Στην τελική ευθεία προς την 5η Νοεμβρίου, οι φετινές αμερικανικές προεδρικές εκλογές που μονοπωλούν το διεθνές ενδιαφέρον. Ήδη από πολλούς γεωπολιτικούς κυρίως διεθνείς αναλυτές, επαναλαμβάνεται μονότονα τις τελευταίες εβδομάδες, το γνωστό κλισέ ότι πρόκειται για τις πιο κρίσιμες εκλογές στις ΗΠΑ, από το 1860.
Όχι τυχαία. Τότε ο Αβραάμ Λίνκολν επικράτησε, για να εφαρμόσει μια πολιτική πυγμής στο όνομα της υπεράσπισης των κορυφαίων αρχών του αμερικανικού κράτους, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της φυλετικής ισότητας. Που οδήγησε μεν σε εμφύλιο πόλεμο τη χώρα και τη δική του δολοφονία, αλλά αποτέλεσε το ιστορικό γεγονός καμπής, τον βατήρα της εκκίνησης που άλλαξε μια για πάντα την προοπτική των Ηνωμένων Πολιτειών. Για να αναδειχθούν λίγες δεκαετίες αργότερα στην αδιαφιλονίκητα κυρίαρχη οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική δύναμη στον πλανήτη, πρεσβεύοντας τις αρχές και τις αξίες του δυτικού πολιτισμού. Πράγματι, η φετινή προεδρική εκλογή στις ΗΠΑ, εξελισσόμενη σε ένα διεθνές γεωπολιτικό περιβάλλον πρωτόγνωρης απόλυτης ρευστότητας, έχει προ πολλού λάβει μοναδικά χαρακτηριστικά ικανά να επηρεάσουν καίρια τις παγκόσμιες εξελίξεις.Και είναι προφανές πως τούτο αφορά πρωτίστως το ενδεχόμενο επανόδου στο Λευκό Οίκο του Ντόναλντ Τραμπ, κάτι που πιθανότατα θα θέσει υπό αίρεση τις ισορροπίες του μεταπολεμικού κόσμου. Άρα, το διακύβευμα της κάλπης της 5ης Νοεμβρίου δεν είναι μόνο εσωτερική υπόθεση των ΗΠΑ, αλλά είναι παγκόσμιο και μάλιστα καθολικό.
Εσωτερικές προκλήσεις
Η σημασία των επικείμενων προεδρικών εκλογών αφορά προπαντός τις ΗΠΑ. Την εσωτερική δημοκρατία και σταθερότητα, το κράτος δικαίου, την οικονομική προοπτική της χώρας και τον ρόλο που θα κληθεί να παίξει στο επόμενο διάστημα στο διεθνές σύστημα.
Η παρουσία του Τραμπ στην αμερικανική πολιτική σκηνή, με μια προεδρική θητεία (2017-2020), αλλά και μια αποτυχημένη διεκδίκηση επανεκλογής, που οδήγησε στην πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά απόπειρα κατάληψης του Καπιτωλίου τον Ιανουάριο του 2021, έχει αφήσει βαθύ αρνητικό -και λίαν ανησυχητικό για το μέλλον- αποτύπωμα.
Όσο και αν τα περί χώρας που βρίσκεται στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου ίσως είναι υπερβολικά, βέβαιο είναι πως οι ΗΠΑ είναι σήμερα βαθύτατα διαιρεμένες, σε πολιτικό αλλά και κοινωνικό επίπεδο.
Πολλοί αναλυτές τονίζουν μάλιτσα την ανάγκη, το αποτέλεσμα της επόμενης Τρίτης να είναι καθαρό, σε ψήφους όπως και σε εκλέκτορες, στις swing Πολιτείες.
Ώστε η αμφισβήτηση, που μετά βεβαιότητας θα υπάρξει για την εγκυρότητα της εκλογικής διαδικασίας, από τους ηττημένους, -με σφοδρή ένταση αν ηττηθεί ο Τραμπ, με μικρότερη αν χάσει η Χάρις,- να είναι κατά το δυνατόν μαχητή.
