Οι τελευταίοι 20 μήνες χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητες και προκλήσεις, εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης. Οι επιπτώσεις της πανδημίας στις οικονομίες ήταν αξιοσημείωτες, οδηγώντας σε ύφεση. Μεγάλη ήταν η ύφεση και στην ελληνική οικονομία φυσικά, ως αποτέλεσμα της πρωτοφανούς υγειονομικής κρίσης. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση, θέλοντας να προστατεύσει και να στηρίξει τους πολίτες, υποχρεώθηκε να προβεί σε αλλαγές των πολιτικών της προτεραιοτήτων.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Όπως επισημαίνει σε σχετική ανάλυση το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΟΕΕ), η επιβολή περιοριστικών μέτρων στην κίνηση (lockdown) ήταν αναγκαία, με απώτερο σκοπό την προστασία των πολιτών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οικονομική δυσπραγία και ακόμα και την χρεοκοπία πολλών επιχειρήσεων. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κυβέρνηση ορθά προχώρησε σε επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, με παρεμβάσεις στη χώρα μας που αγγίζουν τα 42 δισ. ευρώ. Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις, μαζί με τις υγειονομικές εξελίξεις και την επιτάχυνση του εμβολιασμού, έφεραν να πρώτα σημάδια ανάκαμψης των οικονομιών. Μάλιστα, οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας κρίνονται άκρως ενθαρρυντικές, με στόχο την κάλυψη του χαμένου εδάφους το πρώτο εξάμηνο του 2022.

Ειδικότερα, όπως γράφαμε και την προηγούμενη εβδομάδα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις φθινοπωρινές προβλέψεις της αναθεώρησε επί τα βελτίω την εκτίμησή της για τον ρυθμό μεγέθυνσης για το 2021 σε 7,1% από 4,3%, σύμφωνα με τις καλοκαιρινές προβλέψεις της, ως απόρροια της αναμενόμενης ισχυρής ανάκαμψης τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης, όσο και των επενδύσεων, λόγω της αναμενόμενης εισροής πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, καθώς και τα επόμενα έτη. Επιπροσθέτως, σημαντικός παράγοντας που αναμένεται να καταστήσει τη χώρα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό αποτελεί η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα στην επόμενη διετία και ειδικότερα η επιστροφή της στην επενδυτική βαθμίδα.

Με ανοιχτές πληγές οι οικονομία το 2021

Οι προοπτικές παραμένουν θετικές

Και η ΤτΕ από την πλευρά της προβλέπει ότι για το 2021 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ αναμένεται να διαμορφωθεί πάνω από 7%, αρκετά υψηλότερα δηλαδή σε σύγκριση με τις αρχικές εκτιμήσεις. Σε αυτό συνηγορούν το βελτιωμένο οικονομικό κλίμα, η αποδέσμευση της μη ικανοποιηθείσας ζήτησης, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αλλά και η ιδιαίτερα ενθαρρυντική πορεία των επενδύσεων και των εξαγωγών. Ειδικότερα, οι εισπράξεις από τον τουρισμό φαίνεται φέτος να ξεπερνούν σημαντικά τις προσδοκίες ενώ και οι εξαγωγές αγαθών (όπως είδη διατροφής, προϊόντα διυλιστηρίου και φάρμακα) φάνηκαν ιδιαίτερα ανθεκτικές καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας έως και σήμερα. Βέβαια, εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα που σχετίζεται με την εξέλιξη της πανδημίας και την απροθυμία εμβολιασμού μερίδας πολιτών ενώ υπάρχουν πληθωριστικές πιέσεις στις πρώτες ύλες, στο κόστος μεταφορών και στην ενέργεια.

Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα επόμενα έτη αναμένονται ρυθμοί μεγαλύτεροι από το δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης δεδομένου του μεγάλου παραγωγικού κενού που χαρακτηρίζει σήμερα την οικονομία καθώς και λόγω του γεγονότος πως η ελληνική οικονομία ανακάμπτει από μια δεκαετία που σημειώθηκε σημαντική απώλεια στο επίπεδο του ΑΕΠ. Οι παράγοντες που δικαιολογούν τέτοιες προσδοκίες είναι οι εξής:

Πρώτον, ο ρυθμός αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα τα τελευταία τρίμηνα είναι ασυνήθιστα υψηλός (περίπου 16% του ΑΕΠ από περίπου 6% του ΑΕΠ το 2029), σε μεγάλο βαθμό λόγω των μέτρων στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων λόγω πανδημίας. Οι υψηλές αποταμιεύσεις αντανακλώνται στην αύξηση των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα κατά 29,6 δισ. ευρώ – δηλαδή 18% του ΑΕΠ- από τον Μάρτιο του 2020. Η σταδιακή αποκλιμάκωση του υψηλού ρυθμού αποταμίευσης θα ενισχύσει την εγχώρια ζήτηση και ιδιαίτερα την ιδιωτική κατανάλωση.

Δεύτερον, η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 30,5 δισ. ευρώ για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε τομείς όπως η πράσινη οικονομία και ο ψηφιακός μετασχηματισμός.

Τρίτον, η αυξημένη δυνατότητα του τραπεζικού συστήματος να συμβάλει στη χρηματοδότηση αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.

Μεσοπρόθεσμα, η προοπτική υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης αποδίδεται όχι μόνο στις αναμενόμενες επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά, ακόμα περισσότερο, στην αύξηση της παραγωγικότητας που θα προκληθεί από τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Επίσης, με την έξοδο από την πανδημία, θα αποκατασταθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και θα επιστρέψει ο προϋπολογισμός σε πρωτογενή πλεονάσματα.

Αυτό, όπως σημειώνει η ΤτΕ, μαζί με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα διασφαλίσει τη σταδιακή αποκλιμάκωση του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, που αυξήθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα των μέτρων στήριξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Είναι σημαντικό οι ανάγκες χρηματοδότησης για την επόμενη δεκαετία να παραμείνουν διαχειρίσιμες και να διατηρηθεί σε χαμηλό επίπεδο το κόστος δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των έκτακτων μέτρων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Δεν υπάρχουν περιθώρια για χαλάρωση των μακροπρόθεσμων στόχων πρωτογενούς πλεονάσματος, διότι η επανεμφάνιση των δίδυμων ελλειμμάτων και το υψηλό επίπεδο ιδιωτικού και δημόσιου χρέους καθιστούν την οικονομία ευάλωτη σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς.

Ο προβληματισμός για την άνοδο του πληθωρισμού

Επιστρέφοντας όμως στην ανάλυση του ΟΕΕ, η αναμενόμενη οικονομική ανάπτυξη φαίνεται να επισκιάζεται από την αύξηση του πληθωρισμού και των τιμών στο καλάθι του καταναλωτή. Σύμφωνα με το ΟΕΕ, οι λόγοι που έχουν οδηγήσει σε αυτό το φαινόμενο είναι ένα σύμπλεγμα οικονομικών πολιτικών αλλά και γεωστρατηγικών. Μάλιστα, ο πληθωρισμός μπορεί να είναι παροδικός αλλά και σίγουρα πιο επίμονος σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις.
Η κυριότερη αιτία του πληθωρισμού φαίνεται να είναι η ανισορροπία που έχει προκληθεί στη ζήτηση και προσφορά αγαθών.

Η άρση των περιορισμών είχε ως αποτέλεσμα την ταχύτατη αύξηση της κατανάλωσης, ειδικότερα μάλιστα από τη στιγμή όπου τα φυσικά και νομικά πρόσωπα αποταμίευσαν περισσότερο κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όμως, η παραγωγή δεν έχει καταφέρει να φθάσει στα επιθυμητά επίπεδα, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να καλύψει τη ζήτηση και ο πληθωρισμός αυξάνει.

