«Στη νέα ατομική της έκθεση με τίτλο Waltzing Matilda*, η Αλίκη Παλάσκα δημιουργεί ένα ζωγραφικό περιβάλλον που πλαισιώνει μια νέα σειρά γλυπτικών της έργων. Αυτοσχέδιοι σκελετοί που ενδύονται από χιλιάδες υφασμάτινα κουρέλια. Ανθρωπόμορφες φιγούρες, που άλλες έρχονται απ’ την ιστορία της τέχνης, όπως η δεσποινίδα επί των τιμών που παραστέκεται στη νεαρή πριγκίπισσα, απ’ το πίνακα Las Meninas, του Velázquez, κι άλλες απ’ την pop κουλτούρα, όπως ο κλώνος ήρωας απ’ το Star Wars, ή αυτή η φιγούρα μιας γκέισας, σταθερό σύμβολο ενός ανθεκτικού εξωτισμού.
Τα ζωγραφικά, όπως και τα γλυπτικά έργα της Παλάσκα, προδίδουν έναν τόνο απολαυσιακό. Ένα delirio πάθους που διεγείρει τη δημιουργική χειρονομία και τη δοκιμάζει στο ατέρμονο των εκδηλώσεών της. Υπάρχει μια καθήλωση εδώ, μια αποσβολωτική στιγμή που διανοίγεται μέσα στον χρόνο. […]
Ο αργός χρόνος αυτών των έργων κι η χειρονομία της χειροτεχνίας. Τα κουρελάκια της Παλάσκα φέρουν μια εργασία που αποκαλύπτει το υποκείμενό της σ’ έναν αργό, σχεδόν αμετακίνητο χρόνο, σ’ έναν χρόνο πέραν της κρίσης, όπως αποδείχτηκαν οι μοντέρνοι καιροί μας. Έτσι όπως συναρθρώνονται μεταξύ τους, στη μόνωση του εργαστηρίου, δεμένα το ένα με τ’ άλλο, υποστηρίζοντας την κατασκευή τους, εγγράφονται σε μια κουλτούρα που εμφανίστηκε τελευταία και επιχειρεί να βιώσει το μυστικό νόημα των παραδοσιακών χειροτεχνιών μέσα απ’ τη σύγχρονη εμπειρία, μια εμπειρία δοκιμασίας, αλλά και πολλών αντοχών. Τα γλυπτά αυτά μοιάζουν με σωρούς υφασμάτων, όπως «Η Αφροδίτη των κουρελιών», του Pistoletto, σχήματα εφήμερα, μεταβαλλόμενα. Η ταπεινή τους προσέλευση, από second hand ρούχα που η Παλάσκα κατά της διάρκεια της καραντίνας μάζευε εμμονικά, κι αυτοσχεδίαζε με τους σωρούς τους στο εργαστήριό της. Ένα σχόλιο πάνω στην υπερκατανάλωση, στο καταναλωτικό πάθος, που συσσωρεύει πάνω στον εξαντλημένο πλανήτη μας σκουπίδια. Υφάσματα και χρώματα που στο εργαστήριο της Παλάσκα άλλαζαν διαρκώς φόρμα και σχηματοποιούσαν αυτή την ίδια τη ζωή του εργαστηρίου και τις ανοικονόμητες μεταβολές του».
* Waltzing Matilda, από ένα στίχο του Tom Waits, που σημαίνει να ταξιδεύεις με τον βίο σου κρεμασμένο στη πλάτη σου. Οι κατασκευές κουρελιών της Αλίκης Παλάσκα, παραπέμπουν και σ’ αυτόν τον αυτοσχέδιο βίο και στους αέναους μετασχηματισμούς του.
Τη βραδιά των εγκαινίων, στις 8 μ.μ. θα πραγματοποιηθεί στον χώρο της έκθεσης μια περφόρμανς του Δημήτρη Αμελαδιώτη με τίτλο Πλέγμα όπου με απαγγελίες στίχων και τελετουργικές κινήσεις θα επιχειρήσει να συνομιλήσει με τα γλυπτικά έργα της Αλίκης Παλάσκα.
Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα:
Η Αλίκη Παλάσκα ζει και εργάζεται στην Αθήνα, σπούδασε στην ΑΣΚΤ ζωγραφική και γλυπτική στο εργαστήριο του Γιώργου Α. Λάππα και στο πανεπιστήμιο Concordia γλυπτική, κεραμική και ύφασμα.
