Τη λίστα με τους λόγους που θα τους επιτρέπουν να αρνηθούν τη ρύθμιση μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού, γεγονός που θα αναγκάσει τους δανειολήπτες να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους διευθέτησης των οφειλών τους, καταρτίζουν αυτή την περίοδο τράπεζες και εταιρείες διαχείρισης.
Στόχος είναι η επίμαχη λίστα να παραδοθεί εντός διορίας, με τους εμπλεκόμενους να έχουν ήδη καταλήξει σε κάποιους βασικούς λόγους που επιβάλλουν τη μη συναίνεσή τους στην πρόταση ρύθµισης που παράγει η πλατφόρμα του εξωδικαστικού μηχανισμού.
Οι χρηµατοδοτικοί φορείς µπορούν να µεταβάλλουν τους λόγους µη συναίνεσης, όποτε αυτό είναι αναγκαίο.
Οι εκάστοτε νέοι λόγοι µη συναίνεσης γνωστοποιούνται στην ΕΓΔΙΧ µε επιστολή των ανωτέρω, αναρτώνται από αυτή στην ηλεκτρονική πλατφόρµα και ισχύουν µετά την παρέλευση πέντε ηµερών από την ως άνω γνωστοποίηση».
Ορισμένοι από τους λόγους είναι οι εξής:
1) Επαρκής οικονομική δυνατότητα και περιουσία του οφειλέτη. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ο δανειολήπτης, ο οποίος κάνει αίτηση στην πλατφόρμα, έχει την οικονομική άνεση και την περιουσία, προκειμένου να πληρώσει άμεσα τυχόν οφειλές του, χωρίς να χρειάζεται η διευκόλυνση ή η μείωση που προκύπτει μέσω εξωδικαστικού μηχανισμού.
2) Ανεπαρκής οικονομική δυνατότητα για μακροπρόθεσμη βάση. Ουσιαστικά, τράπεζες και servicers, έχοντας «τσεκάρει» την οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη, κρίνουν πως αυτός, ακόμη δεν θα μπορεί να παραμείνει συνεπής στην εξυπηρέτηση της ρύθμισης.
3) Πρόσφατη διμερής ρύθμιση. Ο δανειολήπτης δεν θα πρέπει να έχει έρθει πρόσφατα σε διακανονισμό της οφειλής μέσω του Κώδικα Δεοντολογίας.
4) Ενεργός πίστωση: Να έχει, δηλαδή, λάβει χρηματοδότηση με νέο δάνειο ή να έχει αλληλόχρεο.
5) Η μη συνυποβολή αίτησης από συνοφειλέτη/συνιδιοκτήτη του ακινήτου εξασφάλισης. Πρόκειται για μία από τις πιο σύνηθες καταστάσεις που έχουν κληθεί να αντιμετωπίσουν οι χρηματοδοτικοί φορείς, με τον συνοφειλέτη/συνιδιοκτήτη να μην συναινεί – ή να μην γνωρίζει πως πρέπει να συναινέσει – στη διαδικασία.
6) Οι πολλαπλές αθετήσεις ρυθμίσεων στο παρελθόν που «μαρτυρούν» μία συναλλακτική συμπεριφορά.
Τα ποσοστά απόρριψης και το «κούρεμα»
Το υψηλό ποσοστό της απόρριψης των αιτήσεων, τόσο από τους πιστωτές, όσο και από τους ίδιους τους οφειλέτες (46% και 44% αντίστοιχα), ήταν και ο λόγος που ανάγκασε το υπουργείο Οικονομικών να συμπεριλάβει στις τροποποιήσεις, τις οποίες έφερε στη Βουλή και την υποχρέωση αιτιολόγησης της απόρριψης και από τις δύο πλευρές.
Σήμερα, ο μηχανισμός φέρεται να έχει πάρει… μπροστά, με τον ρυθμό υποβολής των αιτήσεων και ολοκλήρωσης των ρυθμίσεων να επιταχύνεται.
Η εγκρισιμότητα για υποβληθείσες αιτήσεις κινείται πλέον στο 70%, με συνεχή αυξητική τάση, ενώ για υποθέσεις οφειλών κάτω των 200.000 ευρώ που αφορούν πρωτίστως σε ιδιώτες η εγκρισιμότητα ξεπερνά το 75%.
Όσον αφορά στο «κούρεμα» αυτό κυμαίνεται στο 22% για τις οφειλές προς το Δημόσιο και σε άνω του 31% για τις οφειλές από δάνεια.