Όταν στις αρχές του 1983 έλαβε μετάθεση για την Αθήνα, η δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων ήταν στο απόγειό της, με κυρίαρχη τη 17Ν, η οποία προσωποποιούσε τους στόχους της και ενεργούσε δολοφονίες, σε αντίθεση με άλλες οργανώσεις της εποχής που έκαναν κατά κύριο λόγο βομβιστικές – εμπρηστικές ενέργειες. Ο Τζαντ είχε συνειδητοποιήσει με την άφιξή του στην Ελλάδα πως ήταν εξαρχής στόχος, λόγω της ιδιότητας και της υπηκοότητάς του. Τη σκέψη του αυτή ήρθε να επιβεβαιώσει λίγους μήνες μετά η δολοφονία του συμπατριώτη του, Πλοιάρχου Τζορτζ Τσάντες, από διερχόμενη μοτοσυκλέτα, τον Νοέμβριο του 1983 στο Ψυχικό. Παρά το γεγονός ότι ο Ρόμπερτ Τζαντ δεν ήταν υψηλόβαθμος όπως ο Τζορτζ Τσάντες και η δουλειά του ήταν κυρίως η μεταφορά αλληλογραφίας από την πρεσβεία των Η.Π.Α. στους Αμπελόκηπους προς την αμερικανική βάση του Ελληνικού, επειδή ο ίδιος κινούνταν μόνος και χωρίς συνοδεία ή άλλα μέτρα φρούρησης, σε κάθε του μετακίνηση είχε «ανοιχτή την πνευματική του σκανδάλη» και βρισκόταν σε έναν σιωπηλό συναγερμό, έχοντας πάντα τεταμένη την προσοχή του για να εντοπίσει εγκαίρως κάτι παράξενο – μη φυσιολογικό, ειδικά σε σημεία που ο ίδιος θεωρούσε επικίνδυνα.
Στις 15/11/1983 μέλη της 17Ν δολοφονούν στο Ψυχικό τον Αμερικανό Πλοίαρχο Τζορτζ Τσάντες και τον οδηγό του Νίκο Βελούτσο. Οι δράστες επέβαιναν σε μια βέσπα και φορούσαν και οι δύο κράνη. Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το αυτοκίνητο των θυμάτων ήταν ακινητοποιημένο σε ερυθρό σηματοδότη, πλησίασαν από πίσω δεξιά και φτάνοντας δίπλα σε αυτό ο συνεπιβάτης του δικύκλου πυροβόλησε με ένα 45άρι πιστόλι τέσσερις φορές τον Τσάντες στο στήθος και τρεις φορές τον οδηγό Βελούτσο στο στομάχι. Ο Τσάντες, ο οποίος καθόταν στο πίσω δεξιά κάθισμα, κατέληξε επί τόπου και ο Βελούτσος λίγες ώρες αργότερα στο νοσοκομείο.
Οι δράστες ακολούθησαν το ίδιο modusoperandiστις -με διαφορά πέντε μηνών- επιθέσεις κατά των Τζορτζ Τσάντες και Ρόμπερτ Τζαντ, αλλά και 19 χρόνια μετά στην επίθεση κατά του Στίβεν Σόντερς, η οποία ήταν και η τελευταία της οργάνωσης 17Ν.
Στις 3 Απριλίου 1984, ο Αρχιλοχίας Ρόμπερτ Τζαντ κατευθυνόταν όπως κάθε μέρα μέσω της Λεωφόρου Βουλιαγμένης στην αμερικανική βάση του Ελληνικού. Εφαρμόζοντας τεχνικές αντι-παρακολούθησης, είχε παρατηρήσει ότι αρκετά οχήματα πίσω του κινούνταν μια μοτοσυκλέτα με 2 επιβαίνοντες. Τον παραξένεψαν δύο στοιχεία: Πρώτον, η μοτοσυκλέτα δεν έκανε διήθηση ανάμεσα στην ακινητοποιημένη, λόγω μποτιλιαρίσματος, κυκλοφορία όπως όλες οι υπόλοιπες, αλλά παρέμενε κολλημένη στην κίνηση. Δεύτερον και οι 2 επιβαίνοντες φορούσαν κράνη, πράγμα εξαιρετικά σπάνιο για την Ελλάδα του ’80. Αυτό τον κατέστησε ακόμη πιο “alert” και έτοιμο. Έτσι, φρόντιζε να διατηρεί μεγάλη απόσταση (διάκενο αντίδρασης) από το προπορευόμενο -συχνά ακινητοποιημένο λόγω κίνησης- όχημα και να κινείται στην αριστερή λωρίδα, ώστε αν χρειαστεί να έχει χώρο ελιγμού και δυνατότητα διαφυγής αριστερά «καβαλώντας» τη νησίδα
Το «διάκενο αντίδρασης» ή “reactiongap” , αναφέρεται στον αναγκαίο χώρο που χρειάζεται ο οδηγός ενός οχήματος για να εκτελέσει μανούβρα διαφυγής αριστερά ή δεξιά. Πρακτικά, η απόσταση αυτή υφίσταται όταν ο οδηγός είναι σε θέση να διακρίνει ολόκληρα τα οπίσθια ελαστικά του προπορευόμενου οχήματος να εφάπτονται στην άσφαλτο. Είναι πολύ σημαντικό οι αστυνομικοί να διατηρούν το διάκενο αντίδρασης σε οδούς με συμφόρηση, σε φωτεινούς σηματοδότες και σε οποιαδήποτε κατάσταση ακινητοποίησης του οχήματός τους, καθώς μαζί με τη σωστή επιλογή λωρίδας είναι οι μόνοι τρόποι διαφυγής τους από τον χωρικό έλεγχο τον οποίον θέλουν να τους επιβάλλουν οι δράστες μιας επίθεσης, εγκλωβίζοντάς τους έτσι στο προκαθορισμένο σημείο «Χ» της επίθεσης Ενέργειες όπως οι παραπάνω, τις οποίες ο Ρόμπερτ Τζαντ εκτέλεσε υποδειγματικά την 3η Απριλίου του 1984, εντάσσονται στη γενικότερη προετοιμασία για εφαρμογή τακτικών αντι-αιφνιδιασμού σε περίπτωση επίθεσης.