Πρόσφατες ομαδικές και ατομικές εκθέσεις: 2024 Ink and Stone, (επιμέλεια Γεωργία Λιάπη), γκαλερί Ζουμπουλάκη, Αθήνα | 2023 Native Language, Back To Athens, Αθήνα, (επιμέλεια Αποστόλης Αρτινός) | 2022 Pott/Pott, (επιμέλεια Αποστόλης Αρτινός), Μουσείο Νεότερης Κεραμικής, Αθήνα | Power Objects (ατομική), Francoise Heitsh, Μόναχο | Icy Et La, Francoise Heitsh,- Maison d’ Artistes, Saint Raphaël | Revalue / I.Part, Francoise Heitsch, Μόναχο | Moving Waters, γκαλερί Έκφραση Γιάννα Γραμματοπούλου, Αθήνα | Αναφορά Περιπτώσεων (επιμέλεια Χριστόφορος Μαρίνος), γκαλερί Ζουμπουλάκη, Αθήνα | Dwellings and Imprints (ατομική), Francoise Heitsch, Μόναχο | 2016 Flying Over The Abyss (επιμέλεια Δημήτρης Παλαιοκρασσάς), NEON, Ωδείο Αθηνών | 2015 Terrapolis (επιμέλεια Iwona Blazwick), NEON και Whitechapel Gallery, Γαλλική Σχολή Αθηνών | Broken Identities / Breathing Space (ατομική), Francoise Heitsh, Μόναχο | Synthesis, (επιμέλεια Χριστίνα Πετρηνού), Francoise Heitsh, Μόναχο.
Διάρκεια έκθεσης: 10 Οκτωβρίου – 2 Νοεμβρίου 2024
Ώρες λειτουργίας: Τρ., Πέμ. & Παρ. 11.00 -20.00
Τετ. & Σάβ. 11.00 –15.00
Κυριακή & Δευτέρα κλειστά
Η ιδιόρρυθμη αγωνία
Του Αποστόλη Αρτινού
Στη νέα ατομική της έκθεση με τίτλο Waltzing Matilda*, η Αλίκη Παλάσκα δημιουργεί ένα ζωγραφικό περιβάλλον που πλαισιώνει μια νέα σειρά γλυπτικών της έργων. Αυτοσχέδιοι σκελετοί που ενδύονται από χιλιάδες υφασμάτινα κουρέλια. Ανθρωπόμορφες φιγούρες, που άλλες έρχονται απ’ την ιστορία της τέχνης, όπως η δεσποινίδα επί των τιμών που παραστέκεται στη νεαρή πριγκίπισσα, απ’ το πίνακα Las Meninas, του Velázquez, κι άλλες απ’ την pop κουλτούρα, όπως ο κλώνος ήρωας απ’ το Star Wars, ή αυτή η φιγούρα μιας γκέισας, σταθερό σύμβολο ενός ανθεκτικού εξωτισμού.
Τα ζωγραφικά, όπως και τα γλυπτικά έργα της Παλάσκα, προδίδουν έναν τόνο απολαυσιακό. Ένα delirio πάθους που διεγείρει τη δημιουργική χειρονομία και τη δοκιμάζει στο ατέρμονο των εκδηλώσεών της. Υπάρχει μια καθήλωση εδώ, μια αποσβολωτική στιγμή που διανοίγεται μέσα στον χρόνο. Ένα ξανά και ξανά, κάτι που προστίθεται, που προσδιορίζει τη διάρκειά του. Μια μέθεξη, που παράγει νόημα, ή μη νόημα, απαραιτήτως όμως απόλαυση. Αυτή η πολλαπλότητα του κόσμου που ιχνογραφείται εδώ, στην επαναληπτικότητα των σημείων του. Ό, τι προστίθεται πάνω σ’ αυτά τα έργα της Παλάσκα είναι κι ό, τι αφαιρείται απ’ αυτή την πολλαπλότητα, υπάρχει μόνο ένα πεδίο του ορατού, μία εικόνα, καμιά εικόνα, μόνον αυτό το κέντημα του χρόνου, η υπομονή του, που λένε κι οι Πατέρες, μια ενέργεια πένθους, πάθους θέλω να πω, όπου η χειρονομία εγκαταλείπεται, κι ένα κουρέλι δένεται μ’ ένα άλλο κουρέλι, κι ακόμη ένα, μια αλύσωση πάθους, πένθους θέλω να πω. Αυτό το πολλαπλό του κόσμου, το ασύστατο από αιώνων, που αποκαλύπτει και τη συνεκτικότητά του, που ’ναι κι αυτή η απόλυσή του, ένα παιγνίδισμα μόνο, σ’ αυτή την επιφάνεια των εικόνων, επιφάνεια, που διαθέτει όμως τις μορφές της, κάποιες φορές και τη χάρη τους.
