Αν κάτι χρειάζεται περισσότερο αυτή την περίοδο η ελληνική οικονομία, πέρα από την αναγκαία δημοσιονομική στήριξη, είναι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης στις προοπτικές της, και η σταδιακή βελτίωση της ψυχολογίας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Στην τόνωση του οικονομικού κλίματος, αναμφίβολα παίζουν ρόλο και οι όποιες θετικές ειδήσεις. Και μία τέτοια ακριβώς είδηση, που προκάλεσε ευχάριστη έκπληξη, προήλθε από την Standard&Poors (S&P).

Του Σπύρου Σταθάκη

Συγκεκριμένα, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης αναβάθμισε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα ‘BB’ από ‘BB-‘ με θετικές προοπτικές, αναφέροντας ότι αναμένει ταχεία βελτίωση των οικονομικών και δημοσιονομικών επιδόσεων της Ελλάδας καθώς θα υποχωρούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού.

Οι θετικές προοπτικές σημαίνουν ότι ο S&P μπορεί να αναβαθμίσει περαιτέρω το αξιόχρεο της Ελλάδας τους επόμενους 12-18 μήνες, «αν η οικονομική ανάκαμψη είναι ταχύτερη από ό,τι προβλέπουμε τώρα και ισχυρότερη από αυτή των χωρών της κατηγορίας της.

Ουσιαστική βελτίωση της επίδοσης

Η περαιτέρω αναβάθμιση μπορεί επίσης να εξαρτηθεί από μία ουσιαστική βελτίωση της δημοσιονομικής επίδοσης σε συνδυασμό με μία έντονη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η S&P αναμένει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 4,9% φέτος και 5,8% το 2022 μετά την ύφεση 8,2% πέρυσι που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό.

ο ελληνικό δημόσιο, ωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά διαθέσιμα και η οικονομία θα λάβει πρόσθετη στήριξη από τις επικείμενες επιχορηγήσεις και δάνεια από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε. Ο οίκος αξιολόγησης αναμένει, ότι οι κυβερνητικές πολιτικές θα επιταχύνουν τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική προσαρμογή, παγιώνοντας την καθοδική τάση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Όπως ήταν φυσιολογικό, η εξέλιξη αυτή έφερε χαμόγελα στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Σύμφωνα και με σχετικές δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών, κ. Χρήστου Σταϊκούρα, είναι η δεύτερη φορά που διεθνής οίκος αξιολόγησης αναβαθμίζει, εν μέσω της υγειονομικής κρίσης και των συνθηκών υψηλής αβεβαιότητας που αυτή έχει δημιουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο, το αξιόχρεο της χώρας.

Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα εξαιρετικά σημαντικό, θετικό γεγονός για την ελληνική οικονομία, που οφείλεται στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση ορθών πολιτικών στο πεδίο της οικονομίας και γενικότερα στην αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής, καθώς και σε σειρά μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών.

Τα δημοσιονομικά, οι τράπεζες και το Ταμείο Ανάκαμψης

 Ενδιαφέρον έχουν και οι παρατηρήσεις της S&P σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας: Την ευρύτερη δημοσιονομική κατάσταση, την εικόνα του τραπεζικού συστήματος, και τις επιδράσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.

  1. Το δημοσιονομικό “μέτωπο”: Ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα διαμορφωθεί το 2021 στο 6,9% του ΑΕΠ, έναντι ελλείμματος 9,7% το 2020. Ωστόσο, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του 2020 η απαίτηση για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης της Ε.Ε., ανεστάλη. Ο κρατικός προϋπολογισμός της Ελλάδας για το 2021 στοχεύει στην υποστήριξη της οικονομικής ανάκαμψης, ιδίως στους τομείς που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία. Τα σχέδια περιλαμβάνουν την παροχή κινήτρων για απασχόληση, τη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης για υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και την άρση του φόρου κοινωνικής αλληλεγγύης για ιδιώτες και αυτοαπασχολούμενους.

Η S&P προβλέπει ότι το δημόσιο χρέος θα μειωθεί στο 201% περίπου του ΑΕΠ το 2021, από περίπου 206% το 2020, πριν μειωθεί περαιτέρω την περίοδο 2022-2024. Στην πρόβλεψη αυτή λαμβάνονται υπ’ όψιν η αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη και το περιορισμένο δημοσιονομικό έλλειμμα.

