Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 και από μικρή ηλικία εκδηλώθηκε η καλλιτεχνική του κλήση. Το 1927 γράφτηκε στη Σχολή του Πολυτεχνείου, μετέπειτα ΑΣΚΤ, και σπούδασε ζωγραφική με τους Μπισκίνη, Γερανιώτη, Βικάτο, Μποκατσιάμπη, Ιακωβίδη και τον Παρθένη.
Την ίδια χρονιά γνώρισε τον “βυζαντινότροπο” αγιογράφο, ζωγράφο και «αντιδυτικό» συγγραφέα Φώτη Κόντογλου και μαθήτευσε πλάι του. Το 1934 γνωρίστηκε με τον Κάρολο Κουν που ανέβασε με σκηνικά και κοστούμια του Τσαρούχη, ο οποίος είχε ήδη ασχοληθεί με επιτυχία ως σκηνογράφος, την παράσταση της Ερωφίλης του Χορτάτζη.
Το 1935-36 πήγε για πρώτη φορά στο Παρίσι, όπου γνώρισε και μελέτησε τα έργα των μεγάλων Ευρωπαίων δημιουργών. Το πέρασμά του από το Παρίσι θα ενθαρρύνει την χρωματική του τόλμη και την ελευθερία της παραμόρφωσης των σωμάτων.
Η προσπάθειά του να συγκεράσει την ανατολική παράδοση με τα δυτικά σύγχρονα πρότυπα έδωσε μια εγγενή προωθητική δύναμη στην έκφρασή του.
Όπως έγραφε «Οι παιδικές μου αναμνήσεις μ’ έκαναν να ενδιαφερθώ για την ζωγραφική του Leger και του Matisse. Τα γυμνά που είδα μικρός στα μπάνια μού έδωσαν στοιχεία να καταλάβω την αρχαία γλυπτική».
Iστορική έκθεση στο Παρίσι το 1951
Το 1950 υπέγραψε συμβόλαιο του με την «IOLAS Gallery» και η πολλαπλής ανάγνωσης αισθητική του προσφορά παρουσιάστηκε σε ιστορική έκθεση στο Παρίσι το 1951 και μετά στο Λονδίνο, καταδεικνύοντας διεθνώς την περιθωριακή ιδιαιτερότητά του, σε μια εποχή που κυριαρχούσε η αφηρημένη τέχνη και γενικά ο μοντερνισμός.
Ο ίδιος έγραφε «Σχεδιάζω όσο μπορώ περισσότερο. Είναι κάτι σαν την αθλητική προπόνηση». Ο Τσαρούχης από το 1951 και μετά αισθάνεται την ακατανίκητη ανάγκη να μελετήσει το σχέδιο εκ του φυσικού, όπως οι παλιοί καλλιτέχνες.
Απωθεί ουσιαστικά, μετά βέβαια από σοβαρούς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις, τα μοναδικά και καθαρά ζωγραφικά του επιτεύγματα. Μια εποχή χαριτωμένης ζωγραφικότητας και πάθους με λάδια και κόλλες, που με την παραμόρφωση του νατουραλιστικού σχεδίου έφθανε στην ουσία του χρώματος, όπως τα έργα του «Χασάπικο στο Παρίσι», «Νέος στο παράθυρο» κ.ά.
Έργα με τα οποία επιτυγχάνει τη φωτοσκίαση, με περιορισμό της παλέτας στα βασικά χρώματα του Πολύγνωτου συν το λουλακί, αναδεικνύοντας την ακεραιότητα και την αγνότητα της χρωματικής αρμονίας που είχε διδαχθεί από τον Παρθένη.
Ζωγραφίζει εκ του φυσικού και επιζωγραφίζει συχνά τις συνθέσεις του, οι οποίες συχνά απεικονίζουν λαϊκές μορφές, εργατών, ναυτών, στρατιωτών, παππάδων, μοναχών, ποδηλατιστών, αθλητών, ποδοσφαιριστών, με φόντα τους λαϊκά μοτίβα που εκφράζουν την λαϊκή ψυχή με απλότητα και ποιητικό ρεαλισμό.
Πρόκειται για ένα δημιουργικό φάσμα φυσιογνωμιών της γνήσιας ελληνικότητας.
Ο Γιάννης Ρίτσος αναφέρει: «Η γνώση στον Τσαρούχη βγαίνει μέσα από το πάθος, η γνώση του είναι προσωπική, βιωματική εμπειρία ζωής, αισθησιακής συμμετοχής, συναναστροφής, συνομιλίας, χωρίς ποτέ το πάθος να κατακλύζει και να καταστρέφει το έργο».
