Τέλος στο φαινόμενο του ενεργειακού «τουρισμού» και της συνακόλουθης συσσώρευσης ληξιπρόθεσμων οφειλών, που ευνοείται από την ελεύθερη μετακίνηση πελατών με την εφαρμογή του νέου μοντέλου τιμολόγησης, επιχειρούν να στήσουν οι προμηθευτές ρεύματος, μέσω ενός είδους ενεργειακού «Τειρεσία».
Τον Αύγουστο, πρώτο μήνα εφαρμογής του νέου μηχανισμού τιμολόγησης, οι μετακινήσεις πελατών μεταξύ προμηθευτών, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, είναι αυξημένες κατά 20% σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες, ποσοστό που εκτιμάται ότι θα αυξηθεί περαιτέρω τον Σεπτέμβριο και τη χειμερινή περίοδο, αφού ο Αύγουστος λόγω θερινών διακοπών δεν αποτελεί ενδεικτικό μήνα.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, ένα ποσοστό από τις μετακινήσεις του Αυγούστου, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αγοράς, είναι καταναλωτές που άλλαξαν πάροχο αφήνοντας πίσω τους ανεξόφλητους λογαριασμούς, αφού δεν δεσμεύονται από τον νόμο.
Προκειμένου να ανακόψουν ένα φαινόμενο ενεργειακού «τουρισμού» –όπως χαρακτηριστικά το αποκαλούν– και αφού οι εκκλήσεις για παρέμβαση στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έπεσαν στο κενό, προσανατολίζονται στη σύσταση και λειτουργία ενός ενεργειακού «Τειρεσία» κατά τα πρότυπα του αντίστοιχου συστήματος της κινητής τηλεφωνίας (με την κωδική ονομασία «Τηλεγνούς») όπου οι εταιρείες θα έχουν πρόσβαση σε δεδομένα για τους λογαριασμούς ρεύματος.
Η αγωνία για την πορεία των ανεξόφλητων οφειλών στην πλευρά των παρόχων είναι μεγάλη καθώς, όπως μεταφέρουν αρμόδια στελέχη, οι καθυστερήσεις πληρωμών άνω των 45 ημερών φθάνουν το 30% των μετρητών. Αν και το τελευταίο δίμηνο, με τις υψηλές επιδοτήσεις, παρατηρήθηκε μια σταθεροποίηση του ρυθμού αύξησης, έντονη είναι η ανησυχία για πιθανή κλιμάκωση το επόμενο διάστημα και κυρίως τη χειμερινή περίοδο με τις υψηλές καταναλώσεις.
Η υστέρηση εισπράξεων επιδεινώνει τα προβλήματα ρευστότητας των παρόχων που έχει διογκωθεί, καθώς καταβάλλουν για πολλούς μήνες τώρα υπέρογκα ποσά για να καλύψουν το αυξημένο χονδρεμπορικό κόστος για αγορές ενέργειας, προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους.
Οι δυνατότητες για άνοιγμα νέων γραμμών πιστώσεων στενεύουν, καθώς οι τράπεζες από την πλευρά τους προκειμένου να περιορίσουν την έκθεσή τους έναντι των ενεργειακών εταιρειών σε ένα ιδιαίτερα ασταθές περιβάλλον, ζητάνε όλο και περισσότερες διασφαλίσεις. Είναι ενδεικτικές των πιέσεων που ασκούν στη ρευστότητα ακόμη και μεγάλων εταιρειών οι τεράστιες διακυμάνσεις των τιμών, οι δηλώσεις του επικεφαλής της ΔΕΗ Γιώργου Στάσση όταν μια ημέρα του Αυγούστου η επιχείρηση κλήθηκε να καταβάλει περί το 1 δισ. ευρώ για κάλυψη θέσεων, καθώς η τιμή του αερίου εκτοξεύτηκε για λίγο στα 1.300 ευρώ.
«Τα λεφτά αυτά βεβαίως τα παίρνεις πίσω όταν πέφτουν οι τιμές, αλλά για να τα βάλεις τη στιγμή που χρειάζεται πρέπει να τα έχεις» τόνισε ο κ. Στάσσης, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της παρέμβασης της Κομισιόν για παροχή εγγυήσεων στις ενεργειακές εταιρείες, εκτιμώντας ότι «μόνο και να στηθεί ένας τέτοιος μηχανισμός, το μήνυμα στις αγορές θα είναι τόσο ισχυρό που θα δούμε και πτώση των τιμών».
Η αγορά αναμένει το νέο πλαίσιο επιδοτήσεων που θα ισχύσει από 1 Οκτωβρίου και το οποίο, σύμφωνα με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού θα συνδυαστεί με κίνητρα εξοικονόμησης. Το νέο μοντέλο, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, θα περιλαμβάνει τουλάχιστον τρεις κλίμακες καταναλώσεων.
Η πρώτη θα αφορά χαμηλές καταναλώσεις και θα συνδυάζεται με υψηλές επιδοτήσεις, ενώ θα ακολουθήσουν δύο ακόμη κλίμακες με χαμηλότερες επιδοτήσεις ανά κατηγορία. Ολες οι κλίμακες θα τύχουν επιπλέον επιδότησης στην περίπτωση που πετυχαίνουν μηνιαία εξοικονόμηση της κατανάλωσης της τάξης του 15% σε σχέση με τον αντίστοιχο περυσινό μήνα.
Εν αναμονή των κυβερνητικών αποφάσεων οι προμηθευτές ρεύματος μέσω του συνδέσμου τους (ΕΣΠΕΝ) ενημέρωσαν με επιστολή τους τον υπουργό Ενέργειας, Κ. Σκρέκα, για την πολυπλοκότητα και τον υψηλό βαθμό δυσκολίας ως προς την υλοποίησή του εντός του «εξαιρετικά περιορισμένου προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Τονίζουν ότι θα πρέπει να αξιολογηθεί τόσο η διαθεσιμότητα των απαραίτητων δεδομένων όσο και οι περιορισμοί που τίθενται ως προς τον χρόνο προσαρμογής των πληροφοριακών συστημάτων των προμηθευτών.