Χωρίς τα ταμειακά διαθέσιμα, αναμένει μείωση του καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης το 2021 περίπου στο 184% του ΑΕΠ, από περίπου 188% του ΑΕΠ το 2020.Εντούτοις, παρά τη σημαντική επιδείνωση του δημοσιονομικού ισοζυγίου και του δημόσιου χρέους το 2020, η Ελλάδα εισήλθε στην πανδημία με σημαντικά δημοσιονομικά μαξιλάρια. Αυτό αποδεικνύεται από την υποκείμενη δημοσιονομική θέση πριν από την πανδημία (εκτιμάται πλεόνασμα περίπου 2% του ΑΕΠ το 2019), καθώς και από το σημαντικό μαξιλάρι ρευστότητας (εκτιμάται σε περίπου 17% του ΑΕΠ στα τέλη του 2020), που μειώνει σημαντικά τις χρηματοδοτικές ανάγκες.

  1. Το “μέτωπο” των τραπεζών: Η S&P σημειώνει, ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταγράψει πρόοδο ως προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, που διαμορφώθηκαν στα 58,7 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2020 από περίπου 68 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 και 107,2 δισ. ευρώ τον Μάρτιο του 2016. Επιπλέον, η κυβέρνηση έχει θεσπίσει το πρόγραμμα “Ηρακλής”, το οποίο προβλέπει τη χορήγηση κρατικών εγγυήσεων για τιτλοποιήσεις “κόκκινων” δανείων ανώτερης εξασφάλισης για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ων τραπεζών.

Σύμφωνα με την S&P, τέτοια μέτρα θα βοηθήσουν την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και θα επιταχύνουν την οικονομική ανάκαμψη, μέσω της εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών. Συν τοις άλλοις, οι προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της κυβέρνησης για δύο ακόμα προγράμματα διευκόλυνσης των τραπεζών για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους αποτελούν βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση. Εφόσον οι τρέχουσες συναλλαγές ολοκληρωθούν σύμφωνα με τον προγραμματισμό, εκτιμάται πως ο δείκτης των “κόκκινων” δανείων σε όλο το σύστημα θα υποχωρήσει κάτω από το 20% έως τα τέλη του 2022. Προβλέπεται, ωστόσο, ότι η συνέχιση της πανδημίας θα αυξήσει τον αριθμό των προβληματικών δανείων.

  1. Το “μέτωπο” του Ταμείου Ανάκαμψης: Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης, οι προσπάθειες στήριξης της ελληνικής οικονομίας ενισχύθηκαν από τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα. Η δημοσιονομική στήριξη της Ε.Ε. κινείται σε δύο άξονες:

Πρώτον, μέσω του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου πρόκειται να διανεμηθούν σχεδόν 40 δισ. ευρώ (22,7% του ΑΕΠ του 2019) στις ελληνικές αρχές κατά την περίοδο 2021-2027.

Δεύτερον, μέσω του Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ, από το οποίο η Ελλάδα αναμένεται να λάβει περίπου 32 δισ. ευρώ (18,2% του ΑΕΠ του 2019), εκ των οποίων τα 19,4 δισ. ευρώ (11,0% του ΑΕΠ του 2019) θα είναι σε επιχορηγήσεις και τα υπόλοιπα 12,6 δισ. ευρώ σε δάνεια.

Σύμφωνα με τον οίκο, τα κεφάλαια αυτά, εάν χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά, θα επιτρέψουν στην ελληνική οικονομία να προχωρήσει σε περαιτέρω διαρθρωτικές κινήσεις, ιδίως για την αντιμετώπιση του μεγάλου επενδυτικού κενού, που είναι αποτέλεσμα της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής που απαιτείται από την Ελλάδα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Ειδικά σε ό,τι αφορά τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, η ελληνική οικονομία θα είναι η πλέον ωφελημένη, καθώς θα επιδείξει τα υψηλότερα κέρδη σε όρους ανάπτυξης από όλες τις χώρες στην Ευρωζώνη, τα επόμενα επτά χρόνια. Σε δύο σενάρια που εξετάζει η S&P, η ανάπτυξη της Ελλάδας και του ΑΕΠ την περίοδο 2020-2026 θα μπορούσε σωρευτικά να διαμορφωθεί από 8,3% έως 18,3%, στην περίπτωση μια ισχυρής θετικής επίδρασης του Ταμείου Ανάκαμψης.

