Ακόμη και το «φράγμα» των 47 δισ. ευρώ μπορούν να ξεπεράσουν τα φορολογικά έσοδα του 2022, με το υπουργείο Οικονομικών να αναθεωρεί από τώρα προς τα πάνω τον στόχο.
Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα θα αρχίσουν να πληρώνουν και παρακράτηση φόρου μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% από την 1η Μαΐου. Εργαζόμενοι και επιχειρήσεις θα παραλάβουν «βαρύτερο» εκκαθαριστικό μετά την υποβολή της φετινής φορολογικής δήλωσης, καθώς έχουν αυξηθεί το 2021 τα ονομαστικά εισοδήματα συγκριτικά με το 2020 της πανδημίας και των αναστολών συμβάσεων εργασίας ή διακοπής λειτουργίας επιχειρήσεων. Και το σύνολο των πολιτών της χώρας θα καταβάλει πολύ περισσότερο ΦΠΑ σε σχέση με ό,τι είχε προϋπολογιστεί, και αυτό εξαιτίας του πολύ υψηλού πληθωρισμού ο οποίος για το 2022 προβλέπεται ότι θα ξεπεράσει το 5% σε μέσο ετήσιο επίπεδο, όπως αναφέρει ρεπορτάζ της Καθημερινής.
Μία από τις αναθεωρήσεις στόχων για τη φετινή χρονιά, στις οποίες προχώρησε ήδη το υπουργείο Οικονομικών καταθέτοντας το αναθεωρημένο σύμφωνο σταθερότητας, αφορά την πρόβλεψη των φορολογικών εσόδων. Μπορεί το έλλειμμα να προβλέπεται ότι θα κλείσει σε υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με αυτά που είχαν προϋπολογιστεί, ωστόσο αυτό οφείλεται αποκλειστικά στο σκέλος των δαπανών και στα δύο δισ. ευρώ που προστέθηκαν προ ημερών προκειμένου να καλυφθεί το αυξημένο ενεργειακό κόστος.
Τα φορολογικά έσοδα θα κινηθούν πάνω από τις προβλέψεις, κυρίως για τους ακόλουθους λόγους:
1. Επιτυγχάνεται η λεγόμενη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: Πρώτον, διότι μειώνεται η ανεργία –κάτι που σημαίνει ότι με την καταβολή της μισθοδοσίας γίνεται και η σχετική παρακράτηση φόρου– και δεύτερον, διότι αυξάνεται ο αριθμός των μισθωτών που περνούν το «αφορολόγητο», οπότε ξεκινούν να υπόκεινται και αυτοί σε παρακράτηση φόρου. Αυτό θα φανεί ιδιαίτερα έντονα στα φορολογικά έσοδα του Μαΐου, καθώς με την εκκαθάριση του νέου κατώτατου μισθού θα κληθούν να πληρώσουν φόρο –έστω και λίγα ευρώ μηνιαίως– και οι έχοντες τον κατώτατο μισθό. Ειδικά όσοι έχουν περισσότερες από μία τριετίες συμπληρωμένες μέχρι και το τέλος του 2012, θα δουν στο εκκαθαριστικό σημαντική αύξηση της παρακράτησης. Δηλαδή, εργαζόμενος με συμπληρωμένα 10 χρόνια προϋπηρεσίας που αμείβεται μέχρι σήμερα με 928 ευρώ μεικτά, υπόκειται σε παρακράτηση φόρου 27 ευρώ τον μήνα. Από την 1η Μαΐου, οι μεικτές αποδοχές θα αναπροσαρμοστούν στα 998 ευρώ και η παρακράτηση φόρου θα αυξηθεί κατά 13 ευρώ φτάνοντας στα 40,17 ευρώ ανά μήνα.
2. Το 2021, η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε σημαντική αύξηση των ονομαστικών αποδοχών μεταξύ άλλων και των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, κάτι το οποίο σημαίνει ότι θα καταγραφεί και αύξηση του φόρου που θα κληθούν να πληρώσουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι μέσω του εκκαθαριστικού. Αυτό θα φανεί πιο έντονα κυρίως στους εργαζόμενους με δύο πηγές εισοδήματος. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχει γίνει φέτος τιμαριθμική αναπροσαρμογή της φορολογικής κλίμακας, κάτι που σημαίνει ότι το αυξημένο εισόδημα θα φορολογηθεί και με μεγαλύτερο φορολογικό συντελεστή. Σε ένα βαθμό, η αύξηση των εισοδημάτων είχε προϋπολογιστεί κατά τη σύνταξη του προϋπολογισμού. Ωστόσο, το τελικό ποσοστό που έχει καταγραφεί ήταν μεγαλύτερο των αρχικών εκτιμήσεων.
3. Μεγαλύτερη των αρχικών προβλέψεων ήταν και η τελική αύξηση των εσόδων και των κερδών των επιχειρήσεων μέσα στο 2021. Αυτό σημαίνει ότι αναμένεται υπεραπόδοση και στον φόρο νομικών προσώπων. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες από το 24% στο 22% έχει προϋπολογιστεί, η εμφάνιση πολύ αυξημένων κερδών όχι σε τέτοιο βαθμό.
4. Τη μεγάλη διαφορά αναμένεται να κάνουν τα έσοδα του ΦΠΑ. Η αύξηση μέσα στο 2022 σε σχέση με το 2021 ήταν προεξοφλημένη, καθώς για το πρώτο 5μηνο του 2021 επιβλήθηκαν περιορισμοί στη λειτουργία του εμπορίου που δεν έχουν επιβληθεί το 2022. Αυτό σημαίνει αυξημένος όγκος πωλήσεων σε πολλά αγαθά τουλάχιστον για το πρώτο 5μηνο. Στο σύνολο του έτους, αυτό που θα κάνει τη διαφορά, είναι ο πολύ μεγάλος πληθωρισμός με ποσοστά της τάξεως του 9% σε μηνιαία βάση, η αύξηση των τιμών είναι ταχύτερη σε σχέση με τη μείωση της κατανάλωσης που μπορεί να προκαλέσει το κύμα ακρίβειας, και αυτό αποτυπώνεται και με σημαντική αύξηση του ΦΠΑ η οποία έχει ήδη φανεί στο πρώτο τρίμηνο και όχι μόνο εξαιτίας των καυσίμων.
Υπάρχει και μια πηγή φορολογικών εσόδων η οποία αναμένεται να αποφέρει λιγότερα φορολογικά έσοδα σε σχέση με αυτά που είχαν προϋπολογιστεί. Αυτή είναι ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στην ενέργεια. Το υπουργείο Οικονομικών περιμένει ότι το 2022 θα κλείσει με σημαντική μείωση στην κατανάλωση καυσίμων συγκριτικά με το 2019, που ήταν και το τελευταίο έτος που δεν έχει επηρεαστεί από τον παράγοντα πανδημία. Η μείωση έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται έντονα από τον Απρίλιο (σ.σ. το πρώτο τρίμηνο δεν είναι και τόσο ενδεικτικό καθώς υπήρχε η σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2021 που είχαμε καραντίνα) και προφανώς αποδίδεται στην εκτόξευση των τιμών. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης υπολογίζεται με σταθερό ποσό ανά λίτρο στα καύσιμα γι’ αυτό και η τελική απόδοσή του εξαρτάται αποκλειστικά από τον όγκο πωλήσεων.