Ήταν 25 Φεβρουαρίου του 1973. Μια βραδιά στο νυχτερινό κέντρο “Νεράιδα” έμελλε να έχει τραγικό τέλος, που ακόμα και σήμερα, 46 χρόνια αργότερα προκαλεί θλίψη στη θύμησή του. Εκεί, διαδραματίζεται ένα πρωτοφανές γεγονός στα αστυνομικά χρονικά.
Aπό τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Ξαφνικά, το μουσικό πρόγραμμα διακόπτεται από έναν άντρα, τον Νίκο Κοεμτζή, ο οποίος βρίσκεται σε κατάσταση αμόκ κι αρχίζει να μαχαιρώνει όσους βρίσκει στην πίστα. Ένας άντρας με αρκετά βεβαρημένο παρελθόν, που είχε μόλις αποφυλακιστεί για μικροληστεία, που είχε διαπράξει στη Θεσσαλονίκη….Πώς όμως ξεκίνησαν όλα;
Ο αδελφός του δράστη, ο Δημοσθένης, κάνει μια παραγγελιά για να χορέψει μόνος του πάνω στην πίστα, σύμφωνα με τα ήθη της νύχτας. Ζητά το τραγούδι “Βεργούλες”. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει, η πίστα όμως δεν άδειασε. Κάποιοι από τους θαμώνες του κέντρου συνεχίζουν το χορό τους αγνοώντας ότι το τραγούδι ήταν “παραγγελιά”. Ο Νίκος Κοεμτζής θολώνει, σηκώνεται για να υπερασπιστεί την τιμή του αδελφού του και ξεκινά το τραγικό μακελειό. Ανάμεσα σ`εκείνους που είχαν αγνοήσει την παραγγελιά, ήταν και δύο αστυνομικοί, που χόρευαν.
Τραβά το μαχαίρι που είχε κρυμμένο στη ζώνη του για προστασία και φωνάζει :”Παραγγελιά ρε!” ορμώντας με ασύγκριτο μαίνος εναντίον τους. Επικρατεί ένας πανικός άνευ προηγουμένου. Ο Κοεμτζής αιματοκυλά την πίστα, οι θαμώνες τρέχουν πανικόβλητοι για να γλυτώσουν από τη μανία του. Εκείνος, όμως, βρίσκεται σε τέτοιο παροξυσμό που συνεχίζει να καρφώνει όποιον βρίσκει στον δρόμο του για την έξοδο. Καταφέρνει να διαφύγει αφήνοντας πίσω του τρεις νεκρούς και δέκα τραυματίες.
Ανάμεσα στα θύματα είναι κι αστυνομικοί. Το έγκλημα γίνεται ενώ ήταν χούντα και οι ένστολοι ήταν συνώνυμο της απόλυτης εξουσίας. Κάποιοι είπαν ότι οι αστυνομικοί αδιαφόρησαν για την παρουσία του Κοεμτζή και της παρέας του και ήταν εκείνοι οι οποίοι πυροδότησαν την οργή του. Ο ίδιος, στο παρελθόν, είχε βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο των αρχών, εξαιτίας του αριστερού παρελθόντος του πατέρα του.
Το αποκριάτικο γλέντι των Αθηναίων μετατράπηκε σε σφαγείο…