Η χρηματοδότηση των ελλειμμάτων, το δημόσιο χρέος, και η αναβάθμιση

 Σε κάθε περίπτωση, η αναβάθμιση από την S&P, η οποία φέρνει την ελληνική οικονομία μία “ανάσα” πλέον από την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, ενισχύει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών, και διευκολύνει το δανεισμό μέσω των αγορών ομολόγων. Όπως σημειώνει και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), παρά την αυξημένη αβεβαιότητα που χαρακτήρισε την πορεία των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών το 2020 λόγω της εξέλιξης της πανδημίας, παρατηρήθηκε σημαντική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου μετά τα μέσα Μαρτίου.

Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν η συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων PEPP (Pandemic Emergency Purchase Programme) της ΕΚΤ, η προοπτική άντλησης κεφαλαίων για επενδύσεις στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU, η ευρεία αναγνώριση των θετικών προοπτικών της ελληνικής οικονομίας και τα ιδιαιτέρως ευνοϊκά χαρακτηριστικά του ελληνικού δημόσιου χρέους.

Ειδικότερα, στο τέλος του 2020, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου του Ελληνικού Δημοσίου περιορίστηκε σε 0,63% και η διαφορά απόδοσης έναντι του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου υποχώρησε σταδιακά στις 120 μ.β.

Παράλληλα, οι δείκτες κάλυψης των ομολογιακών εκδόσεων ήταν ιδιαίτερα υψηλοί, καταδεικνύοντας την ισχυρή ζήτηση των ελληνικών τίτλων, κυρίως εκ μέρους θεσμικών επενδυτών. Συγκεκριμένα, τα στοιχεία των ομολογιακών εκδόσεων του 2020 δείχνουν ότι η επενδυτική βάση των κατόχων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου διευρύνθηκε παρά την πανδημία, με το μερίδιο των μακροπρόθεσμων θεσμικών επενδυτών (κεντρικές τράπεζες, ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία) να αυξάνεται κατά μέσο όρο στο 11% της συνολικής κατανομής των ομολόγων που εκδόθηκαν το 2020 (από 9% κατά μέσο όρο το 2019). Λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική δανειακή δραστηριότητα του έτους, η μέση φυσική διάρκεια του νέου δανεισμού στο τέλος του 2020 διαμορφώθηκε σε 10 έτη (από 4,05 έτη το 2019) και το μέσο σταθμικό επιτόκιο του νέου δανεισμού στο 0,96%.

Περιορισμένοι οι κίνδυνοι

Οι εξελίξεις αυτές, όπως ήταν φυσικό, συνέβαλαν θετικά στην κάλυψη των υψηλών χρηματοδοτικών αναγκών του έτους, λόγω των έκτακτων αναγκών χρηματοδότησης του δημοσιονομικού ελλείμματος που προέκυψαν εξαιτίας της πανδημίας και των μέτρων στήριξης. Από κει και πέρα, η ΤτΕ σημειώνει ότι, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία της οικονομίας και τα δημοσιονομικά μεγέθη την περίοδο 2020-2022, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω της ευνοϊκής διάρθρωσης των αποπληρωμών, αλλά και της σύνθεσης του χρέους. Κατ’ επέκταση, η εκτιμώμενη αύξηση του λόγου του δημόσιου χρέους και των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών προς το ΑΕΠ δεν αναμένεται να υπονομεύσει τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.

Το στοίχημα της “επανεκκίνησης”

 Οι παραπάνω θετικές εξελίξεις, αν μην τι άλλο, δίνουν την ευχέρεια στην κυβέρνηση να σχεδιάσει με λιγότερο άγχος τα επόμενα βήματα στην οικονομική της πολιτικής. Φυσικά υπάρχει πάντα και ο αστάθμητος παράγοντας της υγειονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού, καθοριστικός παράγοντας για τις εξελίξεις στο “μέτωπο” της ελληνικής οικονομίας. Εξάλλου στο ΥΠΟΙΚ γνωρίζουν καλά, ότι η διαδικασία μετάβασης στην μετά τον κορωνοϊό εποχή, δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση.

Σύμφωνα λοιπόν, με την παρουσίαση των στοιχείων για την επανεκκίνηση της οικονομίας, που πραγματοποίησε στο υπουργικό συμβούλιο ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, ως βασικοί στόχοι ορίζονται, μεταξύ άλλων: Η επίτευξη υψηλών και διατηρήσιμων ρυθμών μεγέθυνσης την επόμενη περίοδο (>3%) από το 2021.

Η έξοδος της χώρας από το καθεστώς της Ενισχυμένης Εποπτείας εντός του 2022.Η επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων («κόκκινα» δάνεια), μέχρι το τέλος του 2022. Η επίτευξη δημοσιονομικής ισορροπίας και ικανοποιητικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Δημοσιονομική βελτίωση από το 2022 και ικανοποιητικά, ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Η επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας, έως το 1ο εξάμηνο 2023.

Πιο αναλυτικά, το ΥΠΟΙΚ προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 6,2% το επόμενο έτος, από 3,6% εφέτος, ενώ το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 4,1% το 2023 και κατά 4,4% το 2024. Η μεγάλη αυτή άνοδος του ΑΕΠ το 2022 θα οφείλεται κυρίως στις ιδιωτικές επενδύσεις (με βάση τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης), οι οποίες εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 30,3% το επόμενο έτος, από 7% εφέτος, και κατά 12,3% και 10,8% τα δύο επόμενα έτη, αντίστοιχα.

Επίσης, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, που θα αυξηθούν 10,4% εφέτος, 13,8% το 2022, κατά 7,5% το 2023 και κατά 6,2% το 2024. Πάντως, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, η αρχική πρόβλεψη του κρατικού προϋπολογισμού, ήταν για ανάκαμψη της τάξεως του 4,8% φέτος. Άρα, με το 3,6%, έχουμε μία αναθεώρηση επί τα χείρω.

Οι παραπάνω οικονομικοί στόχοι αναμένεται να στηριχθούν από μια “νέα γενιά” δημοσιονομικών μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που έχουν ως εξής:

  • Η συνέχιση ενίσχυσης πληττόμενων νοικοκυριών και επιχειρήσεων και η σταδιακή μετάβαση σε μέτρα επανεκκίνησης της οικονομίας.
  • Το Πρόγραμμα «ΓΕΦΥΡΑ» για την επιδότηση δόσεων δανείων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
  • Η επιδότηση μέρους των παγίων δαπανών επιχειρήσεων.
  • Η μη επιστρεπτέα επιχορήγηση σε μικρές επιχειρήσεις μέσω των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
  • Η υλοποίηση στοχευμένων προγραμμάτων στήριξης κλάδων της οικονομίας μέσω του ΕΣΠΑ (π.χ. εστίαση, τουρισμός, γυμναστήρια, παιδότοποι κ.ά.)
  • Το νέο εγγυοδοτικό πρόγραμμα μέσω των τραπεζών για πολύ μικρές επιχειρήσεις.
  • Η επέκταση του μέτρου της μείωσης του ενοικίου και των αποζημιώσεων ειδικού σκοπού για εργαζομένους (Μάιος), καθώς και η επέκταση του προγράμματος ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ (έως τον Σεπτέμβριο).
  • Η κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών (και πρόσθετη επιδότηση για μακροχρόνια άνεργους και εποχικά απασχολούμενους) μέσω του προγράμματος δημιουργίας 100.000 νέων θέσεων εργασίας (για 6 μήνες).
  • Τα προγράμματα κατάρτισης του υπουργείου Εργασίας (με τον ΟΑΕΔ).
  • Η ενίσχυση του κοινωνικού τουρισμού.
  • Οι ρυθμίσεις φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων.

Επιπλέον, η κυβέρνηση προχωρά στην υλοποίηση 5 μέτρων-«γέφυρα» προς τη μετακορωνοϊό εποχή, στο πεδίο της φορολογικής πολιτικής μάλιστα, μέσω των οποίων παρέχεται, πρόσθετη, σημαντική στήριξη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ώστε αυτές να ανασυνταχθούν μετά τη δοκιμασία της πανδημίας και να τονωθεί η ρευστότητά τους.

Τα μέτρα αυτά είναι τα εξής:

1ο. Μειώνεται από φέτος, σε μόνιμη βάση, για όλα τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, η προκαταβολή φόρου από το 100% στο 55%.

2ο. Μειώνεται, σε μόνιμη βάση, για τα νομικά πρόσωπα και τις νομικές οντότητες η προκαταβολή φόρου από το 100% στο 80% από το 2022.Ειδικά για φέτος, αυτή μειώνεται ακόμη περισσότερο, στο 70%.

3ο. Μειώνεται, σε μόνιμη βάση, από το 2022 (φορολογικό έτος 2021) ο συντελεστής φόρου όλων των νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων, από το 24% στο 22%.

4ο. Επεκτείνεται η μείωση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες των ασφαλιστικών εισφορών των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα και το 2022.

5ο. Επεκτείνεται η αναστολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα και το 2022.

Δείτε όλες τις  τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα  και τον  Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Radar.gr.