Νέες ζωτικές αισθήσεις
Ο Τσαρούχης προσέδωσε αξία σε καταφρονημένες παραδοσιακές μορφές που είχαν πανάρχαιη προέλευση και μεγάλη σημασία. Οι ναύτες και οι οπλίτες που χορεύουν ζεϊμπέκικο σε μυστηριακά καφενεία και αττικά τοπία εκφράζουν την πραγματική, δραματική και ζωντανή Ελλάδα.
Σε πολλά έργα κυρίως σε σχέδια που φιλοτέχνησε το 1940-41 επιστρατευμένος στο αλβανικό μέτωπο, μετά στην κατοχή και τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε η βιωματική πρόσληψη του νέου τρόπου ζωγραφικής μέσα από την αγιογραφική παράδοση είναι ζωντανή.
Οι ελληνιστική ζωγραφική, τα πορτρέτα Φαγιούμ, οι βυζαντινές εικόνες αποκαλύπτουν στις συνθέσεις του νέες ζωτικές αισθήσεις ενάντια στον θάνατο. Επιπρόσθετα τα μοτίβα του εμπλουτίζονται με διακοσμητικά στοιχεία και κυριαρχεί ο στεφανωμένος Έρως.
Στο Παρίσι όμως εγκαταστάθηκε και ανέπτυξε τις πολλαπλές καλλιτεχνικές του δραστηριότητες από την επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967 μέχρι το 1974 που με την μεταπολίτευση επέστρεψε στην Αθήνα.
Η παρουσία του στο εικαστικό γίγνεσθαι ήταν κορυφαία, αν και δεν δέχθηκε δημόσιες θέσεις διδασκαλίας, μέχρι την αποβίωσή του το 1989.
Συνεχής αισθητική αναζήτηση
Γνωριστήκαμε το 1982 με αφορμή το ποίημά μου «Το δωμάτιο», που είχε λάβει με σημείωμα του φίλου του γνωστού ελληνιστή Κίμωνα Φράιερ.
Μετά την θετική του ανταπόκριση τον επισκέφθηκα στο Μαρούσι. Τότε η Οικία-Μουσείο του ήταν ακόμη υπό διαμόρφωση και παράλληλα είχε εντατικές πρόβες στην αυλή με τους συνεργάτες του σκηνοθετώντας την τραγωδία «Επτά επί Θήβας», μετά την απήχηση που είχε η παράσταση με τις «Τρωάδες», σε δική του μετάφραση, διδασκαλία, σκηνικά και κοστούμια το 1977 στο πρόσκαιρο θέατρο που έφτιαξε στην οδό Καπλανών.
Επί έξι μήνες έκανε με προθυμία εξονυχιστική κριτική στα έργα μου, η οποία πάντα είχε γενικότερη θεωρητική και τεχνική επιμόρφωση που φανέρωνε με σαφήνεια τις απόψεις του για την ζωγραφική και την ασκητική της διάσταση.
Όμως η στρατιωτική μου θητεία με απομάκρυνε από την Αθήνα και τα μαθήματα δεν συνεχίστηκαν. Χρόνια μετά την επιστροφή μου από την Νέα Υόρκη με τιμούσε με την δημοφιλή παρουσία του μέχρι και το 1987-88 σε εκθέσεις στην Γκαλερί Dada.
Έκτοτε είδα και μελέτησα τις μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις έργων του οι οποίες τεκμηρίωναν την μεγάλη στροφή του από την δεκαετία του 1960 και μετά σε μια στυλιζαρισμένη κλασικιστική ζωγραφική με επιρροές από τον Καραβάτζιο, τον μανιερισμό και τον ρεαλιστή Κουρμπέ, πάντα βέβαια με την σφραγίδα του.
Γενικά οι διάφορες φάσεις της μεγάλης ζωγραφικής του πορείας απαρτίζουν σήματα της συνεχούς αισθητικής του αναζήτησης.
Επιρροές από τον «φοβισμό», το θέατρο σκιών και τη λαϊκή τέχνη
Οι αναφορές του στα μωσαϊκά της Μονής Δαφνίου, η τέχνη της Πομπηίας, η σπουδαία εμπειρία του ως σκηνογράφος, ενδυματολόγος και εικονογράφος ποίησης, σε συνδυασμό με τις εμφανείς επιρροές του από τον «φοβισμό», το θέατρο σκιών του Σπαθάρη και τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο, συγκρότησαν τον κύριο κορμό της δημιουργίας του.
Μιας αμάραντης εικαστικής και πνευματικής προσφοράς που καθρεφτίζει την νεοελληνική πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που στην οπτικοποίησή της ταλαντευόταν ερευνητικά, αποκαλυπτικά και επιδέξια ανάμεσα στην Ανατολή του νοσταλγικού παρελθόντος των «Ρωμιών» και την αναπόφευκτη Δύση, του επερχόμενου ραγδαία μεταμοντέρνου παρόντος της αισθητικής εκζήτησης.
Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος, ζωγράφος, λογοτέχνης, θεωρητικός της Τέχνης.