρισης των κόκκινων δανείων. Ο Ευρωπαίος επόπτης των τραπεζών έδωσε το απαραίτητο χώρο και τα κεφάλαια ωστόσο τα stress tests από την αρχή του χρόνου θα δοκιμάσουν σκληρά τους τραπεζικούς ισολογισμούς. Ωστόσο, στις αγορές κανείς δεν πηγαίνει ενάντια στην στήριξη που προσφέρουν αφενός η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αφετέρου οι κυβερνήσεις.
Οι αποδόσεις των δεκαετών ελληνικών ομολόγων δεν θα μπορούσαν να έχουν απόδοση 0,65% με κουπόνι δίχως τις αγορές της ΕΚΤ, ούτε η Ελλάδα θα μπορούσε δίχως επενδυτική βαθμίδα να σχεδιάζει την έκδοση 30ετών ομολόγων.
Η πτώση του δολαρίου ευνοεί τις αναδυόμενες αγορές – Θα εισρεύσουν κεφάλαια – Υστέρηση του Msci Greece
Κανείς στις αγορές δεν πηγαίνει ενάντια στην στήριξη του επόπτη και στις μετοχές εξ ου και η αντίδραση των ελληνικών τραπεζών με αποδόσεις έως 102% το τελευταίο τρίμηνο. Το ελληνικό χρηματιστήριο από τον Οκτώβριο βγήκε από τον λήθαργο και συντονίστηκε με την διεθνή αντίδραση λόγω της έλευσης των εμβολίων. Παρά την απόδοση, όμως, του 30% σε επίπεδο Γενικού Δείκτη η ελληνική αγορά παραμένει μια αναδυόμενη αγορά με τα χαρακτηριστικά μιας αναδυόμενης αγοράς του Νότου (κόκκινα δάνεια κ.λ.π.) Δεν μοιάζει με άλλες αναδυόμενες αγορές, όπως λ.χ. τη Νότιο Αφρική. Η απόδοση, όμως, του Msci Greece είναι ακόμα -35% από τις αρχές του χρόνου και οι ελληνικές μετοχές που συμμετέχουν στον Δείκτη είναι μετρημένες στα δάκτυλα ενός χεριού. Συνεπώς, ο στόχος των 1.100 μονάδων μπορεί να ξεπεραστεί πολύ εύκολα, εφόσον η ελληνική οικονομία αντιδράσει δίχως κραδασμούς μετά το τέλος της πανδημίας.
Απο τους διεθνείς επενδυτές έχει παρατηρηθεί οτι τις περιόδους του πτωτικού δολαρίου οι αναδυόμενες αγορές είναι έντονα ανοδικές και ξεπερνούν τις ανεπτυγμένες,αλλά και εμπορεύματα όπως ο χρυσός. Όταν ήταν πτωτικό το δολάριο, ο Δείκτης ΜSCI είχε απόδοση 22% ξεπερνώντας και τον SP τις ξένες αγορές, και την απόδοση του χρυσού.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι για τους Αμερικανούς επενδυτές στις θέσεις τους αυξάνονται οι ισοτιμίες των χωρών των αναδυομένων αγορών έναντι του δολαρίου που πέφτει. Ο δεύτερος λόγος είναι η δημοσιονομική ελάφρυνση που μπορούν να προχωρήσουν αυτές οι χώρες. Η Ελλάδα είναι χώρα της Ευρωπαικής Ένωσης και με το ισχυρό ευρώ θα προσελκύσει ευκολότερα τα αμερικανικά κεφάλαια, όπως ήδη έχει κάνει εδώ και αρκετά χρόνια. Οι διαχειριστές προτιμούν να έχουν έκθεση σε ευρώ και όχι σε ισοτιμίες που πιθανότατα να έχουν αρνητική πορεία σε μια διεθνή αναταραχή. Όμως, η ευκαιρία που θα μας δοθεί εντός του 2021-2022 είναι η χώρα να ενταχθεί εκ νέου στις ανεπτυγμένες αγορές αφού λάμψει πρώτα ως αναδυόμενη αγορά. Τα κεφάλαια που θα εισρεύσουν ίσως ξεπεράσουν κάθε προσδοκία, όπως συνέβη και με την άνοδο που σημειώθηκε στην ελληνική αγορά από τον Οκτώβριο. Βεβαίως, όλα δεν θα γίνουν αυτόματα καθώς εξαρτώνται κυρίως από την αντίδραση της ελληνικής αγοράς στις πιέσεις.Εαν με την πρώτη διεθνή αναταραχή έχουμε άτσαλη έξοδο, οι διεθνείς επενδυτές απογοητεύονται. Όσο ισχυροποιείται η αγορά αυξάνονται και τα “αναχώματα”. Η συγκυρία, όμως, των χαμηλών επιτοκίων και της τρομακτικής ρευστότητας στις ΗΠΑ και διεθνώς είναι η δυνατότητα που δίδεται στην χώρα. Οι τράπεζες με ιδιωτικά και δημόσια κεφάλαια να προχωρήσουν στο οριστικό ξεκαθάρισμα των ισολογισμών τους προκειμένου να επιτελέσουν την εργασία τους.