Άλλωστε ότι η εφοδιαστική αλυσίδα διακόπηκε απότομα, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται ελλείψεις προϊόντων αλλά και αυξήσεις του κόστους μεταφοράς. Επιπροσθέτως και οι κλάδοι που είχανε τις μεγαλύτερες απώλειες κατά τη διάρκεια της πανδημίας (τουρισμός, και εστίαση), επανέρχονται σταδιακά στα επίπεδα προ κορωνοϊού. Ένας άλλος λόγος αύξησης του πληθωρισμού, είναι η επεκτατική νομισματική πολιτική που ακολουθήθηκε από τις κεντρικές τράπεζες, με στόχο την παροχή ρευστότητας στις αγορές.

Τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση και οι συνέπειες της πανδημίας στη συνέχεια, οι κεντρικές τράπεζες τύπωσαν νέο χρήμα το οποίο διοχέτευσαν στην οικονομία μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων με μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά επιτόκια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της κατανάλωσης και ιδιαίτερα σε μία περίοδο όπου η προσφορά ήταν ιδιαιτέρως μειωμένη. Τέλος, ειδική μνεία χρήζει ο ενεργειακός κλάδος, αφού η κυριότερη αιτία των αυξήσεων του πληθωρισμού έρχεται από την πλευρά των ανατιμήσεων στις τιμές της ενέργειας. Βέβαια, αυτές οι ανατιμήσεις δεν έχουν πραγματοποιηθεί μόνο εξαιτίας του υψηλού κόστους μεταφοράς, των υψηλών τιμών άνθρακα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ή της αδυναμίας αποθήκευσης της ενέργειας.

ΑΑΔΕ: Συναγερμός από «κρασάριμα» του Taxisnet και τα «φουσκώμενα» εκκαθαριστικά

Μείωση των αποθεμάτων ενέργειας

Η αύξηση των τιμών στα εμπορεύματα ενέργειας προκλήθηκε κυρίως εξαιτίας της αυξανόμενης ζήτησης, σε αναντιστοιχία με την προσφορά. Αυτή η αναντιστοιχία είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν ραγδαία τα αποθέματα ενέργειας στην Ευρώπη. Εξίσου, σημαντικός παράγοντας είναι οι δραστικές αλλαγές στο ενεργειακό σύστημα και η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές.

Όμως, ο κύριος λόγος είναι γεωστρατηγικός και συνδέεται τόσο με τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας, όσο και από τις βλέψεις του κύριου προμηθευτή της Ευρώπης με Φυσικό Αέριο, της Ρωσίας. Ειδικότερα, η έλλειψη φυσικού αερίου, που έχει ως αποτέλεσμα τις ανατιμήσεις στην ενέργεια, οφείλεται στην αδυναμία της ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης να καταλήξει σε μακροπρόθεσμες συμφωνίες αγορές φυσικού αερίου με τον κύριο προμηθευτή της, την Ρωσία. Το Κρεμλίνο, γνωρίζοντας την κυρίαρχη θέση που κατέχει στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, προσπαθεί να ασκήσει πιέσεις, περιορίζοντας τις ποσότητες φυσικού αερίου.

Το “αποτύπωμα” στην οικονομία

Όπως αναλύει σχετικά και η Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ), οι πληθωριστικές πιέσεις στην ελληνική οικονομία ήταν σχετικά ήπιες μέχρι το 9μηνο του 2021, λόγω του αρνητικού πληθωρισμού στις υπηρεσίες, ωστόσο εντάθηκαν τον Οκτώβριο, με την ετήσια αύξηση του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) να ανέρχεται στο 3,4% (από 0,2%, κατά μ.ό., στο 9μηνο) –υψηλό 11 ετών– με συγχρονισμένη επιτάχυνση των ανατιμήσεων στις περισσότερες κατηγορίες αγαθών (κυρίως καυσίμων και τροφίμων) και υπηρεσιών και ταχύτερη μετακύλιση των αυξήσεων από τις τιμές εισαγωγών.

Η ενδυνάμωση της εγχώριας ζήτησης συνετέλεσε στην αυξητική τάση.Στην εν λόγω εξέλιξη, είναι εμφανές, ότι κομβικό ρόλο διαδραμάτισε η αύξηση των τιμών ενέργειας (συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρισμού), η οποία έχει συνολική στάθμιση 10,5% στον ελληνικό ΔΤΚ και εκτιμάται ότι προσέθεσε 2,6 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια μεταβολή του δείκτη τον Οκτώβριο, εκ των οποίων περίπου 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σχετίζονταν με ανατιμήσεις στη λιανική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, με τις τελευταίες να περιορίζονται μέσω των επιδοτήσεων.

Ειδικά όσον αφορά το φυσικό αέριο, αν και η άμεση στάθμισή του στο «καλάθι του καταναλωτή» είναι πολύ μικρότερη από το πετρέλαιο και τα παράγωγά του (περίπου 0,2% έναντι 5,5% για τα πετρελαϊκά προϊόντα), η σημαντική συνεισφορά του στην ηλεκτροπαραγωγή αυξάνει τις έμμεσες επιδράσεις του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η στάθμιση του ηλεκτρισμού στο ΔΤΚ ανέρχεται στο 3,9%, ενώ σχεδόν 40% της ηλεκτροπαραγωγής (κατά μ.ό.) στην Ελλάδα βασίζεται στο φυσικό αέριο.

Ο δομικός πληθωρισμός – βάσει του ορισμού που εξαιρεί τα καύσιμα και τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά και διαφοροποιείται από τον «πυρήνα πληθωρισμού» όπως ορίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ (ο οποίος εξαιρεί επιπροσθέτως τις κατηγορίες διατροφής, ποτών καπνού και ηλεκτρικού ρεύματος) – παρέμεινε αρνητικός μέχρι τον Ιούλιο και πέρασε σε θετικό έδαφος από τον Αύγουστο (0,4% κατά μ.ο. το δίμηνο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου), κλιμακούμενος σε εκτιμώμενο υψηλό 10-ετίας 1,6% τον Οκτώβριο.

Σύμφωνα με την ΕΤΕ, η πιο προσεκτική τιμολογιακή πολιτική στις υπηρεσίες και η διατήρηση ορισμένων στοχευμένων μειώσεων του ΦΠΑ σε υποκατηγορίες εστίασης, τουρισμού, αναψυχής και μεταφορών, που είχαν εισαχθεί μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, συγκράτησαν τον πληθωρισμό υπηρεσιών σε αρνητικό έδαφος το 9μηνο του 2021 (- 0,7% ετησίως). Ωστόσο, οι πληθωριστικές πιέσεις εντάθηκαν τον Οκτώβριο, τόσο στα αγαθά όσο και στις υπηρεσίες (κυρίως αερομεταφορές που, επίσης, επηρεάζονται άμεσα από το ενεργειακό κόστος), υποβοηθούμενες και από την ισχυρή οικονομική δραστηριότητα.

Ανάλυση: Oι προοπτικές ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομάς

Οι επιπτώσεις της ανόδου των τιμών στην οικονομική ανάπτυξη

Στην ανάλυσή της η ΕΤΕ σημειώνει ότι, η αρνητική επίδραση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών από την εκτιμώμενη επιτάχυνση του πληθωρισμού κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες το 4ο τρίμηνο του 2021 και κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες κατά μ.ό. το 2022, σε σύγκριση με το μ.ό. του 9μηνου του 2021, αντισταθμίζεται από:

α) το εκτιμώμενο €1 δισ. (0,6% του ετήσιου ΑΕΠ) έκτακτων μέτρων στήριξης για την ενεργειακή κρίση,

β) την ισχυρότερη από το αναμενόμενο δυναμική της αγοράς εργασίας – με το ποσοστό ανεργίας σε χαμηλό 11 ετών (13% το Σεπτέμβριο) και την απασχόληση να αυξάνεται κατά 4,9% ετησίως το 3ο τρίμηνο, η οποία προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί με ηπιότερο ρυθμό, με την αύξηση της απασχόλησης να ανέρχεται στο 3,6% ετησίως το 4ο τρίμηνο του 2021 και στο 2,5% κατά μ.ό. το 2022, συνεισφέροντας αντίστοιχα στην ενίσχυση των εισοδημάτων από εργασία, και