Ο αργός χρόνος αυτών των έργων κι η χειρονομία της χειροτεχνίας. Τα κουρελάκια της Παλάσκα φέρουν μια εργασία που αποκαλύπτει το υποκείμενό της σ’ έναν αργό, σχεδόν αμετακίνητο χρόνο, σ’ έναν χρόνο πέραν της κρίσης, όπως αποδείχτηκαν οι μοντέρνοι καιροί μας. Έτσι όπως συναρθρώνονται μεταξύ τους, στη μόνωση του εργαστηρίου, δεμένα το ένα με τ’ άλλο, υποστηρίζοντας την κατασκευή τους, εγγράφονται σε μια κουλτούρα που εμφανίστηκε τελευταία και επιχειρεί να βιώσει το μυστικό νόημα των παραδοσιακών χειροτεχνιών μέσα απ’ τη σύγχρονη εμπειρία, μια εμπειρία δοκιμασίας, αλλά και πολλών αντοχών. Τα γλυπτά αυτά μοιάζουν με σωρούς υφασμάτων, όπως «Η Αφροδίτη των κουρελιών», του Pistoletto, σχήματα εφήμερα, μεταβαλλόμενα. Η ταπεινή τους προσέλευση, από second hand ρούχα που η Παλάσκα κατά της διάρκεια της καραντίνας μάζευε εμμονικά, κι αυτοσχεδίαζε με τους σωρούς τους στο εργαστήριό της. Ένα σχόλιο πάνω στην υπερκατανάλωση, στο καταναλωτικό πάθος, που συσσωρεύει πάνω στον εξαντλημένο πλανήτη μας σκουπίδια. Υφάσματα και χρώματα που στο εργαστήριο της Παλάσκα άλλαζαν διαρκώς φόρμα και σχηματοποιούσαν αυτή την ίδια τη ζωή του εργαστηρίου και τις ανοικονόμητες μεταβολές του. Οι χειρονομίες αυτών των έργων, οι αμήχανες και τολμηρές τους προσεγγίσεις, οι αυτοσχέδιοι σκελετοί που τα υποστηρίζουν, όλα θα μπορούσαν να ’ναι κι ένα σχόλιο πάνω σ’ αυτές τις μεταβολές των ημερών, στο εφήμερο ίχνος των πραγμάτων, στη τυχαιότητα των μορφικών τους εκδηλώσεων, όπως ο άνεμος που σκορπίζει και σωρεύει τα φύλλα εδώ κι εκεί, ή ο αέναος σχηματισμός των συννέφων. Η έμπνευση άλλωστε έχει πάντα μιαν αέρινη καταγωγή, και γι’ αυτό τα έργα της αφήνονται στους μεταβολισμούς τους, στη μεταμορφωτική τους δαπάνη, εγκαταλείπονται αδύναμα.
Όπως και στα ζωγραφικά έργα της Παλάσκα, που διασώζουν έναν ρυθμό, το δικό τους έστω, αλλά που μέσα τους όμως κάτι αντηχεί, κάτι άλλο, πάντα κάτι άλλο. Η ιδιορρυθμία μας είναι, εκ των πραγμάτων, μέρος κι ενός άλλου ρυθμού, που μας υπερβαίνει και μας συνέχει μαζί. Μια αυτόματη γραφή που εκθέτει τον εαυτό, αλλά και τις υπερβατικές του εξάρσεις. Υπάρχει ένας μυστικός επαναπροσδιορισμός εδώ, μια δυνατή εκκοσμίκευση, όπου το Ίδιον συναπαντάται με το Όλον, σ’ έναν κοινό τόπο, στον τόπο μιας ιδιόρρυθμης αγωνίας. Η τέχνη, αν κάτι κάνει, είναι να εκκοσμικεύει διαρκώς, κι ανεπιτυχώς βεβαίως, (πάντα κάτι θ’ αντιστέκεται), αυτό το ρυθμό του Έξω, να τον εκθέτει, να τον καθιστά ορατό. Μια γραφή κατακλυσμιαία, που η χειρονομία της δεν επιδέχεται σπουδής, μιας κι ο χρόνος της είναι ακαριαίος. Πρέπει ν’ αποτυπωθεί το φευγαλέο ίχνος, ν’ αποδοθεί η εν-τύπωσή του. Μια αφαιρετική, αφηρημένη προσέγγιση, που καθιερώνει τη δημιουργική διαδικασία ως μια ακόμη αποκαλυπτική πρακτική. Είμαστε όμως ήδη μέσα στο υπερβατολογικό, στο πεδίο των αρνητικών του εκφάνσεων, σε εικόνες που αντιστέκονται στη θεώρησή τους, στο αφηρημένο τους σχήμα, όπως αυτό αχνοφαίνεται μέσα στο έργο, και σ’ όλη τη δόξα της αδυναμίας του. Όχι το έργο, όχι τόσο το έργο, όσο η σιωπή του έργου, οι ώρες των αναμονών του, μέχρι κάτι απ’ όλο αυτό να εξέλθει, ν’ αποκαλυφθεί, να κάμψει την αντίστασή του. Πέραν αυτού του ρυθμού, τι άλλο αποκαλύπτεται σ’ αυτές τις ζωγραφικές επιφάνειες της Παλάσκα; Τίποτα! Ένας εσωτερικός μονόλογος μόνο που αντηχεί, ένα αργόσυρτο μουρμούρισμα που δεν καταλήγει, τ’ αναπαράστατο πάλι, τ’ ακατανόμαστο, η αδύνατη εικόνα, τα όρια της γλώσσας. Γι’ αυτό ονομάζω από-καλυπτικές αυτές τις δημιουργίες της Παλάσκα, γιατί αδυνατούν να κατονομάσουν τον κόσμο τους, κι αφήνουν τα πράγματα στ’ ανείπωτο, στη γλωσσική τους έλλειψη, και γι’ αυτό στη συνθωματική τους απόλαυση.