Ανάγκη για αύξηση του παγίου κεφαλαίου για ανάπτυξη πάνω από 2%
Επι τρία χρόνια οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου είναι αρνητικές και χαμηλότερες από τις αποσβέσεις με αποτέλεσμα ένα σημαντικό κενό. Ακόμη και τις χρονιές 2016-2017 όπου οι επενδύσεις ήταν θετικές, οι αποσβέσεις ήταν υψηλότερες. Μόνο εαν αυξηθούν οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου θα μπορούμε να διατηρήσουμε ανάπτυξη πάνω από 2% – και να απεξαρτηθούμε και από τις αρνητικές επιδράσεις όταν χωλαίνει ο Τουρισμός.
Την αναγκαιότητα αυτή την αναγνωρίζουν οι Έλληνες τραπεζίτες γιαυτό αυτή τη φορά δεν πρέπει να υποπέσουν στα λάθη της περιόδου πριν από τα Μνημόνια. Όταν δανειοδότησαν αφειδώς “ομίλους” δίχως υπόσταση που κατέρρευσαν όταν αναδύθηκε το πρόβλημα χρέους στο οποίο οδηγηθήκαμε δίχως να πολεμήσουμε – όπως άλλα ευρωπαϊκά κράτη της περιοχής μας. Τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, κυρίως, τα δάνεια των 12,5 δισ. ευρώ είναι μια τέτοια ευκαρία ώστε να δανειοδοτηθούν βιώσιμα επενδυτικά σχέδια. Και όπως παρατηρούν τραπεζίτες με βαθιά γνώση των προβλημάτων, δεν αρκεί η έμφαση στην πράσινη ανάπτυξη και την ψηφιοποίηση, αλλά και η μεγέθυνση των ελληνικών εταιρειών μέσω εξαγωγών, συγχωνεύσεων – ώστε να λυθεί οριστικά το πρόβλημα της δομής και του μεγέθους των ελληνικών επιχειρήσεων.
Ο ρόλος του ελληνικού χρηματιστηρίου
Το ελληνικό χρηματιστήριο δεν διαθέτει πολλές εταιρίες για να υποδεχθεί αυτά τα κεφάλαια. Οι διαχειριστές σε funds με μέγεθος 300 εκατ. ευρώ και άνω δεν μπορούν να επενδύσουν σε πολλές ελληνικές εισηγμένες λ.χ. 1 εκατ. ευρώ διότι απλώς δεν μπορούν να εξέλθουν εύκολα σε μια ρηχή αγορά.
Με αυτή την δυσλειτουργία χάνονται κεφάλαια από την ελληνική αγορά τα οποία φεύγουν στο εξωτερικό. Η είσοδος καινοτόμων εταιρειών με υγιείς ισολογισμούς είναι προτεραιότητα τόσο για τους επενδυτές όσο και για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας. Αυτή τη φορά η είσοδος στο ελληνικό χρηματιστήριο δεν πρέπει να αφορά την μεγέθυνση ελαττωματικών ή “χάρτινων” επιχειρήσεων.