Για ζημίες ύψους 160 δισ. ευρώ (ή 0,2% ετησίως του συνολικού ΑΕΠ της Ευρωζώνης) στους ισολογισμούς των κεντρικών τραπεζών του ευρωσυστήματος για την περίοδο 2024-2028, κάνει λόγο ο οίκος Fitch Ratings.
Ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης αναφέρει ως αιτία τις υψηλότερες δαπάνες για τόκους στα αποθεματικά των εμπορικών τραπεζών, προβλέποντας παράλληλα ότι η «μαύρη τρύπα» θα αρχίσει να υποχωρεί μόλις η ΕΚΤ προχωρήσει σε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και σε συρρίκνωση του υπέρογκου ισολογισμού της. Όπως εξηγεί, τα αποθεματικά ενισχύθηκαν την τελευταία δεκαετία από την ποσοτική χαλάρωση μεγάλης κλίμακας (QE).
Αυτές οι ζημίες θα πλήξουν τα κεφάλαια των κεντρικών τραπεζών και θα αποκλείσουν τις μεταφορές κεφαλαίων προς τις κυβερνήσεις, ασκώντας πρόσθετη πίεση στα δημόσια οικονομικά. Ο Fitch δεν αναμένει επί του παρόντος άμεσες επιπτώσεις από τις απώλειες του Ευρωσυστήματος. Από τις τέσσερις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, η Bundesbank και η Banque de France θα πληγούν περισσότερο.
Ο οίκος δεν αναμένει ότι τα κέρδη και οι ζημίες θα επηρεάσουν τη νομισματική πολιτική. Οι κίνδυνοι για την αξιοπιστία της νομισματικής πολιτικής από τις επίμονες απώλειες μειώνονται από το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις είναι απίθανο να χρειαστεί να τις ανακεφαλαιοποιήσουν», σχολιάζει η Fitch.
Οι κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος έχουν επίσης υποστεί ζημίες έως και 3% του ΑΕΠ της Eυρωζώνης από ομόλογα με αρνητική απόδοση που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της ποσοτικής χαλάρωσης, επισημαίνεται. Αυτές οι ζημίες όμως θα έπρεπε να αναγνωριστούν μόνο εάν οι τίτλοι πωληθούν πριν από τη λήξη.
Όπως επισημαίνεται, η ζημία για τις εθνικές κυβερνήσεις των κεντρικών τραπεζών είναι πιθανό να περιοριστεί στη συνεισφορά του προϋπολογισμού των εθνικών κεντρικών τραπεζών (κατά μέσο όρο 0,1%-0,2% του ΑΕΠ ετησίως ), η οποία ενισχύθηκε στην εποχή της ποσοτικής χαλάρωσης.