Τα έργα της Παλάσκα υπομένουν αυτή την έλλειψη. Το ίδιο το έργο άλλωστε είναι μια έλλειψη, ως έργο μιας γλωσσικής διαταραχής. Μια διαφορά μέσα στη γλώσσα του κόσμου, μια αρνητική παρουσία, που διανοίγει όμως, μέσα απ’ αυτή την αρνητικότητά του, και τη δυνατότητα μίας φανέρωσης πραγματικής. Στη πρακτική της Παλάσκα, η διαφορά αυτή, εγγράφεται, όχι μόνο μέσα στο σύνολο του έργου της, αλλά και μέσα στην ιστορία του κάθε έργου της ξεχωριστά, στις συνεχείς του απογοητεύσεις κι εξαρνήσεις. Μέχρι αυτό να φύγει απ’ τα χέρια της, βρίσκεται σ’ ένα καθεστώς συνεχούς μορφικής διαταραχής, που πολλές φορές τ’ αποσύρει στη λήθη του, στην οριστική του αποδόμηση, συνεπές έτσι πάντα στη διαφορά του. Το έργο που διασώζεται εν τέλει, είναι και το έργο που απώλεσε τη δύναμη αυτής της αδυναμίας, τη δύναμη της μοναδικής του απόσυρσης μέσα στο κόσμο. Το έργο βέβαια, αν και μαρτυρία του αοράτου, δεν είναι αόρατο, το έργο είναι ορατό, μιας ορατότητας όμως εκτεθειμένης στην ευθραυστότητα των ιχνών της, στη θεώρηση του ελαχίστου, αυτού, εν τέλει, του μηδενός.
Η αδυναμία αυτή είναι κι η σκηνή του έργου τέχνης, μια μάλιστα παραδειγματική σκηνή, όπου το υποκείμενο της δημιουργίας κυκλοφορεί σ’ όλο το εύρος αυτής της σκηνής φαντασματικά, δηλαδή ως ένα απρόσβλητο ενδιάμεσο αυτού που έρχεται απ’ Έξω. Ένα ενδιάμεσο που κομίζει μια γλώσσα, μιαν άλλη γλώσσα μέσα στη γλώσσα. Η μορφο-ποίηση της Τέχνης είναι εν τέλει μια ποιητική της αδυναμίας, και γι αυτό η ποιητική μιας καινοφανούς δυνατότητας. Το αναπαράστατο έτσι, στη ζωγραφική της Παλάσκα, οι παιγνιώδεις χειρονομίες της, και σ’ όλο το εύρος της δουλειάς της, μαρτυρούν όχι τόσο μια κατοχυρωμένη γνώση ενός εικονογραφικού πεδίου, όσο αδύνατες στιγμές αυτού που υπερέχει και μας εγκαταλείπει όλους, σαγηνευμένους κι απορημένους, στον αρνητικό του ορίζοντα. Κάτι εκλείπει εδώ, κάτι στις γλωσσικές αναπαραστάσεις μας πάντα θα εκλείπει, πάντα κάτι θα μας διαφεύγει, κάτι κρίσιμο, που ο Lacan θα ονομάσει βλέμμα. Μια έλλειψη που το έργο της Τέχνης τη φέρει μέσα του, την εγείρει, και γίνεται ο άξονας του ίδιου του διασυρμού του.
* Waltzing Matilda, από ένα στίχο του Tom Waits, που σημαίνει να ταξιδεύεις με τον βίο σου κρεμασμένο στη πλάτη σου. Οι κατασκευές κουρελιών της Αλίκης Παλάσκα, παραπέμπουν και σ’ αυτόν τον αυτοσχέδιο βίο και στους αέναους μετασχηματισμούς του.
Το κείμενο του Αποστόλη Αρτινού γράφτηκε με αφορμή την ατομική έκθεση της Αλίκης Παλάσκα στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, τον Οκτώβριο του 2024.