Γεμάτες από καρχαρίες και σαλάχια θεωρούνται οι ελληνικές θάλασσες, όπως προκύπτει από καταγραφές των τελευταίων 90 χρόνων, που συγκέντρωσε η περιβαλλοντική οργάνωση iSea.
Συνολικά εντοπίστηκαν σε διαφορετικές πηγές δεδομένων, 4540 καταγραφές για 33 είδη καρχαρία, 29 είδη βάτων και σαλαχιών και μία χίμαιρα, αποδεικνύοντας τον πλούτο των ελληνικών θαλασσών για τα συγκεκριμένα είδη τις τελευταίες 9 δεκαετίες.
Τη σχετική μελέτη διεξήγαγε η περιβαλλοντολόγος και υπεύθυνη προγραμμάτων της iSea, Ρωξάνη Ναασάν Αγά – Σπυριδοπούλου. Τα ευρήματά της μιλούν για την παρουσία και κατανομή των χονδριχθύων (βατοειδή, όπου ανήκουν τα σαλάχια, καρχαρίες, χίμαιρες), ενώ η ίδια εργάστηκε βασιζόμενη -μεταξύ άλλων- σε πτυχιακές εργασίες, κοινωνικά δίκτυα και ΜΜΕ, βάσεις δεδομένων βιοποικιλότητας, Επιστήμη των Πολιτών, επίσημες κυβερνητικές εκθέσεις και ερευνητικά έργα.
Χαρακτηριστικό της μελέτης είναι το γεγονός ότι από το σύνολο των καταγραφών, σχεδόν το 55% δεν είναι δημοσιευμένες σε κάποιο επιστημονικό περιοδικό, ενώ το 20% προέρχεται από την Επιστήμη των Πολιτών.
«Παράλληλα, στις 9 δεκαετίες που εξετάστηκαν, μόνο από το 2010 έως το 2023 συναντήσαμε περισσότερες από 2500 καταγραφές, κάτι που δείχνει πόσο τα τελευταία χρόνια έχουμε αυξήσει τη γνώση μας γι’ αυτά τα είδη, που είναι τόσο σημαντικά ως κορυφαίοι θηρευτές», τονίζει η ερευνήτρια.
Η ίδια δημιούργησε και χάρτη με όλες τις καταγραφές που έγιναν τα τελευταία 90 χρόνια, με αποτέλεσμα, όπως λέει η ίδια, να μην μπορεί να βρει ένα σημείο σε θαλάσσια περιοχή, όπου να μην έχουν παρουσία οι καρχαρίες και τα σαλάχια.
«Οι ελληνικές θάλασσες είναι γνωστό ότι φιλοξενούν μια ποικιλία χονδριχθίων, η παρουσία των οποίων έχει τεκμηριωθεί από την εποχή του Αριστοτέλη. Ωστόσο, μόνο τις δύο τελευταίες δεκαετίες πραγματοποιείται συστηματική επιστημονική έρευνα σχετικά με τα χονδριχθιακά. Αυτό κλείνει σταδιακά το κενό της γνώσης σχετικά με την οικολογία και τη βιολογία αυτών των ειδών αλλά οι πληροφορίες σχετικά με τη χωρική κατανομή τους εξακολουθούν να είναι σπάνιες, με περιορισμένο αριθμό μελετών που παρέχουν τέτοια δεδομένα και επικεντρώνονται κυρίως σε βιολογικές και σχετικές με την αλιεία παραμέτρους με χαμηλή ταξινομική ή/και χωρική ανάλυση», καταλήγει.
«Στόχος της μελέτης, που βασίστηκε σε διαφορετικές πηγές δεδομένων, ήταν να αποτελέσει τη βάση έτσι ώστε να στηθούν καινούργια ερευνητικά προγράμματα, να έχουμε καλύτερη εικόνα για την κατανομή των συγκεκριμένων ειδών και με βάση ενός χάρτη καταγραφών, να επικεντρώσουμε τις έρευνες σε συγκριμένα σημεία», ανέφερε στο Αθηναϊκό/ Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η κ. Σπυριδοπούλου, τονίζοντας ότι θα αποτελέσει και «μπούσουλα» για επόμενες μελέτες.
Περισσότερα στοιχεία για τη μελέτη θα παρουσιαστούν στο Συνέδριο της Πανευρωπαϊκής Ένωσης για τους Καρχαρίες και τα Σαλάχια (ΕΕΑ 2024), που θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη, από τις 21 έως τις 24 Οκτωβρίου υπό την αιγίδα της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και του δήμου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη διοργάνωση για τους καρχαρίες και τα σαλάχια, που αποτελεί ορόσημο για όσους μελετούν κι εργάζονται για την προστασία των μοναδικών αυτών ειδών. Φέτος, η θεματική, που θα φέρει κοντά συμμετέχοντες από όλη την Ευρώπη, τη Μεσόγειο, αλλά και πέρα από αυτήν, είναι η «Ισχυρότερη συνεργασία για αποτελεσματικότερη προστασία», με στόχο την ενίσχυση της διευρυμένης διεπιστημονικής συνεργασίας, την αύξηση των ευκαιριών που έχουν οι νέοι ερευνητές, καθώς και την αύξηση της εκπροσώπησης περιοχών, όπως τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή, από όπου τα δεδομένα και οι γνώσεις για τους καρχαρίες και τα σαλάχια είναι συχνά περιορισμένα.