Στη συμβολή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης με την οδό Αγίου Βασιλείου, ο ερυθρός σηματοδότης ανέκοψε την κίνηση του αυτοκινήτου του Αμερικανού Αρχιλοχία. Τότε, παρατήρησε τη μοτοσυκλέτα να πλησιάζει από πίσω δεξιά και όταν αυτή χάθηκε από τον καθρέφτη γύρισε το κεφάλι του και είδε τον συνεπιβάτη να βγάζει ένα πιστόλι και να τον πυροβολεί 5 φορές. Ο Τζαντ αν και τραυματισμένος στο χέρι και στον κορμό από 2 σφαίρες εφάρμοσε το σχέδιο διαφυγής του, ανεβαίνοντας τη νησίδα και βγαίνοντας στο αντίθετο ρεύμα, απομακρυνόμενος από το σημείο της επίθεσης (βγαίνοντας από το «Χ»).
Το σημείο της επίθεσης κατά του RobertJudd, όπως είναι σήμερα η συμβολή των οδών Βουλιαγμένης και Αγίου Βασιλείου. Το όχημά του βρισκόταν εκεί που στη φωτογραφία βρίσκεται το μαύρο αυτοκίνητο με τη λευκή οροφή. Ο Αμερικανός Αρχιλοχίας αντιλαμβανόμενος πως λόγω της ιδιότητάς του ήταν υποψήφιος στόχος, βρισκόταν σε αυξημένη επαγρύπνηση εφαρμόζοντας τεχνικές αντι-παρακολούθησης και δημιουργώντας τακτικές συνθήκες αντι-αιφνιδιασμού. Εκτιμώντας λοιπόν ορθά πως λόγω της κυκλοφοριακής συμφόρησης θα ακινητοποιηθεί στον συγκεκριμένο φωτεινό σηματοδότη, είχε επιλέξει την κίνηση στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας που του εξασφάλιζε διαφυγή (το 1984 δεν υπήρχε το προστατευτικό κιγκλίδωμα στη νησίδα) και είχε επίσης διατηρήσει «διάκενο αντίδρασης» από το προπορευόμενο αυτοκίνητο, έχοντας ήδη επιλεγμένη την πρώτη σχέση στο σασμάν. Έτσι, όταν εκδηλώθηκε η επίθεση εναντίον του, το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ήταν να στρίψει το τιμόνι αριστερά, να πατήσει γκάζι και «καβαλώντας» τη νησίδα να βγει εκτός του «Χ». Να διαφύγει δηλαδή από το σημείο που οι δράστες είχαν σχεδιάσει πως θα τον ελέγξουν όντας εγκλωβισμένος. Ο Juddπέρασε τη νησίδα, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα της Λεωφόρου Βουλιαγμένης αποφεύγοντας τη σύγκρουση με άλλο όχημα που θα τον ακινητοποιούσε εκ νέου και αφού προσπέρασε το ύψος του φωτεινού σηματοδότη, εισήλθε ξανά μέσω του κενού που αφήνει η νησίδα λόγω της ύπαρξης διασταύρωσης, στο αρχικό ρεύμα κίνησής του, οδηγώντας τραυματισμένος ως την αμερικανική αεροπορική βάση του Ελληνικού.
Οι δράστες αναγκασμένοι να διακόψουν την επίθεση, καθώς ο Τζαντ βρέθηκε εκτός βεληνεκούς του πιστολιού, διέφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Ο Αμερικανός Αρχιλοχίας κατάφερε, αν και τραυματίας, να φτάσει στην αμερικανική βάση. Για την Ιστορία, οδηγός της μοτοσυκλέτας ήταν ο Χριστόδουλος Ξηρός, ο συνεπιβάτης εκτελεστής ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ως ομάδα υποστήριξης συμμετείχαν στην ενέργεια οι Πάτροκλος Τσελέντης και Γιάννης Σκανδάλης, ενώ ο Ρόμπερτ Τζαντ είναι το μοναδικό άτομο που βλήθηκε αλλά επέζησε από το όπλο – «ταυτότητα» της 17Ν, το 45άρι πιστόλι
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr.