Σε φάση ανάκαμψης βρίσκονται την τελευταία 5ετία οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα, ενισχυόμενες από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), καθώς από το 11% του ΑΕΠ το 2019, αυξήθηκαν στο 15,3% το 2024.

Όπως αναφέρει στο  τεύχος του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία η Eurobank παρουσιάζει στοιχεία για την ελληνική οικονομία, σε κάθε περίοδο, οι επενδύσεις παγίων προσθέτουν φυσικό κεφάλαιο (physical capital) στην οικονομία. Οι νέες υποδομές, τα νέα εργοστάσια, ο νέος μεταφορικός εξοπλισμός, ο νέος εξοπλισμός τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας, ο νέος μηχανολογικός εξοπλισμός κ.α., ενισχύουν τις παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας. Εντούτοις, σε κάθε περίοδο, ένας μέρος του υπάρχοντος φυσικού κεφαλαίου αποσβένεται, δηλαδή αποσύρεται από την παραγωγική διαδικασία (π.χ. λόγω τεχνολογικής απαξίωσης, αυξανόμενου κόστους λειτουργίας, συντήρησης κ.α.). Όταν οι επενδύσεις παγίων είναι υψηλότερες από τις αποσβέσεις, δηλαδή όταν το φυσικό κεφάλαιο που προστίθεται στην οικονομία υπερβαίνει το φυσικό κεφάλαιο που αποσύρεται, οι καθαρές επενδύσεις παγίων είναι θετικές και το σύνολο του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού μεγεθύνεται.2 Όταν συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή όταν οι επενδύσεις παγίων υπολείπονται των αποσβέσεων, οι καθαρές επενδύσεις παγίων είναι αρνητικές και το σύνολο του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού συρρικνώνεται.

2010-2021 – Αρνητικές καθαρές επενδύσεις παγίων και συρρίκνωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας

Η κατακόρυφη πτώση των επενδύσεων παγίων στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους είχε ως αποτέλεσμα για πολλά χρόνια να υπολείπονται των αντίστοιχων αποσβέσεων. Η εν λόγω απόκλιση διατηρήθηκε για μια 12ετία (2010-2021) και οδήγησε στη συρρίκνωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της οικονομίας κατά -€88,7 δισεκ. σε τρέχουσες τιμές. Η αντίστοιχη μείωση σε σταθερές τιμές εκτιμάται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα -€87,0 δισεκ. ή στο -10,2% σε όρους ποσοστιαίας μεταβολής. Τα παραπάνω στοιχεία αναδεικνύουν τη διττή επίδραση των επενδύσεων παγίων στην οικονομία. Η μεγάλη κάμψη τους στις αρχές της δεκαετίας του 2010 δεν επηρέασε αρνητικά μόνο τη ζήτηση και το παραγόμενο προϊόν της ελληνικής οικονομίας αλλά και τη δυνητική προσφορά.

Σύμφωνα με τους μη χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς θεσμικών τομέων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), τα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένων των ατομικών επιχειρήσεων, είχαν μακράν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη συρρίκνωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2010-2021 (-€53,1 δισεκ.,). Αυτό το αποτέλεσμα αντανακλά: 1ον, τη μεγάλη μείωση των επενδύσεων των νοικοκυριών σε κατοικίες και 2ον, το υψηλό μερίδιο των κατοικιών επί του συνόλου των επενδύσεων στην Ελλάδα πριν την κρίση χρέους.1 Σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους θεσμικούς τομείς, ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων μειώθηκε κατά -€27,4 δισεκ και της γενικής κυβέρνησης κατά -€9,9 δισεκ., ενώ στις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις καταγράφηκε αύξηση του φυσικού κεφαλαίου κατά €1,8 δισεκ. Συνεπώς, εξαιρουμένων των θεσμικών τομέων των νοικοκυριών και των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, η μείωση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας την περίοδο 2010-2021 ήταν -€37,3 δισεκ. Αυτό το μέγεθος είναι περισσότερο αντιπροσωπευτικό της συρρίκνωσης των παραγωγικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας σε όρους απωλειών φυσικού κεφαλαίου τη 12ετία 2010-2021.

2022-2024: Θετικές καθαρές επενδύσεις παγίων και αύξηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας

Τα τελευταία 5 χρόνια, οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα, ενισχυόμενες από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), βρίσκονται σε φάση ανάκαμψης. Από 11,0% του ΑΕΠ το 2019 αυξήθηκαν στο 15,3% το 2024. Το 2022 οι καθαρές επενδύσεις παγίων (επενδύσεις μείον αποσβέσεις παγίων) πέρασαν σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά από το 2009, ενώ το 2023 και το 2024 ενισχύθηκαν περαιτέρω. Συνεπώς, τα 3 τελευταία χρόνια το σύνολο του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται σε φάση σταδιακής ανάκαμψης, ποιοτικό χαρακτηριστικό που αναμένεται να συνεχιστεί το 2025 και το 2026 σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Εντούτοις, παραμένει μειωμένο κατά -€75,5 δισεκ. σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα (-€74,8 δισεκ. ή -8,8% σε σταθερές τιμές σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή). Εξαιρουμένων των θεσμικών τομέων των νοικοκυριών και των χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων, η μείωση του φυσικού κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας διαμορφώνεται στα -€19,0 δισεκ. (-€12,1 δισεκ. για τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και -€7,0 δισεκ. για τη γενική κυβέρνηση). Ως εκ τούτου, για να ανακτηθεί ένα μεγάλο μέρος του παραγωγικού κεφαλαιουχικού εξοπλισμού που συρρικνώθηκε στην κρίση χρέους, απαιτούνται καθαρές επενδύσεις παγίων €19,0 δισεκ. τα επόμενα χρόνια, δηλαδή οι εν λόγω επενδύσεις θα πρέπει να υπερβούν σωρευτικά τις αντίστοιχες αποσβέσεις κατά αυτό το ποσό. Το 2024 οι αποσβέσεις παγίου κεφαλαίου των μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων και της γενικής κυβέρνησης ήταν €12,3 δισεκ. και €7,5 δισεκ αντίστοιχα.

Ο περαιτέρω εκσυγχρονισμός του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού της ελληνικής οικονομίας -συνοδευόμενος από τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση του ανταγωνισμού- δύναται να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας και τον δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης. Την 8ετία 2017-2024, η μέση ετήσια αύξηση της πραγματικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στην Ελλάδα ήταν 1,8%. Την ίδια περίοδο, οι συνολικές ώρες εργασίας ενισχύθηκαν με μέσο ρυθμό 1,6% (κυρίως λόγω αύξησης του αριθμού των απασχολούμενων ατόμων), ενώ το αντίστοιχο μέγεθος για την παραγωγικότητα της εργασίας ήταν μόλις 0,3%. Οι κλάδοι της μεταποίησης, των άλλων υπηρεσιών και των κατασκευών παρουσιάζουν τις καλύτερες επιδόσεις σε όρους μέσης ετησίας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας την περίοδο 2017-2024.2 Αντιθέτως, οι κλάδοι της γεωργίας δασοκομίας και αλιείας, του εμπορίου, μεταφορών, αποθήκευσης, καταλυμάτων και εστίασης και του δημόσιου τομέα καταγράφουν μείωση της παραγωγικότητας της εργασίας

Διαβάστε ακόμη: