Ανοίγει σήμερα, μετά από καθυστερήσεις δύο ετών, το μεγαλοπρεπές Εθνικό Μουσείο του Όσλο, ένα έργο μισού και πλέον δισεκατομμυρίου ευρώ, που συγχωνεύει κάτω από τη στέγη του πέντε από τα σημαντικότερα ιδρύματα τέχνης και σχεδιασμού της χώρας. Στεγάζει, ως Εθνικό Μουσείο Τέχνης, Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού, τις συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης και τεσσάρων άλλων ιδρυμάτων.

Τοποθετημένο στρατηγικά στην άκρη του φιόρδ, δίπλα στο λιμάνι και απέναντι από το διάσημο δημαρχείο του Όσλο, το νέο μουσείο χτίστηκε πίσω από δύο παλιά κτίρια του σιδηροδρομικού σταθμού, ένα από τα οποία φιλοξενεί τώρα το Κέντρο Νόμπελ Ειρήνης. Η κλίμακά του δεν γίνεται αντιληπτή παρά από αέρος, καθώς δεν αναπτύσσεται σε ύψος, ενώ η επιφάνειά του είναι μεγαλύτερη απ’ αυτή του Rijksmuseum του Άμστερνταμ. Είναι έργο του γερμανοϊταλού αρχιτέκτονα Klaus Schuwerk και η κατασκευή του άρχισε το 2014.

Η ιδέα ξεκίνησε από την ενοποίηση των κρατικών γκαλερί της χώρας και συζητήθηκε επί σειρά ετών, όχι «αναίμακτα», με πρωταγωνιστή σε αυτήν τη συγχώνευση την παλιά Εθνική Πινακοθήκη, που ιδρύθηκε το 1842 και βρισκόταν στο προηγούμενο κτίριό της από το 1882. Φιλοξενούσε μια απαράμιλλη συλλογή νορβηγικής ζωγραφικής, με πιο γνωστό έργο την «Κραυγή» του Έντβαρντ Μουνκ. Τα άλλα μουσεία που συγχωνεύτηκαν ήταν αυτά που ήταν αφιερωμένα στη σύγχρονη τέχνη, την αρχιτεκτονική, τις τέχνες και τη χειροτεχνία, καθώς και ένας οργανισμός που δημιουργούσε εθνικές περιοδεύουσες εκθέσεις.

Όπως λέει η διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου, η Karin Hindsbo, η συγκέντρωση των συλλογών ήταν μια πολιτική απόφαση ώστε να υπάρχει ένα ίδρυμα που να μπορεί να αφηγηθεί όλη την ιστορία των τεχνών στη Νορβηγία από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Στις εκατό αίθουσές του υπάρχουν από αρχαιολογικά ευρήματα μέχρι τα σύγχρονου design καθημερινά αντικείμενα που χρησιμοποιούν οι Νορβηγοί.

Το βασικό πλεονέκτημα του μουσείου είναι η θέση του. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, περιλαμβάνει περισσότερα από 400.000 αντικείμενα, καθώς και γραφεία, εργαστήρια συντήρησης και φωτογραφίας, ενώ η εκμηδένιση των αποστάσεων ευνοεί τη συνεργασία των ανθρώπων των μουσείων.

Στον κενό καμβά που είχαν μπροστά τους οι επιμελητές του μουσείου είχαν την ελευθερία να επανεξετάσουν και να προβάλλουν τις συλλογές, δημιουργώντας νέους τρόπους και προκλήσεις θέασης. Αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν ένα παραδοσιακό χρονολογικό μοντέλο, με τις εκθέσεις σχεδιασμού και χειροτεχνίας στο ισόγειο και τις καλές τέχνες να βρίσκονται στον πρώτο όροφο. Ανάμεσα στα έργα του πρώτου ορόφου δεσπόζει η «Χειμωνιάτικη νύχτα στα βουνά» (1914) του Harald Sohlberg, που ψηφίστηκε ως ο αγαπημένος πίνακας της Νορβηγίας. Τα έργα των Νορβηγών καλλιτεχνών διανθίζονται με άλλα διακεκριμένων διεθνών καλλιτεχνών που είχαν ιδιαίτερη επίδραση στη νορβηγική τέχνη – Σεζάν, Πικάσο, Βαν Γκογκ. Στη συνέχεια, μια ενότητα από λευκές αίθουσες παρουσιάζει τις σύγχρονες συλλογές του μουσείου.

Η συγχώνευση των συλλογών και η επανατοποθέτησή τους ανάγκασε το Εθνικό Μουσείο να εξετάσει τα κενά της συλλογής του. Φυσικά πρόκειται για την εκπροσώπηση των γυναικών, κάτι που δυσκόλεψε τους επιμελητές, αφού η εκπροσώπηση ήταν σαφώς μικρότερη μέχρι και τον 19ο αιώνα. Επίσης το μουσείο συμπεριλαμβάνει την τέχνη των Σάμι –των ιθαγενών του μακρινού βορρά της Σκανδιναβίας– που μέχρι σήμερα δεν θεωρούσαν ότι μπορεί να έχει θέση σε μουσείο.

