Η υπόθεση της πρόωρης διαρροής οικονομικών στοιχείων εισηγμένης εταιρείας προς συγκεκριμένους κύκλους της αγοράς, φέρνει για ακόμη μία φορά στο προσκήνιο τα θεσμικά κενά και τις παθογένειες του ελληνικού χρηματιστηρίου.
Το γεγονός πως τέτοιες πληροφορίες κυκλοφορούν ανεξέλεγκτα πριν από την επίσημη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, όχι μόνο υπονομεύει την αξιοπιστία της αγοράς, αλλά αφήνει εκτεθειμένους χιλιάδες επενδυτές που στηρίζουν τις αποφάσεις τους σε άνισες συνθήκες πληροφόρησης.
Σε κάθε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά, η ίση πρόσβαση στην πληροφορία αποτελεί θεμελιώδη κανόνα. Οι εισηγμένες εταιρείες είναι υποχρεωμένες να δημοσιοποιούν τα αποτελέσματά τους σε συγκεκριμένο χρόνο, ταυτόχρονα προς όλους τους συμμετέχοντες, ώστε να αποτρέπεται κάθε προνομιακή μεταχείριση.
Στην Ελλάδα, όμως, το φαινόμενο των «διαρροών» έχει μετατραπεί σχεδόν σε καθεστώς. Τα στοιχεία φτάνουν πρώτα σε κερδοσκοπικούς κύκλους που σπεύδουν να τα αξιοποιήσουν, πριν ακόμη ο μικρομέτοχος πληροφορηθεί τι πραγματικά συμβαίνει.
Η εικόνα αυτή συνιστά προσβολή για μια αγορά που θέλει να θεωρείται ώριμη και αξιόπιστη. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ο θεσμικός επόπτης, δείχνει να λειτουργεί με αργούς ρυθμούς και χωρίς την απαιτούμενη ετοιμότητα, το έδαφος μένει πρόσφορο για κάθε μορφή χειραγώγησης.
Οι ευθύνες δεν βαραίνουν μόνο τον επόπτη αλλά και την πολιτική ηγεσία. Το Υπουργείο Οικονομικών, αντί να παρεμβαίνει δραστικά, περιορίζεται σε ρόλο θεατή.
Το Χρηματιστήριο, αντί να αποτελεί εργαλείο άντλησης κεφαλαίων και ανάπτυξης για τις εταιρείες, έχει καταντήσει μια πραγματική ζούγκλα στα χέρια κερδοσκόπων. Η τιμή των μετοχών ανεβοκατεβαίνει χωρίς λογική, ανεξάρτητα από τα θεμελιώδη μεγέθη, την πραγματική κερδοφορία ή τις προοπτικές μιας επιχείρησης.
Μικροί και μεσαίοι επενδυτές μετατρέπονται σε «αμνούς προς σφαγή», ακολουθώντας τυφλά τις τάσεις που δημιουργούν τα ισχυρά χαρτοφυλάκια. Η κερδοσκοπία κυριαρχεί εις βάρος της διαφάνειας και της ορθολογικής επενδυτικής λογικής.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε περιπτώσεις που αποκαλύπτεται εσωτερική πληροφόρηση και διαρροή στοιχείων, η Δικαιοσύνη κινείται άμεσα. Ο «inside informer», αυτός που παρέχει εμπιστευτικά στοιχεία, αλλά και ο παραλήπτης που τα αξιοποιεί, οδηγούνται ενώπιον των δικαστηρίων. Οι ποινές δεν περιορίζονται σε πρόστιμα, αλλά συχνά περιλαμβάνουν και πολυετείς ποινές φυλάκισης. Αυτή η αυστηρότητα έχει διαμορφώσει ένα περιβάλλον όπου η αγορά λειτουργεί με σαφείς κανόνες, και η παραβίαση τους έχει βαρύτατο κόστος.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, η έννοια της λογοδοσίας μοιάζει να απουσιάζει. Η ατιμωρησία τρέφει την ασυδοσία. Ο επενδυτής που βλέπει την αγορά να κινείται με βάση φήμες και «διαρροές» χάνει την εμπιστοσύνη του. Και χωρίς εμπιστοσύνη, καμία κεφαλαιαγορά δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Αυτό που παραμένει είναι μια αγορά περιορισμένης αξιοπιστίας, όπου οι ίδιοι κύκλοι παίζουν το παιχνίδι εις βάρος όλων των υπολοίπων.