γ) την αύξηση του βασικού μισθού κατά 2% (στα €663 από €650 το μήνα) από 1-1-2022. Θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι σημειώθηκε σημαντική αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 7,4% ετησίως στο σύνολο του 2020, ως αποτέλεσμα της επιβεβλημένης στήριξης στην απασχόληση λόγω πανδημίας εν μέσω απότομης συρρίκνωσης του ΑΕΠ μέχρι και τις αρχές του 2021.

Βασικός στόχος είναι να περιοριστεί ο κίνδυνος σημαντικών δευτερογενών πληθωριστικών επιδράσεων που θα μπορούσαν να παρατείνουν τις αρνητικές συνέπειες για την οικονομία. Ως εκ τούτου, η εν εξελίξει αύξηση της παραγωγικότητας, που εκτιμάται στο 4% περίπου κατά μ.ό. το 2021-22, θα πρέπει να αντισταθμίσει την προηγηθείσα αύξηση στο μοναδιαίο κόστος εργασίας στηρίζοντας την ανταγωνιστικότητα και αποτρέποντας την ανατροφοδότηση του πληθωρισμού μέσω περαιτέρω αύξησης στο εργασιακό κόστος.

Αυτό είναι επίσης σημαντικό, προκειμένου να μην ασκηθεί πρόσθετη πίεση στις επιχειρήσεις – που δεν απολαμβάνουν αντίστοιχο δίχτυ προστασίας όπως τα νοικοκυριά – τόσο από το αυξημένο παραγωγικό και μεταφορικό κόστος όσο και από το εργασιακό κόστος, που να τις ωθήσει στο να «περάσουν» μεγαλύτερο ποσοστό των αυξήσεων στους καταναλωτές. Παράλληλα, οι υγιείς επιχειρήσεις καλούνται να χρησιμοποιήσουν μέρος της υπεραπόδοσής τους κατά το 9μηνο – με τον κύκλο εργασιών και την κερδοφορία ειδικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες να υπερβαίνουν σημαντικά τις επιδόσεις του 3ου τριμήνου του 2019 – προκειμένου να ανταπεξέλθουν στη σημαντική αλλά προσωρινή αύξηση του κόστους παραγωγής και μεταφοράς, συγκρατώντας το βαθμό μετακύλισης του κόστους στον καταναλωτή.

Ο προαναφερόμενος αντίκτυπος του πληθωρισμού στο πραγματικό (δηλ. το αποπληθωρισμένο) διαθέσιμο εισόδημα αποτελεί και το βασικό μηχανισμό μετάδοσης του ενεργειακού σοκ στο ΑΕΠ, οι επιδράσεις του οποίου, ωστόσο, αντισταθμίζονται μέσω των στοχευμένων ενισχύσεων προς τα νοικοκυριά και τις πιο ευάλωτες κοινωνικές ομάδες καθώς και λόγω της κεκτημένης δυναμικής της οικονομικής δραστηριότητας και της αγοράς εργασίας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΤΕ, ο αντίκτυπος στην αναπτυξιακή επίδοση το 4ο τρίμηνο του 2021 θα είναι περιορισμένος (-0,8% στο ΑΕΠ του 4ου τριμήνου, στο 4,7% από προηγούμενη εκτίμηση 5,5%) και δε φαίνεται να επαπειλεί την επίτευξη ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ 7,5% για το σύνολο του έτους, αν συνεκτιμηθεί και η υπεραπόδοση της οικονομίας μέχρι και το 9μηνο. Για το 2022, η ετησιοποιημένη επίδραση εκτιμάται στο -0,3%, οδηγώντας σε οριακή μόνο αναθεώρηση της ετήσιας πρόβλεψης για ανάπτυξη το 2022 στο +4,3% από +4,6% προηγουμένως.