Οι ενισχυτικοί εμβολιασμοί είναι απαραίτητoι καθώς με την πάροδο του χρόνου μειώνεται ο αριθμός των αντισωμάτων στο αίμα. Μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου για τα εμβόλια mRNA ίσχυε ο κανόνας ότι χρειάζονται ενίσχυση με τρίτη δόση σχεδόν ανά εξάμηνο. Η έξαρση όμως της νέας μετάλλαξης Όμικρον κατέδειξε ότι έχει νόημα να γίνει ακόμη νωρίτερα η δόση booster, στους τρεις μήνες.
Με την έλευση όμως του 2022 έκπληξη προκάλεσε σε όλους η έκκληση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Ναφτάλι Μπένετ προς όλους τους πολίτες άνω των 60 ετών να κάνουν ήδη από τώρα και την τέταρτη δόση. Και στη Γερμανία κάποιοι έχουν λάβει ήδη τέταρτη δόση. Πρόκειται για ανθρώπους με χρόνιες ασθένειες, διαβητικούς ή με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα που απειλούνται περισσότερο από τον κορωνοϊό. Σε αντίστοιχες περιπτώσεις και στη Γερμανία οι γιατροί δίνουν το πράσινο φως για την τέταρτη δόση.
Μέχρι πότε θα εμβολιαζόμαστε;
Πολλοί διερωτώνται πόσο θα τραβήξει όλη αυτή η κατάσταση. Στο μέλλον πρέπει να υπολογίζουμε ότι θα εμβολιαζόμαστε κάθε έξι μήνες κατά του κορωνοϊού, όπως συμβαίνει και με το εμβόλιο της γρίπης; Οι ειδικοί δεν έχουν οριστική απάντηση. Πολλά στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπόψη. Πιθανώς τα εμβόλια θα πρέπει να προσαρμοστούν στο μέλλον στις νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού – όπως συμβαίνει και με την εποχική γρίπη. Ήδη υπάρχουν πολλά νέα εμβόλια κατά του κορωνοϊού στο στάδιο της ανάπτυξης, τα οποία λαμβάνουν υπόψη μεταλλάξεις όπως η Δέλτα ή η Όμικρον.
Καθοριστικής σημασίας επίσης είναι η πορεία της πανδημίας. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο εάν θα έχει εξαφανιστεί μετά το τέταρτο ή το πέμπτο κύμα ή αν ο κορωνοϊός τελικά καταστεί ενδημικός, αν θα εμφανίζεται δηλαδή τακτικά σε ορισμένες περιοχές τις επόμενες δεκαετίες. Με το στοιχείο αυτό συνδέεται άμεσα και το ζήτημα της ανοσίας της αγέλης. Πόσο κοντά είμαστε σε αυτό; Κι αν αυτό έχει ήδη συμβεί σε ορισμένα σημεία της Αφρικής, θα μπορούσε να συμβεί και στην Ευρώπη;
Αντισώματα και T-λεμφοκύτταρα
Για το ζήτημα της ανοσίας πάντως δεν πρέπει να εστιάζουμε μόνο στα αντισώματα, σύμφωνα με μεγάλη μελέτη ερευνητών από τη Μ. Βρετανία και τη Σιγκαπούρη, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο περιοδικό Nature. Η έρευνα εστίασε σε 58 εργαζομένους νοσοκομείων, οι οποίοι αν και βρίσκονταν εκτεθειμένοι στην SARS-CoV-2, ωστόσο δεν νόσησαν, ούτε βγήκαν θετικοί σε τεστ PCR ή έλεγχο αντισωμάτων. Οι ερευνητές παρατηρήσαν ότι οι εργαζόμενοι αυτοί, που εμφανίζονταν αρνητικοί αν και ήταν εκτεθειμένοι στον ιό, διέθεταν περισσότερα Τ-λεμφοκύτταρα σε σχέση με άλλη ομάδα εργαζομένων μειωμένου κινδύνου.
Τα Τ-λεμφοκύτταρα στρέφονται ουσιαστικά κατά του συστήματος αντιγραφής-μεταγραφής RTC, το οποίο είναι υπεύθυνο για την αντιγραφή του ιού. Παράλληλα στους 58 εργαζόμενους εντοπίστηκε αυξημένη ποσότητα της πρωτεΐνης ΙFI27, η οποία σχετίζεται με πρώιμη λοίμωξη SARS-CoV-2. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο ιός αποβλήθηκε σύντομα από τον οργανισμό τους, με τα T-λεμφοκύτταρα να αποτρέπουν νωρίς τη λοίμωξη. Ωστόσο παραμένει ασαφές από πού προήλθε αυτή η ιδιαίτερα ισχυρή ανοσία των εν λόγω εργαζομένων: ίσως από προγενέστερη λοίμωξη από κάποιον άλλο κορωνοϊό.
Ωστόσο οι ερευνητές δεν συνιστούν εφησυχασμό ούτε έκθεση στον κορωνοϊό. Κανείς δεν πρέπει να αισθάνεται ασφαλής ή να υποθέτει ότι έχει ανοσία απέναντι στον κορωνοϊό επειδή εκτίθεται σε αυτόν. Εξίσου πιθανό είναι να μη έχει καν ανοσία. Τώρα αν θα πρέπει να ανανεώσουμε ξανά το εμβόλιό μας τους επόμενους μήνες, θα φανεί μόνο όταν έρθει η ώρα.