Ο κίνδυνος η Αμερική και ο λαός της να βγουν από την εκλογική διαδικασία ακόμα πιο διχασμένοι είναι ορατός.
Με τη μια πλευρά να υπερασπίζεται τις ακραίες δοξασίες του Τραμπ για το μεταναστευτικό και την οικονομία. Και την άλλη, τις υπερβολές των Δημοκρατικών στα θέματα δικαιωματισμού και την υιοθέτηση της woke ατζέντας.
Καταγραμμένος ο εκπεσμός της πολιτικής αντιπαράθεσης στα θολά μονοπάτια του ακραίου λαϊκισμού και της χυδαιότητας, της σκαιής αντιμετώπισης του αντιπάλου, -όπου πάντως και οι Δημοκρατικοί ακολύθησαν-, ακόμη της προσβολής των δημοκρατικών θεσμών και της διεκδίκησης του ρόλου του τιμωρού της αμερικανικής επιχειρηματικής, πνευματικής και πολιτιστικής ελίτ.
Αλλά και του πολιτικού και κοινωνικού ρεβανσισμού, καθώς ο Τραμπ, παρότι βαρύνεται με πληθώρα σκανδάλων και καταδικών ακόμα, εμφανίζεται ως ο εκπρόσωπος της ακραίας συνωμοσιολογικής υπερσυντηρητικής λαϊκιστικής πλευράς, των τραυματισμένων από την παγκοσμιοποίηση λευκών Αμερικανών που θέλουν την χώρα τους με κλειστά σύνορα και συμπίπτουν σε απόψεις εν πολλοίς με μια ευρεία ομάδα θρησκόληπτων, αρνητών των εμβολιασμών, του δικαιώματος των αμβλώσεων, αλλά και της κλιματικής κρίσης.
Το πώς αυτά θα εκφραστούν στο μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας από τον Τραμπ προσδίδει απο μόνο του καθαρό διλημματικό χαρακτήρα στις κάπλες
Η αμερικανική οικονομία
Από το αποτέλεσμα της Τρίτης, για τους Αμερικανούς θα κριθεί αν θα προχωρήσουν στις συντεταγμένες της οικονομικής πολιτικής Μπάιντεν, την οποία θα συνεχίσει η Χάρις ή τις ανατροπές που προαναγγέλλει ο Τραμπ.
Bidenomics (πλέον Harrisnomics) VS Trumpnomics (Maganomics) είναι το διακύβευμα. Η αλήθεια είναι ότι το πακέτο Μπάιντεν για την πράσινη ανάπτυξη των 9,5 τρισ. Δολαρίων, που επινοήθηκε για την αποκατάσταση της δυναμικής της αμερικανικής οικονομίας μετά την πανδημική κρίση, είχε ισχυρό μακρο-οικονομικό αποτέλεσμα, δευτερυόντως και στην καθημερινότητα των πολιτών.
Με τις πολιτικές αυτές στηρίχθηκε η αμερικανική οικονομία ώστε να αποφύγει την ύφεση, αυξήθηκαν θεαματικά οι θέσεις εργασίας, ελέγθηκε ο πληθωρισμός, επιτρέποντας στην Fed την εκκίνηση αποκλιμάκωσης των επιτοκίων. Κατάφερε επίσης, να καθηλώσει την ανταγωνιστικότητα Ευρώπης και Κίνας, ιδίως σε ενέργεια και βιομηχανία, συγκεντρώνοντας ή και επαναπατρίζοντας παραγωγικές δραστηριότητες, χωρίς ανάγκη ακραίων επιλογών πολιτικών προστατευτισμού.
Δεν κατάφερε ωστόσο να αναχαιτίσει την ακρίβεια, που πλήττει το μέσο και το φτωχότερο αμερικανικό νοικοκυριό.
Προκαλώντας ευρύτατη δυσαρέσκεια. Η πλήρης αλήθεια είναι πάντως, ότι τους τελευταίους μήνες, ο δείκτης αισιοδοξίας των Αμερικανών για την προσωπική και οικογενειακή τους οικονομική κατάσταση έχει βελτιωθεί.
Ο Τραμπ επαίρεται ότι εφόσον κερδίσει τις εκλογές, θα συνεχίσει στο δρόμο της προεδρικής του θητείας, 2017-20.
Με φοροαπαλλαγές στις επιχειρήσεις, αλλά και εμφατικές πολιτικές προστατευτισμού απέναντι σε Κίνα (έως και 60%), Ευρωπαϊκή Ένωση (έως και 20%) και πολλές τρίτες χώρες (π.χ. Μεξικό έως και 200%).
Αυτά ακούγονται ελκυστικά. Η ίδια η Wall Street Journal, ναυαρχίδα της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας αναφέρει πως «οι δασμοί αποτελούν ανάχωμα στις εισαγωγές και ενθαρρύνουν την εγχώρια παραγωγή, ιδίως όταν το έλλειμμα των ΗΠΑ φτάνει το 1 τρισ. δολάρια». Όπως ελκυστικά ακούγονται και τα περί των μαζικότερων στην ιστορία απελάσεων παράνομων μεταναστών από τις ΗΠΑ, που κατά τον Τραμπ μάλιστα θα ξεκινήσουν άμεσα.
Χρέος και έλλειμμα
Αυτό ωστόσο που αναδεικνύουν αναλυτές των οικονομικών ινστιτούτων και μεγάλων αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών (JP Morgan Chase, Goldman Sachs κ.α.) είναι το ότι οι πολιτικές προστατευτισμού θα αναθερμάνουν τον πληθωρισμό, επιβαρύνοντας συγχρόνως δημόσιο χρέος και έλλειμμα.
Κοινή συνισταμένη, ότι με τη λογική των μέτρων-αντίμετρων, η έναρξη ενός κύκλου επιβολής δασμών, με αμερικανική πρωτοβουλία στη σκακιέρα του διεθνούς εμπορίου θα ζημιώσει το ΑΕΠ των ΗΠΑ κατά 0,8%-1,5%, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις θα ξεπεράσουν το 4,5%. Δεκαέξι νομπελίστες θεωρούν πως το οικονομικό σχέδιο του Τραμπ θα αυξήσει τον πληθωρισμό και, μέχρι τα μέσα του 2025, θα προκαλέσει ύφεση.
Στον πυρήνα των Maganomics βρίσκεται η ιδέα της επιστροφής σε μια εποχή όπου σημαντικό τμήμα των κρατικών εσόδων προέρχονταν από εμπορικούς δασμούς και όχι από φόρους στα εισοδήματα των πολιτών και τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ωστόσο, μια τέτοια πολιτική θα έχει κόστος. Το Peterson Institute for International Economics στην Ουάσιγκτον, υπολογίζει ότι οι προαναγγελθέντες γενικοί δασμοί θα προκαλούσαν επιβάρυνση έως και 2.600 δολάρια ετησίως στα έξοδα του μέσου νοικοκυριού σε αγαθά. Πλήττοντας μάλιστα, δυσανάλογα τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήηματος.
Η βασική κριτική στην ατζέντα του Τραμπ αφορά το ότι είναι αδύνατο να καλυφθεί το κόστος των φορολογικών περικοπών μέσω των δασμών. Το Penn Wharton Budget Model υπολόγισε ότι αυτά τα σχέδια θα αυξήσουν τα αμερικανικά ελλείμματα κατά 5,8 τρισ. δολάρια την επόμενη δεκαετία. Οι δε υψηλοί δασμοί θα βλάψουν τους πιο ανταγωνιστικούς τομείς της αμερικανικής οικονομίας.
Θα αμφισβητηθεί το μεταπολεμικό μοντέλο;
Αυτονόητα, στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον πλανήτη, κυβερνήσεις, οργανισμοί ανησυχούν για το αποτέλεσμα της 5ης Νοεμβρίου.
Η Κάμαλα Χάρις έρχεται ως συνέχεια της διεθνούς πολιτικής Μπάιντεν, που στην προηγούμενη τετραετία αποκατέστησε τη θέση των ΗΠΑ, με πυξίδα τις αρχές του ανοιχτού παγκοσμιοποιημένου φιλελεύθερου προτύπου.
Με αυτές πορεύτηκε ο δυτικός κόσμος στα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θωρακίζοντας την ασφάλειά του μέσω της δημιουργίας και ανάπτυξης του ΝΑΤΟ και την οικονομική ισχύ του στην ανάπτυξη μέσω πολυμερών συνεργασιών.
Εάν αυτά που προεκλογικά διακηρύσσει ο Τραμπ γίνουν πράξη εφόσον εκλεγεί Πρόεδρος, -δείγμα των οποίων ο πλανήτης βίωσε στην θητεία του- πολλά από τα συστατικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής του μεταπολεμικού κόσμου θα τεθούν σε αμφισβήτηση και ίσως και ανατραπούν.
Το βέβαιο είναι ότι γύρω απ’ αυτά θα διεξαχθούν σφοδρές αντιπαραθέσεις, με νέες διεθνείς συμμαχίες να σχηματοποιούνται. Πάντως, ο πολυθρύλητος Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν αναμένεται να έρθει ανεξαρτήτως ενοίκου του Λευκού Οίκου. Ούτε θα τον πλησιάσει ιδιαίτερα, αλλά ούτε και θα απομακρυνθεί απ’ αυτόν η ανθρωπότητα στην επόμενη τετραετία.
Το ΝΑΤΟ και οι σύμμαχοι
Αναγκαστικά, οι πάντες ανησυχούν, πρώτοι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ. Ο Τραμπ έχει προειδοποιήσει για αναδιάταξη ρόλων στο εσωτερικό της συμμαχίας, απειλώντας όσους εταίρους βρίσκονται κάτω από το κατώφλι του 2% του ΑΕΠ τους επί των αμυντικών δαπανών.
Και με νίκη της Χάρις, αυτή η αλλαγή στη λειτουργία του ΝΑΤΟ φαντάζει επιβεβλημένη.
Όμως, πολλοί υψηλά ιστάμενοι στις Βρυξέλλες εκτιμούν πως οι απειλητικές εξαγγελίες του Τραμπ μπορεί μεν να μην εφαρμοστούν στο σύνολό τους, αλλά σίγουρα θα αποσταθεροποιήσουν την λειτουργία και την εσωτερική συνοχή της συμμαχίας.
Στην αντίποδα, στην περίπτωση εκλογής της Χάρις, ο φόβος των Ευρωπαίων έγκειται στις ασφυκτικές πιέσεις για περαιτέρω εμπλοκή τους σε νέες εστίες κρίσεων όπου η Ουάσιγκτον εκτιμά ότι πρέπει το ΝΑΤΟ να παρέμβει για να αποτρέψει ή περιορίσει την γεωπολιτική επιρροή του «άξονα του κακού», δηλαδή Ρωσίας, Κίνας, Ιράν. Ισχυρότερη εμπλοκή στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και στη Μέση Ανατολή.
Υπόψη ότι στο νέο σύστημα της Κομισιόν που «οικοδόμησε» η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, πρωταγωνιστούν πρόσωπα με φιλονατοϊκή προσήλωση, σκληρό αντιρωσικό πνεύμα, λογικά μη συμβατά με τις πολιτικές Τραμπ.
Ήδη στο εσωτερικό της ΕΕ και μπροστά στις αβέβαιες πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ έχουν συγκροτηθεί δυο αποκλίνουσες ηγετικές ομάδες χάραξης πολιτικής και ανάληψης πρωτοβουλιών.
Πρώτα, ο άξονας Μακρόν, Σολτς, Τουσκ. Με κοινή ατζέντα ασφάλειας και άμυνας, ευρωπαϊκής κυριαρχίας, συμμαχικής αλληλεγγύης και αύξησης της συλλογικής στρατιωτικής υποστήριξης στην Ουκρανία.
Οι πιο πιστοί στα ευρωπαϊκά ιδεώδη, Ευρωπαίοι εταίροι στο ΝΑΤΟ συνειδητοποιούν την αδήριτη ανάγκη να στηρίξουν την ασφάλειά τους στις δικές τους δυνάμεις. Αυτό που κρίνεται την επόμενη Τρίτη είναι οι ρυθμοί «κατάκτησης» αυτής της αυτονομίας έναντι των ΗΠΑ.
Στην άλλη συμμαχία, των ακροδεξιών ηγετών, που διεκδικούν ρόλο «προνομιακού συνομιλητή» απέναντι στον Τραμπ, πλην των πρωθυπουργών Ουγγαρίας και Ιταλίας, Βίκτορ Όρμπαν και Τζόρτζια Μελόνι, προκύπτει και ο Πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα.
Ωστόσο, όλοι συμφωνούν ότι η επιλογή του Ολλανδού πρώην πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε ως νέου γραμματέα της συμμαχίας ικανοποιεί την ανάγκη ισορροπιών και καλής επαφής ΝΑΤΟ-Λευκού Οίκου σε κάθε ενδεχόμενο. Υπόβαθρο, η καλή σχέση των δυο ανδρών επί προεδρικής θητείας Τραμπ.
Ουκρανία και Μέση Ανατολή
Οι τριβές ωστόσο αναμένονται αναπόφευκτες και οξείες. Στο ουκρανικό, ο Τραμπ ισχυρίζεται πως μπορεί να τελειώσει τον πόλεμο σε μία ημέρα εξαναγκάζοντας τη Ρωσία σε συμβιβασμό και προειδοποιεί ότι η αμερικανική προστασία κοστίζει.
Το πρώτο αμφισβητείται. Αλλά ουσιαστικά, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να προετοιμάζονται για ολοκληρωτική επιβάρυνσή τους για τη συνέχιση της αμυντικής και οικονομικής στήριξης στην Ουκρανία, είτε για έναν συμβιβασμό ήττας απέναντι στον Πούτιν.
Ήδη ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του Τραμπ, Τζέι Ντι Βανς, αναφέρθηκε σε αναγκαία παραχώρηση εδαφών της Ουκρανίας στη Ρωσία. Επικράτηση της Χάρις σημαίνει σκληρή γραμμή απέναντι στη Ρωσία και στήριξη της Ουκρανίας «για όσο και όπως χρειαστεί».
Μια προοπτική συνέχειας της σημερινής τακτικής της Δύσης, με το ανάλογο υψηλό κόστος. Εκείνοι που ανησυχούν τα μάλα για την έκβαση των αμερικανικών προεδρικών εκλογών είναι φυσικά οι ίδιοι οι Ουκρανοί.
Επίσης, στη Μέση Ανατολή ο Τραμπ που δηλώνει διαπρύσιος υποστηρικτής του Ισραήλ, καλεί τον Νετανιάχου «να τελειώσει τη δουλειά» σε Γάζα και Λίβανο.
Ωστόσο, αν και δηλώνει και φανατικός διώκτης του καθεστώτος των μουλάδων στο Ιράν, είναι αμφίβολο αν θα αφήσει ανεξέλεγκτη τη δράση του Νετανιάχου εναντίον του.
Σε ανύποπτο χρόνο έχει δηλώσει ότι προσβλέπει σε πολιτική αλλαγή στο εσωτερικό του Ιράν, αποφεύγοντας όμως να εξηγήσει πώς μπορεί να συμβεί.
Επιπλέον, βαρύνεται με το ότι η πολιτική του, της «μέγιστης πίεσης» στο Ιράν δεν απέδωσε.
Ως Πρόεδρος προχώρησε στην αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τον έλεγχο των πυρηνικών του Ιράν. Αποτέλεσμα, σήμερα η Τεχεράνη βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στην κατασκευή πυρηνικής βόμβας.
Αλλά και οι προσπάθειες της Χάρις για αναβίωση αυτής της συμφωνίας δεν τελεσφόρησαν. Εαν εκλεγεί, το Τελ Αβίβ ασφαλώς θα υφίσταται συνεχείς πιέσεις για «άμεση κατάπαυση πυρός» και αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στη Γάζα.
Η νέα Πρόεδρος θα έχει απαλλαγεί από τις προεκλογικές σκοπιμότητες στήριξης από το εβραϊκό λόμπι.
Οι δασμοί και οι επιπτώσεις
Όσον αφορά τον αντίκτυπο μιας προεδρίας Τραμπ στο εμπόριο, οι αναλυτές θεωρούν ότι αν υλοποιηθούν οι εξαγγελίες περί πρόσθετων δασμών 10% στα ευρωπαϊκά προϊόντα, προκύπτει κόστος για την ΕΕ 80-150 δισ. ευρώ. Κάτι σημαντικό, αλλά όχι δυσαναπλήρωτο. Αναμένεται μείωση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης 1,3% το 2027 και 2028.
Ισχυρότερες οι επιπτώσεις για τη Γερμανία. Οι ήδη μειωμένες γερμανικές εξαγωγές, αν προκύψει τριμερής εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-ΕΕ-Κίνας, θα συρρικνωθούν έτι περαιτέρω. Προς Κίνα έως και 10%, προς ΗΠΑ κατά 15%, σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Ifo.
Το πόσο θα διαρκέσει αυτό το σκηνικό, θα εξαρτηθεί από το πόσο γρήγορα η ΕΕ θα αναλάβει δράση με αντίμετρα.
Τέτοιες πολιτικές ή ακόμη και η απλή απειλή υιοθέτησης τους είθισται να προκαλούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σημαντική μεταβλητότητα στις αγορές και να επιβαρύνουν την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τις επενδύσεις.
Επομένως, από τις αμερικανικές εκλογές κρίνεται το ενδεχόμενο πρόκλησης σειράς από καθοδικούς κινδύνους για την ευρωπαϊκή οικονομία. Πάντως θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν μεσοπρόθεσμα, εάν η αναδρομολόγηση των εφοδιαστικών αλυσίδων οδηγήσει σε μεγαλύτερες επενδύσεις στην ΕΕ.
Στην πραγματικότητα, κατά πολλούς, η ΕΕ βρίσκεται μεταξύ «Σκύλλας και Χάρυβδης». Κι αυτό, γιατί και η συνέχιση των πολιτικών Μπάιντεν από την Χάρις, ισχυροποίησης της αμερικανικής οικονομίας και των επιχειρήσεων, ιδίως της ενεργειακής βιομηχανίας, με ισχυρά κίνητρα μετεγκατάστασης των ευρωπαϊκών βιομηχανιών στην άλλη ακτή του Ατλαντικού, πληγώνουν καίρια την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.
Σε κάθε περίπτωση επομένως, το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών πρέπει να αφυπνίσει την ΕΕ να επιταχύνει τη διαμόρφωση της δικής της οικονομικής ατζέντας, ώστε να αντέξει στην μικρότερη ή μεγαλύτερη, ωμή ή πιο «ύπουλη» πίεση της αμερικανικής πλευράς.
