Η ελληνική οικονομία, κατά τη τελευταία δεκαετία, διήλθε από τις συμπληγάδες μιας διττής κρίσης. Από τη μια πλευρά, η δημοσιονομική κρίση, η οποία συνοδεύτηκε από φιλοκυκλικές πολιτικές αυστηρής λιτότητας, και από την άλλη, μια πανδημική κρίση, η οποία, αντίθετα, συνοδεύτηκε από μια επεκτατική αντικυκλική οικονομική πολιτική.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση που περιλαμβάνεται στην ετήσια έκθεση της ΕΣΕΕ, οι επιπτώσεις της δημοσιονομικής κρίσης, στο επίπεδο της επιχειρηματικότητας, είναι γνωστές: μείωση του αριθμού των επιχειρήσεων, συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος και αύξηση της ανεργίας. Η αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή, μέσα από τα MoUs (2010, 2012, 2015), δεν συγκράτησε τη μείωση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας, αλλά και την επιδείνωση τόσο της ζήτησης (demand side) όσο και της προσφοράς (supply side).

Από την άλλη πλευρά, το εργαλείο της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, συγκράτησε τη συρρίκνωση της ΑΠΑ και την αύξηση της ανεργίας.

Ειδικότερα, η πανδημική κρίση επηρέασε αρνητικά εκείνους τους κλάδους που καταγράφουν έντονους βαθμούς εξάρτησης από την εξωτερική αγορά και έχουν σημαντική συμμετοχή τόσο στην απασχόληση όσο και στο ΑΕΠ. Για παράδειγμα, ο τουρισμός, ο οποίος αναπτύσσει σημαντικές συσχετίσεις με άλλους κλάδους της οικονομίας, παρότι βελτίωσε τις επιδόσεις του το 2021, σε σχέση με το 2020, υπολείπεται σημαντικά από τις εξαιρετικές επιδόσεις του 2019.

H αποδιάρθρωση των αλυσίδων αξίας όξυνε τις περιφερειακές ανισότητες και άσκησε σημαντική πίεση σε μια σειρά από κλάδους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον κλάδο του εμπορίου.

Το εμπόριο, δηλαδή το χονδρικό-λιανικό εμπόριο και το εμπόριο αυτοκινήτων, αποτελεί έναν σημαντικό κλάδο της ελληνικής οικονομίας, έχοντας σημαντική συμμετοχή στον συνολικό αριθμό επιχειρήσεων, στην απασχόληση και στον κύκλο εργασιών.

Η εικόνα του εμπορίου

Ειδικότερα, με βάση τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ (2017), στο εμπόριο δραστηριοποιούνται 222.375 επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν 696.823 άτομα και πραγματοποιούν τζίρο 111.464.561 χιλ. ευρώ. Σε επίπεδο ελληνικής οικονομίας, η συμμετοχή του εμπορίου στην ΑΠΑ της ελληνικής οικονομίας διατηρείται κοντά στο 12% (11.93%, το 2020), παρουσιάζοντας μια μικρή πτώση της τάξης του -3%, στο χρονικό διάστημα 2019-2020. Πρόδηλα, η πανδημική κρίση επέδρασε αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα των εμπορικών επιχειρήσεων, επηρεάζοντας τις συνολικές επιδόσεις του κλάδου.

Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, αναμφίβολα, η σημαντική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, εντός του 2021, αναμένεται να βελτιώσει και τις επιδόσεις του κλάδου. Παράλληλα, η επαναφορά μιας «κανονικότητας», όσον αφορά στην τουριστική δραστηριότητα, αναμένεται να ενισχύσει τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις και σε άλλους κλάδους, όπως το εμπόριο. Βέβαια, η εντυπωσιακή μεγέθυνση του πληθωρισμού αναμένεται να οξύνει ανισότητες εντός του οικοσυστήματος του λιανικού εμπορίου.

Ειδικότερα, η πανδημία μοιάζει να παγιώνει τρεις βασικές ανισότητες, τις οποίες ενεργοποίησε η πανδημία. Είναι αυταπόδεικτο ότι η πανδημία ευνόησε συγκεκριμένους κλάδους του λιανικού εμπορίου (π.χ., διαδικτυακά καταστήματα) και επιδείνωσε τη θέση άλλων κλάδων (π.χ., μικρότερα καταστήματα τροφίμων). Επιπρόσθετα, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις έχουν απορροφήσει το σημαντικότερο τμήμα της καταναλωτικής δαπάνης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, με βάση τα δεδομένα του 2017 (Μητρώο ΕΛ.ΣΤΑΤ.), οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις (με 10 εργαζόμενους και άνω) απορροφούν το 61% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης, ενώ οι micro, οι οποίες αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων, αντλούν το 39% της συνολικής δαπάνης.

Τέλος, η πανδημία φαίνεται πως οξύνει το πρόβλημα των περιφερειακών ανισοτήτων, καθώς κάποιες περιφέρειες μοιάζουν να ανακτούν την οικονομική τους δραστηριότητα, ενώ κάποιες άλλες όχι. Για παράδειγμα, κάποιες περιφέρειες, οι οποίες εξαρτώνται περισσότερο από τις εισαγωγές εισροών, παρουσιάζουν υψηλότερες υστερήσεις,

Πως κινήθηκε η κατανάλωση

Από την άλλη η ιδιωτική κατανάλωση παρουσιάζει, σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, κατά το διάστημα 2019-2020, κάμψη της τάξης του -6.4%, η οποία αντανακλά τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης. Βέβαια, η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι μικρότερη από την αντίστοιχη του ΑΕΠ, το οποίο μειώνεται στο -9%, κατά την ίδια περίοδο. Το στοιχείο αυτό ενισχύει τη συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης στο ΑΕΠ, το οποίο ενδέχεται να οξύνει (μεσοπρόθεσμα) την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Η ταυτόχρονη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η μείωση της συμμετοχής της στο ΑΕΠ, η οποία είχε επιτευχθεί την περίοδο 2016-2019, ανατρέπονται, λόγω της πανδημίας, και ενδέχεται να εντείνουν την εσωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, σε μια περίοδο έντονης αβεβαιότητας.

Σε απόλυτους όρους, σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών (ΕΟΠ), η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε, το 2020, στα 15.982 ευρώ, σημειώνοντας μείωση της τάξης του -9.9%, σε σύγκριση με το 2019.Η διττή κρίση (δημοσιονομική και υγειονομική) έχει συρρικνώσει τη δαπάνη των νοικοκυριών κατά -37.1%, σε σχέση με το 2008.

Το στοιχείο αυτό αντανακλά τη συρρίκνωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, το οποίο μεταφράστηκε σε μειωμένες δαπάνες και, εν τέλει, σε χαμηλούς τζίρους για τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα δεδομένα του ΟΟΣΑ, η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 2.1%, το 2021, για να προσεγγίζει μεγέθυνση της τάξης του 4.4%, το 2022, και 2.1%, το 2023.

Η ιδιωτική κατανάλωση σταθεροποιείται, λόγω και της μεταστροφής των καταναλωτικών προτύπων. Σημαντικός πυλώνας σταθεροποίησης της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι η διεύρυνση του ηλεκτρονικού εμπορίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι 6 στους 10 καταναλωτές, που έχουν χρησιμοποιήσει έστω και μια φορά το internet, πραγματοποίησαν (εντός του πρώτου τριμήνου του 2021) κάποια ηλεκτρονική αγορά (ή παραγγελία).

Οι προοπτικές

H εκτιμωμένη σημαντική μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης, το 2022, σχετίζεται με τη σταδιακή εκταμίευση των πόρων του RRF, αλλά και με την ενίσχυση της τουριστικής δραστηριότητας, μετά από μια διετία προβληματικών επιδόσεων, λόγω COVID-19. Σε κάθε περίπτωση, μια βιώσιμη, αλλά και διατηρήσιμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να συνδεθεί με την παράλληλη ενίσχυση και των λοιπών συνιστωσών του ΑΕΠ, όπως η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές. Όπως σημειώθηκε και παραπάνω, η παραγωγική αξιοποίηση των πόρων του RRF είναι κρίσιμης σημασίας για τον επιτυχή μετασχηματισμό των επιχειρήσεων και τη συνακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας.

Όσον αφορά στην ιδιωτική κατανάλωση, μια σημαντική παράμετρος είναι η ενίσχυση των χαμηλότερων εισοδημάτων. Οι πληθωριστικές πιέσεις συρρικνώνουν τα σταθερά εισοδήματα εκείνων των στρωμάτων που έχουν μια σταθερά υψηλή ροπή προς κατανάλωση (π.χ. συνταξιούχοι και μισθωτοί).

Στο επίπεδο αυτό, η στήριξη των χαμηλών εισοδημάτων, πέρα από κοινωνικά δίκαιη, είναι αναγκαία για τη βιώσιμη «επανεκκίνηση» της αγοράς. Η διττή κρίση της ελληνικής οικονομίας (δημοσιονομική και υγειονομική) όξυνε τις κοινωνικές ανισότητες, καθώς σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα, στον ενήλικα πληθυσμό, το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών ανέρχεται, το 2020, στο 17.6% του πληθυσμού, όντας 0.6% αυξημένο, σε σχέση με το 2019, και 7.3%, σε σχέση με το 2009.