Σε μια χώρα που έχει υποστεί ιστορικών διαστάσεων αποβιομηχάνιση με το κλείσιμο εκατοντάδων μεγάλων αλλά και μικρότερων παραγωγικών επιχειρήσεων τις πέντε τελευταίες δεκαετίες, είναι αξιομνημόνευτη η επιστροφή μιας ιστορικής βιομηχανίας που την τελευταία δεκαετία έχει πραγματοποιήσει ένα από τα πλέον θεαματικά turn around story.
Ο λόγος για την εταιρεία Παπουτσάνης, μια βιομηχανία με μεγάλη ιστορία, που «πατά» σε τρεις αιώνες, πέρασε δια πυρός και σιδήρου, έφτασε ένα βήμα πριν το λουκέτο εν μέσω αποτυχημένων επιλογών στο management, όμως την 1η Αυγούστου ανακοίνωσε πολύ καλά αποτελέσματα 1ου εξαμήνου, καθώς παρά τη μικρή μείωση του κύκλου εργασιών, τα καθαρά κέρδη ανήλθαν σε 2,3 εκατ. ευρώ, έναντι 1,7 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2023.
Έχοντας ιδρυθεί το μακρινό 1870, η εταιρεία Παπουτσάνης είναι από τις πιο ιστορικές – εν ενεργεία – ελληνικές επιχειρήσεις. Η «επιστροφή» λοιπόν μιας εταιρείας που έχει πορεία 154 χρόνων, απασχολεί 130 εργαζόμενους στη Ριτσώνα της Εύβοιας και διατηρεί ένα από τα πιο σύγχρονα εργοστάσια σαπουνιού στην Ευρώπη, είναι εξαιρετικά θετικό γεγονός.
Το 2010 έφτασε ένα βήμα πριν το οριστικό λουκέτο, όμως με τις κατάλληλες αλλαγές στο management, «γύρισε» μέσα στη… φωτιά της κρίσης, προ τετραετίας επέστεψε στην κερδοφορία, παρουσιάζοντας μάλιστα διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια.
Μέσα στην κρίση, από το 2010 έως το 2020 η εταιρεία υπερτριπλασίασε τον κύκλο εργασιών της καθώς από τα 12,9 εκατ. ευρώ το 2010 έφτασε το 2020 στα 40,8 εκατ. ευρώ.
Μια ματιά στην πορεία των μεγεθών των τελευταίων ετών, δείχνει την εξέλιξη. Το 2017 ο κύκλος εργασιών ήταν στα 20,8 εκατ. ευρώ, το 2018 στα 24,2 ευρώ και το 2019 στα 30,6 εκατ. ευρώ.
Το 2020, με ώθηση και από τα προϊόντα προσωπικής υγιεινής και καθαρισμού λόγω του Covid, τα μεγέθη εκτοξεύτηκαν με τον κύκλο εργασιών να φτάνει στα 40,8 εκατ. ευρώ (+33% έναντι του 2019), το 2021 πέτυχε πωλήσεις 54,8 εκατ. ευρώ (+34,1%), ενώ το 2022 ο κύκλος εργασιών εκτοξεύτηκε στα 70,8 εκατ. ευρώ (+29%).
Το 2022 ήταν από πλευράς πωλήσεων και η καλύτερη χρήση στην ιστορία της επιχείρησης. Για εφτά συναπτές χρήσεις – από το 2017 έως το 2022 – η εταιρεία παρουσίαζε διψήφια ανάπτυξη.
Το 2023 ο κύκλος εργασιών μειώθηκε στα 62,2 εκατ. ευρώ (-12%) καθώς η υποχώρηση του Covid-19 έφερε και πτώση στις πωλήσεις κάποιων προϊόντων προσωπικής υγιεινής και παρεμφερών προϊόντων.
Το κομβικό 2010, οι επενδύσεις και η επιστροφή στην ιστορική ονομασία
Το 2010 ήταν κομβικό έτος, εν μέσω απεργιακών κινητοποιήσεων, κάκιστων αποτελεσμάτων, διόγκωση ζημιών, μεγάλο δανεισμό και τη μετοχή σε επιτήρηση. Τότε, το management ανέλαβαν οι Γεώργιος Γκάτζαρος και Μενέλαος Τασσόπουλος, που βρίσκονται έως και σήμερα στο τιμόνι.
Σταδιακά απέκτησαν και την πλειοψηφία των μετοχών από τον όμιλο Δαυίδ, στον οποίο είχε πωληθεί η Παπουτσάνης από το 1990, ενώ στα τέλη του 2010 ολοκληρώθηκε αύξηση κεφαλαίου 12 εκατ. ευρώ που έδωσε σημαντικές ανάσες, κεφάλαια κίνησης, προμήθεια πρώτων υλών και αποπληρωμή υποχρεώσεων.
Κατόπιν, επανήλθε η ιστορική ονομασία Παπουτσάνης, δεδομένου ότι πρωτύτερα και για αρκετά χρόνια είχε μετονομαστεί (απολύτως ατυχώς) σε Plias.
Τη δεκαετία που ξεκίνησε το 2010 επενδύθηκαν περί τα 40 εκατ. ευρώ για τον εκσυγχρονισμό της μονάδας, τη νέα αυτοματοποιημένη γραμμή συσκευασίας καλλυντικών, νέα γραμμή παραγωγής ξενοδοχειακών σαπουνιών κ.α.