Χαρακτηριστικό έργο αυτής της παράδοσης είναι το «Pile O’ Sápmi Supreme», ένα έργο του 2017 της Máret Ánne Sara, μιας καλλιτέχνιδας που τοποθέτησε τετρακόσια κρανία ταράνδων, με τη σάρκα βρασμένη και τα κόκαλα γυαλισμένα, να κρέμονται σαν μακάβρια σημαία στο φουαγιέ της εισόδου. Το έργο διαμαρτύρεται για τη σφαγή ταράνδων που επιβάλλει η νορβηγική κυβέρνηση.

Μια μεγάλη συνεργασία

Αξιοσημείωτη για την ανάδειξη των συλλογών είναι η συνεργασία του με τη συλλογή της οικογένειας Fredriksen. Ενώ η σύγχρονη συλλογή του μουσείου αποτελείται κυρίως από Νορβηγούς καλλιτέχνες, θα μπορεί να τη συμπληρώσει με έργα από έναν θησαυρό διεθνούς τέχνης των τελευταίων 90 ετών, που συνέλεξαν οι δισεκατομμυριούχες αδελφές Kathrine και Cecilie Fredriksen στη μνήμη της μητέρας τους, Inger Astrup Fredriksen. Τα έργα θα εκτίθενται σε ειδικό χώρο δίπλα στις τακτικές σύγχρονες εκθέσεις. Η εναρκτήρια έκθεση περιλαμβάνει εξέχουσες γυναίκες καλλιτέχνιδες, όπως η Σιμόν Λι και η Σίλα Χικς. Δίνεται έμφαση σε γυναίκες πρωτοπόρες, ακόμα και σύγχρονες, που αποτελούν πηγή έμπνευσης για τους σύγχρονους καλλιτέχνες και δεν έχουν παρουσιαστεί στη Νορβηγία.

Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι ανακυκλωμένος χάλυβας και νορβηγικός σχιστόλιθος, ενώ έχουν φυτευτεί κλήματα που θα αναπτυχθούν πάνω στην εξωτερική όψη του μουσείου. Τα δάπεδα είναι δρύινα και τα εξαρτήματα είναι χάλκινα. Η θεαματική αίθουσα φωτός στην κορυφή είναι επενδυμένη με μάρμαρο. Το κτίριο έχει σχεδιαστεί ώστε να έχει το μισό αποτύπωμα άνθρακα από παρόμοια κτίρια, χρησιμοποιεί νερό από το φιόρδ για θέρμανση και ψύξη και, όπως ανακοίνωσε η διεύθυνση, είναι ένα μουσείο που σχεδιάστηκε για να διαρκέσει αιώνες.

Το Εθνικό Μουσείο έρχεται να προστεθεί στο Μουσείο Μουνκ του 2020, στην Όπερα του 2007 και στο Μουσείο Astrup Fearnley του 2012, ως μέρος μιας σειράς νέων πολιτιστικών κτιρίων που βρίσκονται κατά μήκος του λιμανιού του Όσλο και φιλοδοξούν να αποτελέσουν μέρος του νέου, εξωστρεφούς προσώπου αυτής της εσωστρεφούς χώρας, προσελκύοντας πολιτιστικό τουρισμό και δίνοντας στη Νορβηγία σημαντική θέση στο διεθνές τοπίο της τέχνης.

Η συγχώνευση, που άρχισε από το 2003, φιλοδοξεί να προσφέρει ανοιχτή και δημοκρατική πρόσβαση σε κάθε πολίτη, στον οποίο ανήκει κατ’ επέκταση η συλλογή της χώρας του.

Η αίθουσα Μούνκ

Στο εσωτερικό του μουσείου, δεσπόζει η αίθουσα φωτός που έχει τοίχους κατασκευασμένους από λεπτά, ημιδιαφανή στρώματα μαρμάρου ανάμεσα σε υαλοπίνακες. Τη νύχτα θα λάμπει με το φως 9.000 LED και θα είναι ευδιάκριτη από τα αεροπλάνα που προσεγγίζουν το αεροδρόμιο Gardermoen του Όσλο. Όπως και το Turbine Hall της Tate Modern, θα φιλοξενήσει μια σειρά από σύγχρονες αναθέσεις σε έναν καλλιτέχνη κάθε φορά, σε έναν χώρο που έχει μήκος εκατόν τριάντα και ύψος επτά μέτρα.

Φυσικά μια από τις πιο σημαντικές αίθουσες του μουσείου είναι η αίθουσα Edvard Munch, αφιερωμένη στο πιο διάσημο τέκνο της τέχνης της πόλης. Η νέα αίθουσα θυμίζει την παλιά στην Εθνική Πινακοθήκη. Θα έχει 18 πίνακες, μεταξύ των οποίων τα «Κορίτσια στη γέφυρα» (1901), η «Αυτοπροσωπογραφία με τσιγάρο» (1895), καθώς και ο δεύτερος ίσως πιο διάσημος πίνακας στον κόσμο, η «Κραυγή» του 1893.