Παρά την αναταραχή που προκάλεσε η πανδημία του COVID-19, οι οικογενειακές επιχειρήσεις κατάφεραν να διατηρήσουν την ανθεκτικότητά τους. Οι 500 μεγαλύτερες οικογενειακές επιχειρήσεις στον κόσμο – ανάμεσά τους και μία ελληνική – απέφεραν έσοδα $7,28 τρισ., απασχολώντας 24,1 εκατ. άτομα σε 45 χώρες. Αυτά είναι μερικά από τα ευρήματα που περιλαμβάνονται στην έρευνα της EY και του Πανεπιστημίου του St. Gallen στην Ελβετία, 2021 Family Business Index, η οποία αποκαλύπτει πώς οι μεγαλύτερες οικογενειακές επιχειρήσεις του κόσμου ανταποκρίθηκαν στις πρόσφατες αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία.
Ενώ οι οικογενειακές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στον κλάδο της φιλοξενίας και του τουρισμού, έχουν βιώσει έντονα τις επιπτώσεις της πανδημίας του COVID-19, πολλές από αυτές βρήκαν την ευκαιρία να αλλάξουν προσανατολισμό. Ορισμένες μετατόπισαν το πεδίο δράσης τους για να παράξουν κρίσιμα αγαθά, όπως προστατευτικές μάσκες προσώπου και αναπνευστήρες, ενώ ορισμένες παρείχαν οικονομική υποστήριξη σε άλλες επιχειρήσεις, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευσή τους για καινοτομία και το ισχυρό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης που τις διακατέχει.
Παρά τις αναταραχές που διέκριναν το 2020, η Ευρώπη εξακολουθεί να αποτελεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις οικογενειακές επιχειρήσεις. Η Γερμανία φιλοξενεί το 16% των εταιρειών που εξετάζει η έρευνα, αντικατοπτρίζοντας τη δύναμη της γερμανικής οικονομίας και το γεγονός ότι το 90% των επιχειρήσεων στη Γερμανία είναι οικογενειακές επιχειρήσεις.
Το ένα τρίτο των οικογενειακών επιχειρήσεων του δείγματος εδρεύει στην αμερικανική ήπειρο, εκ των οποίων, οι περισσότερες βρίσκονται στις ΗΠΑ (119 ή 24%). Οι επιχειρήσεις στην αμερικανική ήπειρο συνεισφέρουν $2,48 τρισ. σε έσοδα, ενώ απασχολούν 6,4 εκατ. άτομα.
Η Ασία φιλοξενεί τρεις από τις 20 κορυφαίες οικογενειακές επιχειρήσεις, καθώς και την παλαιότερη οικογενειακή επιχείρηση του δείγματος, την Ιαπωνική Takenaka Corporation, με ιστορία περισσότερων από 400 ετών. 55 επιχειρήσεις που προέρχονται από την ηπειρωτική Κίνα, το Χονγκ Κονγκ, την Ταϊβάν, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, συνεισφέρουν το 87% ($835 δισ.) των συνολικών εσόδων στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού.
Καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός επιχειρήσεων αναλαμβάνουν δεσμεύσεις όσον αφορά τη διαφορετικότητα και την ένταξη (D&I), και τα ζητήματα περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης (ESG), οι οικογενειακές επιχειρήσεις συνεχίζουν να επικεντρώνονται όλο και περισσότερο σε αυτούς τους τομείς. Ο μέσος όρος ηλικίας των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων των οικογενειακών επιχειρήσεων είναι τα 61 έτη, ενώ το 80% δεν έχουν μέλη του οικογενειακού συμβουλίου κάτω των 40 ετών. Η αξιοποίηση της εμπειρίας, της γνώσης, και των τεχνολογικών και ψηφιακών δεξιοτήτων της επόμενης γενιάς, μπορεί να βοηθήσει στη διατήρηση της ανάπτυξης μέσα σε ένα ρευστό καταναλωτικό τοπίο.
Καθώς τα Διοικητικά Συμβούλια συνεχίζουν να επιδιώκουν τη διαφοροποίηση της σύνθεσής τους, το μερίδιο των επιχειρήσεων με γυναίκες μέλη της οικογένειας που συμμετέχουν στα Διοικητικά Συμβούλια, έχει βελτιωθεί, φτάνοντας το 31% το 2021. Ταυτόχρονα, μόλις το 5% (27) των οικογενειακών επιχειρήσεων του δείγματος έχουν γυναίκες CEO, ποσοστό συγκρίσιμο με το 8% (41) των εταιρειών της κατάταξης Fortune Global 500.
Εξετάζοντας σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια τα ζητήματα ESG, οι οικογενειακές επιχειρήσεις εργάζονται για την επίτευξη νέων στόχων σε αυτόν τον τομέα. Τουλάχιστον το 53% των οικογενειακών επιχειρήσεων της έρευνας υποβάλουν εταιρικές αναφορές με βάση επίσημους δείκτες ESG. Οι μισές από αυτές (51%) προέρχονται από την περιοχή της Ευρώπης, Μέσης Ανατολής, Ινδίας και Αφρικής, ενώ ακολουθούν οι επιχειρήσεις της αμερικανικής ηπείρου (30%) και της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού (19%).
Οι αναφορές ESG αντιπροσωπεύουν μια ευκαιρία για να επικοινωνήσουν οι επιχειρήσεις τον θετικό αντίκτυπο που ήδη έχουν, ενώ, δυνητικά, βοηθούν στην προσέλκυση νέων ταλέντων και πελατών, καθώς και στην αύξηση των εσόδων.
Σχολιάζοντας την έρευνα, η κα Ευτυχία Κασελάκη, Εταίρος και Επικεφαλής Ιδιωτικού Τομέα της ΕΥ Ελλάδος, δήλωσε: “Η πανδημία επιβεβαίωσε αυτό που όλοι γνωρίζαμε για τις οικογενειακές επιχειρήσεις – ότι διαθέτουν μεγάλη ανθεκτικότητα, καθώς εστιάζουν σε μακροπρόθεσμους ορίζοντες. Στην κρίση αυτή, επικεντρώθηκαν στην προστασία του ανθρώπινου δυναμικού τους και των κοινοτήτων τους, ενώ πολλές από αυτές άδραξαν την ευκαιρία και στράφηκαν σε νέες δραστηριότητες, προωθώντας την καινοτομία. Η μεγάλη πρόκληση για την επόμενη μέρα είναι να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες προσδοκίες για μεγαλύτερη έμφαση στην ανάληψη δράσης σε ό,τι αφορά τα ζητήματα ESG και διαφορετικότητας και ένταξης, διευρύνοντας τα Διοικητικά Συμβούλιά τους και δίνοντας αυξημένες αρμοδιότητες στους εκπροσώπους των νεότερων γενιών”.