Πλέον, η Παπουτσάνης είναι η κορυφαία ελληνική εταιρεία στον τομέα της και μεταξύ των τριών μεγαλύτερων παραγωγών σαπουνιών στην Ευρώπη. Διαθέτει τη μεγαλύτερη μονάδα παραγωγής του είδους στη ΝΑ Ευρώπη, απολύτως καθετοποιημένη και μία από τις πιο εξελιγμένες τεχνολογικά σε όλη την Ευρώπη.
Η εταιρεία από την άνοιξη του 2020 μπήκε στην παραγωγή βιοκτόνων, απολυμαντικών και αντισηπτικών με χρήση οινοπνεύματος και συνεχίζει να εμπλουτίζει την προϊοντική της γκάμα.
Η εξαγορά του Αρκάδι
Πριν δύο χρόνια, το Σεπτέμβριο του 2022 η Παπουτσάνης εξαγόρασε την ιστορική σαπωνοποιία της Κρήτης, «Γ. Μαλικούτης Εμπόριο Βιοτεχνία Σάπωνος Ανώνυμη Εταιρεία», που παράγει τα προϊόντα με το brand «Αρκάδι», κάνοντας άνοιγμα σε νέα προϊόντα, μπαίνοντας στις αγορές φροντίδας ρούχων και καθαριστικών γενικής χρήσεως.
Προ λίγων μηνών η Παπουτσάνης παρουσίασε μια νέα γκάμα προϊόντων υπό την ομπρέλα του «Αρκάδι», με το management να ποντάρει πάρα πολλά στο συγκεκριμένο project.
Τα αποτελέσματα του 1ου εξαμήνου 2024
Ο κύκλος εργασιών του 1ου εξαμήνου 2024 διαμορφώθηκε στα 31,7 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας μικρή μείωση 1,4% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2023. Παράλληλα, πλέον οι εξαγορές αντιπροσωπεύουν πάνω από το μισό των συνολικών πωλήσεων (53%), κάτι που δείχνει την εξωστρέφεια της επιχείρησης.
Όσον αφορά στη συνεισφορά των τεσσάρων τομέων δραστηριότητας στα συνολικά μεγέθη, επισημαίνεται ότι το 29% των συνολικών εσόδων προέρχεται από πωλήσεις επωνύμων προϊόντων της Παπουτσάνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το 18% από πωλήσεις στην ξενοδοχειακή αγορά, το 36% από παραγωγές προϊόντων για τρίτους και το 17% από βιομηχανικές πωλήσεις ειδικών σαπωνομαζών.
Το μεικτό κέρδος ανήλθε σε 12,1 εκατ. ευρώ έναντι 10,3 ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2023, παρουσιάζοντας βελτίωση κατά 18%. Σημαντική βελτίωση παρουσιάζει και το μεικτό περιθώριο κέρδους το οποίο ανήλθε σε 38% το εξάμηνο του 2024 έναντι 32% το εξάμηνο του 2023, ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης των επωνύμων προϊόντων της Παπουτσάνης και της βελτίωσης του παραγωγικού κόστους μέσω του επενδυτικού πλάνου.
Ιστορία που «πατά» σε τρεις αιώνες
Η Παπουτσάνης iδρύθηκε το 1870 στο Πλωμάρι της Λέσβου από τον Δημήτρη Παπουτσάνη, ο οποίος με πρώτη ύλη τα φυτικά έλαια ίδρυσε τη φερώνυμη σαπωνοποιία, καθώς αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα την ανάγκη της σαπωνοβιομηχανίας. Το 1899 οι τρεις γιοί του ίδρυσαν την πρώτη εταιρεία Παπουτσάνης, ενώ το 1913 οι εγκαταστάσεις μεταφέρθηκαν στον Πειραιά.
Από το 1917 έως το 1936 που ξεκίνησε η αρωματική σαπωνοποιία, το εργοστάσιο Παπουτσάνη του Πειραιά παρήγε πράσινο σαπούνι μπουγάδας και κύβους σαπουνιού Μασσαλίας. Το διώροφο αυτό εργοστάσιο λειτούργησε έως το χειμώνα του ”44, οπότε και καταστράφηκε ολοκληρωτικά στο βομβαρδισμό του Πειραιά.
Ένα χρόνο μετά το βομβαρδισμό φτιάχτηκε νέο εργοστάσιο, ενώ το 1967 η μονάδα μεταφέρθηκε στην Κάτω Κηφισιά, όπου χτίστηκαν καινούριες εγκαταστάσεις.
Η εταιρεία εισήχθη στο ελληνικό χρηματιστήριο στις 16 Αυγούστου του 1972, ενώ στις αρχές του 1990 η οικογένεια Παπουτσάνη μεταβίβασε τις μετοχές στον όμιλο Δαυίδ.
Το 2001 δημιουργήθηκε το καινούριο εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων προσωπικής φροντίδας στη Ριτσώνα Ευβοίας, σε οικόπεδο 60.000 τ.μ. που εδρεύει το μεγάλο εργοστάσιο της επιχείρησης.