Παράλληλα, ένα έτερο διακύβευμα των αμερικανικών εκλογών αφορά την αντιμετώπιση της Κλιματικής Αλλαγής. Για τον Τραμπ, αυτή απλώς δεν υφίσταται. Απέσυρε τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία του Παρισιού, απόφαση που ανέτρεψε η κυβέρνηση Μπάιντεν. Τώρα υπόσχεται ότι θα καταργήσει διάφορα «πράσινα» προγράμματα. Στον αντίποδα, οι στόχοι για το net Zero του 2050 θα ευνοούνταν από μια εκλογή Χάρις, που αναμένεται να συνεχίσει την πολιτική Μπάιντεν υποστηρίζοντας τις επενδύσεις στην πράσινη ενέργεια.
Οι σχέσεις με την Κίνα
Τρία «αγκάθια» στις σινο-αμερικανικές σχέσεις διαμορφώνουν ανάλογο διακύβευμα στις 5 Νοεμβρίου. Ταϊβάν, ρωσο-ουκρανικός πόλεμος, εμπορικός πόλεμος.
Στο πρώτο, εκτιμάται ότι σε αντίθεση με την Χάρις, που επενδύσει στις συμμαχίες, ο Τραμπ αμφισβητεί τα οφέλη πολλών εξ αυτών που έχουν συγκορτήσει οι ΗΠΑ.
Όσες -λίγες- φορές μίλησε για την Ταϊβάν επικεντρώθηκε στο πώς αυτή έχει αναλάβει την επιχείρηση ημιαγωγών της Αμερικής και πρέπει να πληρώνει περισσότερα στις ΗΠΑ για την άμυνά της.
Στο ουκρανικό μέτωπο, μια μελλοντική κυβέρνηση Τραμπ μπορεί να ενισχύσει τη Ρωσία αποσύροντας την υποστήριξη προς την Ουκρανία. Αυτό θα είναι καλή είδηση για το Πεκίνο.
Στο οικονομικό επίπεδο, η επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο πιθανότατα θα αναζωπυρώσει/εντείνει τον εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε το 2018. Αυτό μπορεί να επιταχύνει την οικονομική αποσύνδεση ΗΠΑ-Κίνας, με εκατέρωθεν χαμένους.
Η Χάρις, επιθυμεί να ελαχιστοποιήσει τους κινδύνους από την Κίνα, επιδιώκοντας να διατηρήσει την παγκόσμια υπεροχή των ΗΠΑ.
Ίσως αυτό να κάνει το Πεκίνο να προτιμά μια προεδρία Χάρις, καθώς αφήνει περιθώρια για διαπραγματεύσεις. Όμως οι δασμοί και οι τεχνολογικοί περιορισμοί που αντιμετώπισε η Κίνα από την κυβέρνηση Μπάιντεν, πιιθανόν να συνεχιστούν υπό την προεδρία της.
Το ενδιαφέρον της Ελλάδας
Οι αμερικανικές κάλπες έχουν τη σημασία τους και για την Ελλάδα. Αλλά όχι αυτή που πολλοί νομίζουν ή προσπαθούν να κάνουν τους άλλους να τη νομίζουν.
Η αλήθεια είναι πως επί θητείας Μπάιντεν και Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ελλάδα, οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις «απογειώθηκαν».
Υπάρχει πλήρης στρατηγική σύγκλιση στα μείζονα θέματα περιφερειακής ασφάλειας και σταθερότητας, η χώρα μας ανέπτυξε αμυντικές, οικονομικές αλλά και ενεργειακές πρωτοβουλίες, με πολυμερείς συνεργασίες με όμορες χώρες, απόλυτα εναρμονισμένες με την αμερικανική στρατηγική στην περιοχή.
Η Ελλάδα στήριξε τις κυρώσεις κατά της Μόσχας και την αμυντική ενίσχυση της Ουκρανίας, όσο και την δύσκολη σε κόστος πολιτική ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία και δικαιώθηκε.
