Μετά από 20 χρόνια παρουσίας στο Αφγανιστάν, το ΝΑΤΟ είχε ανακοινώσει στις 29 Απριλίου την έναρξη της απομάκρυνσης των στρατευμάτων του από τη χώρα.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είχε ορίσει –τι τραγική ειρωνεία– ως τελική ημερομηνία αποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν την 11η Σεπτεμβρίου, δηλαδή την 20ή επέτειο των τρομοκρατικών επιθέσεων.
Άλλωστε ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε διαμηνύσει τον Μάιο προς τον Αφγανό ομόλογό του, Άσραφ Γάνι, ότι «οι Αφγανοί θα πρέπει να καθορίσουν το μέλλον τους, τι θέλουν να κάνουν», με τον Γάνι να απαντά ότι δουλειά του τώρα είναι «να διαχειριστώ τις επιπτώσεις» της αποχώρησης των ΗΠΑ.
Πράγματι, στις αρχές Ιουλίου οι Αμερικανοί εγκατέλειψαν το Μπαγκράμ, την σημαντικότερη στρατιωτική βάση τους στο Αφγανιστάν, και κάπου σε εκείνο το χρονικό σημείο «στρώθηκε το χαλί» για την επάνοδο των Ταλιμπάν.
Ο Πρόεδρος Γάνι όχι απλά δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τις επιπτώσεις από την αποχώρηση των ΗΠΑ, αλλά τράπηκε και σε φυγή για να αποφύγει η χώρα του το «λουτρό αίματος» όπως είπε.
Όμως, ήταν έκπληξη το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στο Αφγανιστάν, μετά την εσπευσμένη και πρόχειρη αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα; Αν κανείς παρακολουθούσε τις αναλύσεις των ειδικών ή ίσως και τα λεγόμενα του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος είχε κρούσει πολλάκις το «καμπανάκι» του κινδύνου για το Αφγανιστάν, τότε μπορούμε να πούμε πως ΗΠΑ και ΝΑΤΟ έπαιξαν στα ζάρια την τύχη μιας χώρας και ενός βασανισμένου λαού, και ιδιαίτερα του γυναικείου πληθυσμού του.
Πριν 12 χρόνια, ο Χένρι Κίσινγκερ έγραφε στη «Herald Tribune» ότι «η Αμερική ακολουθούσε κλασικές τακτικές εναντίον του αντάρτικου: δημιουργία μιας κεντρικής κυβέρνησης, ενίσχυσή της ώστε να επεκτείνει την εξουσία της σε όλη τη χώρα, και προώθηση στο μεταξύ μας σύγχρονης δημοκρατικής κοινωνίας. Ωστόσο, η στρατηγική αυτή δεν μπορεί να επιτύχει στο Αφγανιστάν. Η χώρα είναι πολύ μεγάλη, το έδαφος πολύ δύσκολο, η σύνθεση του πληθυσμού υπερβολικά πολύπλοκη και οι μαχητές υπερβολικά οπλισμένοι. Καμιά ξένη δύναμη δεν κατόρθωσε ποτέ να καταλάβει το Αφγανιστάν».
«Οι Αφγανοί φαίνεται να είναι αφοσιωμένοι στην ανεξαρτησία, όχι όμως και στην ενιαία ή κεντρική αυτοδιάθεση. Μόλις απελευθερώνονται από τις ξένες δυνάμεις, οι διάφορες ομάδες επανακτούν τις αυτονομίες τους», συμπλήρωνε ο πρώην Αμερικανός ΥΠ.ΕΞ.
Μάλιστα, διαβλέποντας τον κίνδυνο να δημιουργηθεί κενό με την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, έγραφε στο βιβλίο του με τίτλο «Παγκόσμια Τάξη» ότι «απαιτείται μια σημαντική διπλωματική προσπάθεια για να καθοριστεί μια περιφερειακή τάξη ικανή να αντιμετωπίσει την πιθανή επανεμφάνιση του Αφγανιστάν ως τζιχαντιστικού κέντρου».
Δυστυχώς, ο Κίσινγκερ επαληθεύτηκε. Οι Ταλιμπάν ανακατέλαβαν τη χώρα μέσα σε λίγες ημέρες και όχι σε τρεις μήνες όπως εκτιμούσαν οι μυστικές υπηρεσίες.
Τους Αμερικανούς ενδέχεται να μην τους αγγίζει άμεσα το πρόβλημα ή τουλάχιστον όχι σε πρώτη φάση. Οι πρώτοι ζημιωμένοι της παταγώδους αμερικανικής/ΝΑΤΟικής αποτυχίας θα είναι οι γυναίκες και οι αντιφρονούντες του Αφγανιστάν. Κατόπιν, μέσω των προσφυγικών ροών, η κρίση θα μεταφερθεί και στα ευρωπαϊκά σύνορα.
Τάσος Παππάς, δημοσιογράφος