Συνεχίζεται η τάση αύξησης του ποσοστού του πληθυσμού που νοικιάζει το σπίτι στο οποίο μένει, ενώ αντίστοιχα το ποσοστό ιδιοκατοίκησης βαίνει μειούμενο. Οσο μάλιστα οι τιμές πώλησης συνεχίζουν το ράλι τους, η τάση αυτή όχι μόνο θα εδραιώνεται, αλλά και θα εντείνεται ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο πρόσφατο παρατηρητήριο αξιών διαμερισμάτων της Geoaxis, εταιρείας πιστοποιημένων εκτιμητών, μόνο κατά την τριετία από το 2019 έως το 2022, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα υποχώρησε από το 75,4% που ήταν πριν από την πανδημία, στο 72,8% το 2022. Το νούμερο αυτό του 2,6% αντιστοιχεί σε 102.695 κατοικίες, που σημαίνει ότι οι άνθρωποι αυτοί που προχώρησαν σε πώληση του σπιτιού τους, δεν αγόρασαν κάποιο άλλο, αλλά επέλεξαν να μείνουν στο ενοίκιο.

Αντίστοιχα, σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, όσοι νοικιάζουν αποτελούν πλέον το 27,2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, έναντι 24,6% που ήταν το σχετικό ποσοστό το 2019.

Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις φορέων της αγοράς ακινήτων, στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης το ποσοστό των ενοικιαστών είναι σημαντικά υψηλότερο, ενδεχομένως ακόμη και πάνω από το 35% των κατοίκων. Αυτό συμβαίνει επειδή πολλοί ιδιοκτήτες κατοικιών τυγχάνει να εργάζονται στις δύο μεγάλες πόλεις της χώρας, μακριά δηλαδή από τον τόπο της δικής τους κατοικίας.

Σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Ξυλά, επικεφαλής της Geoaxis, αυτό που καταγράφεται ως τάση και στην Ελλάδα, αλλά ασφαλώς και σε πολλές χώρες του εξωτερικού, είναι η αδυναμία όλο και περισσότερων νέων να εισέλθουν στην αγορά κατοικίας και να στρέφονται υποχρεωτικά στο ενοίκιο. «Πρόκειται για τη λεγόμενη Generation Rent, τη γενιά των ενοικιαστών δηλαδή. Αυτή θα κυριαρχήσει τις επόμενες δεκαετίες, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες με υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης, όπως η Ισπανία», σημειώνει ο κ. Ξυλάς. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat που παρουσιάζει η Geoaxis, κατά τη δεκαετία από τον Ιανουάριο του 2013 έως τον Ιανουάριο του 2023, η μέση ετήσια αύξηση του βασικού μισθού δεν ξεπέρασε το 2%. Την ίδια περίοδο, η μέση αύξηση των τιμών των κατοικιών στις περιοχές που παρακολουθεί το παρατηρητήριο της εταιρείας (Μαρούσι, Αμπελόκηποι, Περιστέρι, Παλαιό Φάληρο) ανήλθε σε 49%.

Αξίζει να αναφερθεί ότι μόνο κατά την τελευταία διετία, δηλαδή από το τρίτο τρίμηνο του 2022 μέχρι και το φετινό τρίτο τρίμηνο, οι τιμές πώλησης κατοικιών στις παραπάνω περιοχές αυξήθηκαν κατά 24,7% σε ό,τι αφορά νέες κατασκευές (έως πέντε ετών) και κατά 22,68% για παλιότερα ακίνητα (άνω των 35 ετών). Αντίστοιχα, μόνο κατά τη διάρκεια του τελευταίου 12μήνου, η αύξηση διαμορφώθηκε σε 8,5% για τα νέα και σε 7,81% για τα παλιότερα ακίνητα. Σε βάθος δεκαετίας (από το 2015 έως φέτος), η μέση αύξηση της αξίας κάθε τύπου διαμερίσματος μετρήθηκε κοντά στο 80%, οδεύοντας προς τον διπλασιασμό της τιμής. Συγκεκριμένα, οι τιμές πώλησης των νέων ακινήτων αυξήθηκαν κατά 85% κι εκείνες των παλιότερων κατά 78%.

Ειδικότερα, η μέση τιμή πώλησης παλιότερων ακινήτων στον Χολαργό αυξήθηκαν κατά 8,8% σε 2.430 ευρώ/τ.μ., στο Μαρούσι κατά 8,11% σε 2.000 ευρώ/τ.μ., ενώ ανάλογη ήταν και η αύξηση στο Παλαιό Φάληρο, όπου η μέση τιμή διαμορφώνεται πλέον σε 1.895 ευρώ/τ.μ. Στους Αμπελοκήπους, η μέση τιμή αγγίζει τα 1.560 ευρώ/τ.μ., αυξημένη κατά 7,21% από πέρυσι, ενώ στο Περιστέρι, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 6,8% σε 1.590 ευρώ/τ.μ.

Σύμφωνα με την ανάλυση της Geoaxis, οι τιμές θα συνεχίσουν την ανοδική πορεία τους, τουλάχιστον για το επόμενο 12μηνο, αφού δεν προβλέπεται να μειωθεί η ζήτηση από το εξωτερικό, λόγω του ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι φθηνή αγορά για πολλούς επενδυτές, ενώ αποτελεί και πυρήνα ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή, στοιχείο επίσης σημαντικό.

Παράλληλα, συνεχίζεται και η ζήτηση από Ελληνες αγοραστές (θεσμικούς και μη), που ενδιαφέρονται για την απόκτηση ακινήτου, ιδίως σε καλές περιοχές των βορείων και δευτερευόντως και των νοτίων προαστίων. Σημαντικό στοιχείο για την αύξηση των τιμών, ιδίως στις νέες κατασκευές, είναι και η υποχρέωση υιοθέτησης νέων και ακριβών τεχνολογιών εξοικονόμησης ενέργειας, ή ακόμη και πιο οικολογικών υλικών, που επίσης αυξάνουν το κατασκευαστικό κόστος και συνεπώς και τις τιμές πώλησης, συμπαρασύροντας και όλη την αγορά προς τα άνω.