Τέσσερα στα δέκα πακέτα στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι διακινούνται πλέον μέσω των αυτοματοποιημένων θυρίδων, γνωστά στο ευρύ κοινό με τον αγγλικό όρο lockers, καθώς από μια σχεδόν άγνωστη πρακτική παραλαβής και αποστολής δεμάτων στο ελληνικό κοινό μέχρι το 2020, τώρα πλέον σημειώνει ραγδαία ανάπτυξη. Από μόλις 30 σημεία με 255 θυρίδες το 2021, αυτά έφτασαν τα 850 το 2022, ενώ σήμερα τα σημεία με αυτοματοποιημένες θυρίδες των τριών μεγαλύτερων «παικτών» τής εν λόγω αγοράς (Box Now, ACS και Skroutz) είναι πάνω από 5.300, με τις θέσεις να ανέρχονται σε 270.000.
Το διευρυμένο ωράριο εξυπηρέτησης (ακόμα και σε αργίες, Σαββατοκύριακα), ουσιαστικά 24 ώρες το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, το γεγονός ότι συχνά είναι εύκολη η πρόσβαση από τους καταναλωτές (σε πολλά σημεία σε κάθε γειτονιά, έξω από σούπερ μάρκετ και άλλα καταστήματα που επισκέπτονται τακτικά), η ευελιξία στην εξυπηρέτηση χωρίς κατ’ οίκον αναμονή, περιορίζοντας την ανάγκη να περιμένει ο παραλήπτης στο σπίτι όλη την ημέρα, αλλά και το γεγονός ότι κάποιος δεν χρειάζεται να περιμένει στην ουρά σε κάποιο ταχυδρομείο για να παραλάβει ένα δέμα ή και να στείλει ένα δέμα (καθώς παρέχεται και αυτή η υπηρεσία από μία από τις τρεις εταιρείες), αποτελούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των αυτοματοποιημένων θυρίδων.
Καθοριστικό ρόλο, βεβαίως, στην εξέλιξή τους διαδραμάτισε και η ραγδαία αύξηση των πωλήσεων του ηλεκτρονικού εμπορίου από την πανδημία και μετά, με αποτέλεσμα πλέον μικρά και μεγάλα e-shops, εγχώριες και διεθνείς αλυσίδες λιανικής, ελληνικά και ξένα marketplaces να συνεργάζονται με τις εταιρείεςπαρόχους ταχυδρομικών υπηρεσιών με lockers. Το γεγονός, μάλιστα, ότι μπορείς ακόμη και να επιστρέψεις κάποια παραγγελία στο κατάστημα χρησιμοποιώντας τη θυρίδα της γειτονιάς σου, χωρίς να χρειαστεί να επισκεφθείς το κατάστημα, καθιστά τα lockers ακόμη πιο δελεαστικά. ∆εν είναι λίγοι εκείνοι οι καταναλωτές που δεν ολοκληρώνουν μια παραγγελία σε ηλεκτρονικό κατάστημα ή marketplace εάν δεν υπάρχει η δυνατότητα παραλαβής της μέσω θυρίδας.
Η μεγάλη δημοφιλία των θυρίδων οδηγεί τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτή την αγορά να προχωρούν σε ολοένα και μεγαλύτερες επενδύσεις τόσο για τη διεύρυνση του δικτύου τους όσο και για την παροχή νέων υπηρεσιών και λύσεων στις ταχυμεταφορές.
Ο μεγαλύτερος «παίκτης» στην Ελλάδα σε αυτή την αγορά, με αποκλειστική δραστηριότητα στις θυρίδες, η Box Now, διαθέτει σήμερα 163.000 θυρίδες (θέσεις) σε 2.200 σημεία πανελλαδικά, καλύπτοντας αυτή τη στιγμή το 94% του πληθυσμού. Μέχρι το τέλος του 2025 ο αριθμός των θυρίδων της Box Now θα φτάνει τις 200.000. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εταιρεία έχει επεκταθεί πλέον και σε μεγάλο μέρος της νησιωτικής χώρας, εγκαθιστώντας θυρίδες σε Κρήτη, Κέρκυρα, Λευκάδα, Λέσβο, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο, ενώ μέσα στις επόμενες εβδομάδες τα χαρακτηριστικά μηχανήματα θα βρίσκονται πλέον και σε Κω, Χίο, Μύκονο. Η επέκταση και σε άλλα νησιά με πληθυσμό άνω των 3.000 κατοίκων θα συνεχισθεί και εντός του 2026. Οι συνεργαζόμενες με την Box Now επιχειρήσεις –κυρίως ηλεκτρονικά καταστήματα– για την αποστολή δεμάτων στην Ελλάδα ξεπερνούν πλέον τις 6.000, αριθμός δεκαπλάσιος σε σύγκριση με το 2021. Η εταιρεία έχει επενδύσει έως τώρα για τη δραστηριότητα στην Ελλάδα (σημειωτέον ότι έχει παρουσία σε Κύπρο και Βουλγαρία και εντός του 2026 θα είναι και στην Κροατία) περί τα 28 εκατ. ευρώ, ενώ το επόμενο διάστημα σχεδιάζει την επιτάχυνση των επενδύσεών της.
Η Skroutz διαθέτει πλέον περί τις 58.000 θυρίδες, συμπεριλαμβανομένων και αυτών στην Κύπρο, σε 1.962 σημεία (Skroutz Points), εξυπηρετώντας το 40% της ελληνικής επικράτειας. Στόχος της εταιρείας είναι να ξεπεράσει τα 2.300 σημεία το 2026.
Το δίκτυο της ACS αριθμεί σήμερα πάνω από 50.000 θυρίδες σε 1.200 σημεία. Στόχος της εταιρείας είναι στο τέλος του 2025 ο αριθμός των θυρίδων να είναι 60.000 και το 2026 να διπλασιαστεί. Η εταιρεία έχει επενδύσει μέχρι σήμερα πάνω από 13,5 εκατ. ευρώ για τα lockers, ενώ μέχρι το τέλος του έτους οι συνολικές επενδύσεις σε αυτή τη δραστηριότητα αναμένεται να φτάσουν τα 15,5 εκατ. ευρώ.
H παγκόσμια αγορά αυτοματοποιημένων θυρίδων υπολογίζεται σε 2,9 δισ. δολάρια και προβλέπεται ότι μέχρι το 2035 θα φτάσει τα 10,8 δισ. δολάρια, «τρέχοντας» με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 12,82%.