Το παραδοσιακό έθιμο με τη λαγάνα, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο νηστίσιμο τραπέζι την Καθαρά Δευτέρα.
Η λαγάνα είναι άζυμος άρτος, που σημαίνει ότι παρασκευάζεται χωρίς προζύμι και φαίνεται, σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ότι χρησιμοποιήθηκε από τους Ισραηλίτες κατά τη νύχτα της Εξόδου τους από την Αίγυπτο, υπό την καθοδήγηση του Μωυσή.
Έκτοτε, επιβαλλόταν από τον Μωσαϊκό Νόμο για όλες τις ημέρες της εορτής του Πάσχα, μέχρι που ο Χριστός στο τελευταίο του Πάσχα ευλόγησε τον ένζυμο άρτο.
Η πατροπαράδοτη λαγάνα είναι γαστρονομικά συνυφασμένη με την Καθαρά Δευτέρα και κυριαρχεί ανάμεσα στα διάφορα νηστίσιμα εδέσματα της ημέρας.
Σύμφωνα με την παράδοση, η Καθαρά Δευτέρα προσφέρει στους χριστιανούς την ευκαιρία να «καθαριστούν» σωματικά και πνευματικά από την κρεατοφαγία της Αποκριάς και να προετοιμαστούν για την περίοδο της Σαρακοστής.
Τα αρτοποιεία μένουν ανοικτά τη συγκεκριμένη μέρα, αντίθετα με τα περισσότερα εμπορικά καταστήματα, αποκλειστικά για την παρασκευή και την διάθεση της λαγάνας.
Η ιστορία του εθίμου της λαγάνας ξεκινά αιώνες πριν.
Η λαγάνα και η ιστορία της
O γνωστός Κεφαλλονίτης λαογράφος Δημ. Σ. Λουκάτος (1908-2003) αναφέρει σε ένα από τα βιβλία του για τη «Λαογραφία και Παράδοση», (Πασχαλινά και της Άνοιξης – 1980): «Tην πρώτη της Σαρακοστής “Kαθαρή” γιατί ο χριστιανός “καθαίρεται” ψυχικά και διατροφικά. Bγαίνει στο ύπαιθρο, ακριβώς για να τονίσει την έννοια του καθαρμού, ενώ οι νοικοκυρές καθαρίζουν τα σκεύη της κουζίνας (και το σπίτι) για μια νέα περίοδο κατανυκτικής εγκράτειας. Aκόμα και το ψωμί της ημέρας ζυμώνεται νηστίσιμο, σαν τα άζυμα της Παλαιάς Διαθήκης, η λαγάνα, που δεν λείπει από κανένα τραπέζι».
Σήμερα οι αρτοποιοί πιστοί στις παραδόσεις του λαού μας παρασκευάζουν την Καθαρή Δευτέρα τις λαγάνες συμβάλλοντας έτσι στην διατήρηση αυτού του σπουδαίου εθίμου, ώστε να μην περάσει στη λήθη από τις νέες γενεές.
«Το γλύκισμα των φτωχών»
Η ιστορία της λαγάνας διατρέχει όλη τη διατροφική παράδοση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ο Αριστοφάνης στις «Εκκλησιάζουσες» λέει «Λαγάνα πέττεται», ενώ ο Οράτιος στα κείμενά του, αναφέρει τη λαγάνα ως «Το γλύκισμα των φτωχών».
Το έθιμο της λαγάνας παρέμεινε αναλλοίωτο ανά τους αιώνες και συνηθίζεται να παρασκευάζεται με μεράκι από τον αρτοποιό της γειτονιάς, τραγανή λαχταριστή και σουσαμένια και να καταναλώνεται κατά την Καθαρά Δευτέρα, την Πρωτονήστιμη Δευτέρα της Σαρακοστής.
Από πού πήρε το όνομά της η Καθαρά Δευτέρα
Η ονομασία προήλθε από τη συνήθεια που είχαν οι νοικοκυρές το πρωί της ημέρας αυτής, να πλένουν με ζεστό νερό και στάχτη όλα τα μαγειρικά σκεύη, ως «ημέρα κάθαρσης». Στη συνέχεια τα κρεμούσαν στη θέση τους, όπου και παρέμεναν μέχρι τη λήξη της νηστείας. Επίσης, κατά την ημέρα αυτή εξέρχονταν όλοι οικογενειακώς στην ύπαιθρο και έστρωναν κάτω στη γη και έτρωγαν νηστίσιμα φαγητά όπως χαλβά, ελιές, ταραμά και -φυσικά- λαγάνα.
Από παλιά, η Καθαρά Δευτέρα πέρασε στη συνείδηση του λαού σαν μέρα καθαρμού. Οι βυζαντινοί την Καθαρά Δευτέρα την ονόμαζαν Απόθεση -Απόδοση και τελούσαν δρώμενα. Τραγουδούσαν σχετικά άσματα, από τα οποία έχουν σωθεί μικρά μέρη μέχρι στις μέρες μας. «Ίδε το έαρ το καλόν πάλιν επανατέλλει, φέρον υγείαν και χαρά και την ευημερίαν».