Η εικόνα της «ζούγκλας» που επικρατεί στο Χρηματιστήριο δεν είναι υπερβολή. Ο μικρός επενδυτής βλέπει τα κεφάλαιά του να εξανεμίζονται σε παιχνίδια που στήνονται ερήμην του. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά άνιση, άδικη, που αντί να προσελκύει νέους επενδυτές, τους απομακρύνει.
Το ερώτημα είναι, τι μπορεί να αλλάξει; Πρώτον, απαιτείται αυστηρότερη εποπτεία. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οφείλει να αναβαθμίσει τα εργαλεία ελέγχου της, να επεμβαίνει άμεσα όταν προκύπτουν υπόνοιες διαρροής και να επιβάλλει ουσιαστικές κυρώσεις. Δεν αρκούν μικρά πρόστιμα που σε μεγάλους παίκτες μοιάζουν αμελητέα. Χρειάζονται βαρύτατες ποινές, ακόμη και αποκλεισμός από την αγορά.
Δεύτερον, απαιτείται πολιτική βούληση. Ο υπουργός Οικονομικών, πρέπει να θέσει το ζήτημα ψηλά στην ατζέντα του. Η κεφαλαιαγορά δεν είναι αποκομμένη από την οικονομία είναι ο καθρέφτης της. Αν λειτουργεί στρεβλά, το μήνυμα προς την κοινωνία και τις επιχειρήσεις είναι πως οι κανόνες δεν ισχύουν για όλους.
Τρίτον, η Δικαιοσύνη πρέπει να εμπλακεί πιο ενεργά. Η παραβίαση του απορρήτου και η κατάχρηση προνομιακής πληροφόρησης δεν είναι αδικήματα χαμηλής απαξίας. Είναι εγκλήματα που διαλύουν την εμπιστοσύνη στις αγορές. Χωρίς παραδειγματικές ποινές, το φαινόμενο θα συνεχιστεί.
Και τέλος, χρειάζεται μια αλλαγή κουλτούρας. Οι ίδιοι οι επενδυτές οφείλουν να απαιτούν διαφάνεια και να μην ακολουθούν τυφλά τις «φήμες». Η τυφλή αποδοχή της χειραγώγησης διαιωνίζει το πρόβλημα.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Θέλει να προσελκύσει επενδύσεις, να ενισχύσει το κύρος του Χρηματιστηρίου Αθηνών και να το καταστήσει ανταγωνιστικό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όμως, με την αγορά να θυμίζει περισσότερο «καζίνο» παρά θεσμικό πυλώνα της οικονομίας, ο στόχος αυτός φαντάζει μακρινός.
Οι διαρροές οικονομικών στοιχείων δεν είναι απλώς ένα «παράπτωμα». Είναι η κορυφή του παγόβουνου μιας κουλτούρας διαπλοκής και ασυδοσίας. Όσο δεν αντιμετωπίζονται ριζικά, η αγορά θα παραμένει έρμαιο κερδοσκόπων και οι μικροεπενδυτές «αμνοί προς σφαγή».
Η αλήθεια είναι πως δεν λείπουν τα παραδείγματα από χώρες που κατάφεραν να επιβάλουν κανόνες και να δημιουργήσουν υγιείς κεφαλαιαγορές. Στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη, ακόμη και σε μικρότερες αγορές, η τήρηση της νομιμότητας είναι αδιαπραγμάτευτη. Στην Ελλάδα, αντίθετα, επικρατεί η αντίληψη ότι «όλα γίνονται» και «κανείς δεν τιμωρείται».
Το ζητούμενο είναι αν η κοινωνία, οι θεσμοί και οι πολιτικοί θα δείξουν την απαιτούμενη σοβαρότητα ώστε να σταματήσει αυτή η εικόνα απαξίωσης. Αλλιώς, η χώρα θα παραμείνει δέσμια ενός φαύλου κύκλου, όπου η αγορά δεν θα λειτουργεί ως μοχλός ανάπτυξης, αλλά ως πεδίο δράσης για λίγους και εκλεκτούς.
Διαβάστε ακόμη:
- «Τώρα πάλι μαζί»: Το συγκινητικό αντίο του Λάμπρου Κωνσταντάρα στον πατέρα του
- Κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ: Φοροελαφρύνσεις και στήριξη οικογενειών στο επίκεντρο
- Big Tech: Κυριαρχία στις αγορές αλλά και σενάρια ρίσκου
- Οι εμμονές, οι σκοπιμότητες και η «διατεταγμένη υπηρεσία» της «αδέσμευτης» δημοσιογραφίας