Η Γεωργία Βασιλειάδου, ακόμη και σήμερα λατρεύεται για τους ρόλους της γεροντοκόρης, της καφετζούς και της θείας από το Σικάγο. Η ηθοποιός που μετέτρεψε την «ασχήμια» της σε προτέρημα και κατάφερε να περάσει το μήνυμα ότι ο άνθρωπος δεν κρίνεται από την εξωτερική εμφάνιση, αλλά από την εσωτερική γοητεία, το ταλέντο και το μεγαλείο της ψυχής.
Το σκληρό πρόσωπο της ζωής και η βιοπάλη
Η Γεωργία Βασιλειάδου, κατά κόσμον Γεωργία Αθανασίου, γεννήθηκε στην Αθήνα στην περιοχή της Κυψέλης, την 1η Ιανουαρίου του’ 1897 σε μια οικογένεια με δέκα παιδιά. Το πραγματικό της όνομα το άλλαξε σε Βασιλειάδου, όταν αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με το τραγούδι και την υποκριτική. Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός του Στρατού και σκοτώθηκε σε ηλικία 32 ετών, όταν έπεσε από το άλογό του. Ο θάνατος του σημάδεψε τη μικρή Γεωργία. Εκτός από τον πόνο της απώλειας και της ορφάνιας, ήρθε αντιμέτωπη και με τη φτώχεια, που σαν κατάρα την κυνηγούσε για πολλά χρόνια…
Ήταν, μόλις 7 χρόνων όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να βγει στη βιοπάλη. Έπρεπε να βοηθήσει τη χήρα μάνα της, που κλήθηκε να αναθρέψει 10 ανήλικα στόματα, σε εποχές δύσκολες. Έτσι, μικρό κοριτσάκι βρέθηκε να βοηθά το θείο της στο κορνιζάδικό του. Και στις λίγες ελεύθερες ώρες της, ανακάλυπτε την παιδική της ανεμελιά μέσα από το τραγούδι. Ήταν η μόνη διέξοδος από τη σκληρή πραγματικότητα.
Έτσι, στα 11 της χρόνια έχασε και τη μάνα της και ξέχασε πια για τα καλά την παιδική ανεμελιά και το παιχνίδι. Όχι, όμως, και το τραγούδι. Τα επόμενα χρόνια της παιδικής, αλλά και της ενήλικης ζωής της ήταν ένας διαρκής αγώνας με την οικονομική ανέχεια, αλλά και τα ταμπού της εποχής, που λίγο έλειψαν να στερήσουν στον κόσμο, την «κωμικιά των κωμικών», όπως συνήθιζε να λέει για την Βασιλειάδου, ο άλλος σπουδαίος ηθοποιός Κώστας Χατζηχρήστος.
Τα πρώτα βήματα και ο αποτυχημένος γάμος
Την πρώτη της καλλιτεχνική εμφάνιση έκανε το 1922 σαν μέλος της χορωδίας του Θεάτρου Ολύμπια, στο έργο Ερνάνη του Τζουζέπε Βέρντι, μάλλον συμπτωματικά οπότε και ξεκίνησε τις σπουδές της στην Γεννάδειο Σχολή το 1923 και κατόπιν εμφανίστηκε σε διάφορες όπερες. Εργάστηκε σε μεγάλα θεατρικά σχήματα της εποχής με τους Κυβέλη, Μαρίκα Κοτοπούλη, Δημήτρη Μυράτ, ερμηνεύοντας ποικίλους ρόλους.
Το 1930 αποφάσισε να σταματήσει το θέατρο, έπειτα από έναν αποτυχημένο γάμο και την απόφασή της να αφοσιωθεί στην κόρη της. Λίγο μετά, όμως, ο Αλέκος Σακελλάριος έψαχνε μια καρατερίστα για τον ρόλο μιας κουτσομπόλας, στη μουσική κωμωδία του «Κορίτσια για Παντρειά». Μετά από πολλά την ανακάλυψε στο γνωστό καφενείο της Ομόνοιας «Το Στέμμα», στέκι των ηθοποιών – κυρίως κομπάρσων και δευτεραγωνιστών. Αρχικά πίστεψε ότι είναι κάποια μητέρα ηθοποιού, μέχρι να μάθει ότι ήταν ηθοποιός έτοιμη να τα παρατήσει. Την πλησίασε και παρά τους δισταγμούς της την έπεισε να παίξει στο έργο του. Η επιτυχία της μοναδική.
Το νέο ξεκίνημα και η επιτυχία
Έτσι στα σαράντα δύο της χρόνια, κάνει ένα νέο δυναμικό ξεκίνημα και με το έμφυτο ταλέντο της κατακτάει αμέσως το κοινό. Ο Αλέκος Σακελλάριος, της προσέφερε ένα ρόλο το 1939 στα «Κορίτσια της παντρειάς», που έγινε η αφορμή για το ξεκίνημα μιας δεύτερης, αλλά περισσότερο γνωστής καριέρας – αυτή τη φορά ως «ομορφότερης άσχημης» του ελληνικού κινηματογράφου, -όπως χαρακτηρίστηκε. Στην εταιρεία της Φίνος Φιλμ έγιναν οι μεγάλες της επιτυχίες όπως: «Η ωραία των Αθηνών»,« Η θεία απ΄ το Σικάγο», «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» και πολλές άλλες…
Το τέλος
Έλαβε μέρος και στην τηλεοπτική σειρά «Ο Χριστός ξαναστρώνεται», σε μεγάλη πια ηλικία. Μετά, αποσύρθηκε εντελώς. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Φεβρουαρίου το 1980, σε ηλικία 83 ετών, αφήνοντας πίσω της ένα σπουδαίο έργο.