Ευνόητη η αμερικανική επενδυτική «έκρηξη» σε τοποθετήσεις στη χώρα μας, η ροή εξοπλισμών κατά προτεραιότητα και μια ικανοποιητική ασφάλεια όταν οι προκλήσεις της Τουρκίας ανέβασαν το θερμόμετρο στην περιοχή.
Ωστόσο, ουδέν συνέβη στην κατεύθυνση επίλυσης του Κυπριακού, παρότι ο Μπάιντεν ήταν ο ενθερμότερος υποστηρικτής μιας δίκαιης, βιώσιμης λύσης.
Βεβαίως και στην τετραετία Τραμπ, οι διμερείς σχέσεις αναπτύχθηκαν, παρά τη σαφώς φιλικότερη -έμφυτη- διάθεση του Τραμπ απέναντι σε αυταρχικούς ηγέτες και καθεστώτα, όπως ο Ερντογάν.
Δεν είναι βέβαιο ότι η Χάρις, ως Πρόεδρος, θα συνεχίσει έμπρακτα στο δρόμο Μπάιντεν, της συνεχούς βελτίωσης των διμερών σχέσεων, αναγνωρίζοντας, αποδεχόμενη και επενδύοντας στον σταθεροποιητικό παράγοντα «Ελλάδα» στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Αν θα δώσει πραγματικό νόημα δηλαδή, στα ξέφρενα χειροκροτήματα της κατά την ιστορική ομιλία του Έλληνα πρωθυπουργού στο Κογκρέσο προ διετίας.
Οι ενδείξεις δεν είναι απολύτως σαφείς, παρότι Ελληνοαμερικανοί που βρίσκονται στο επιτελείο της ή σχετίζονται απευθείας με την ίδια (π.χ. Ελένη Κουναλάκη-Τσακοπούλου) διαβεβαιώνουν ότι, καθόσον μας αφορά, θα συνεχίσει στα βήματα του απερχόμενου Προέδρου.
Το ίδιο σχεδόν αβέβαιο είναι, το αν και πόσο ο Τραμπ ως Πρόεδρος είναι διατεθειμένος να υποβαθμίσει αυτό το ρόλο της Ελλάδας, χάριν μιας νέας στρατηγικής προσέγγισης της πολυτιμότερης για αυτόν -και όχι μόνο όμως- Τουρκίας.
Στο παρελθόν αναδείχθηκε έξοχος ισορροπιστής, εξασφαλίζοντας σχετική ικανοποίηση και για τις δυο πλευρές, διατηρώντας το δικό του κεφάλι ήσυχο.
Σημαντικό ρόλο εδώ θα παίξουν οι άλλες συμμαχίες της Ελλάδας, με χώρες-«κλειδιά» στην περιοχή, πρωτίστως Ισραήλ και Αίγυπτο, τους ευρωπαϊκούς-βαλκανικούς συμμάχους στο ΝΑΤΟ, – παρά το «αγκάθι» με την Αλβανία-, φυσικά και την Κύπρο.
Επίσης, η κατά το δυνατόν ισχυροποίηση του ελληνικού λόμπι στο Κογκρέσο, όπου, πέραν του Λευκού Οίκου, κρίνονται οι αποφάσεις για τις μεγάλες αμερικανικές επιλογές στην εξωτερική πολιτική.
Μια νίκη Τραμπ ασφαλώς θα ανοίξει την όρεξη του πολυπληθούς και επιδραστικού φιλοτουρκικού λόμπι για να ανοίξει πρώτα η κάνουλα των εξοπλισμών προς τη γείτονα, παράλληλα με ισχυρές γενικότερες επενδύσεις.
Πάντως και εδώ, το παρελθόν Τραμπ θετικό είναι αναφορικά με τα ελληνικά συμφέροντα.
Η Ελλάδα αποδεδειγμένα, πάρα την αντιφατική πολιτική για τις ξένες επενδύσεις επί διακυβέρνησης Τσίπρα, επί θητείας Τραμπ βρέθηκε στα ραντάρ των αμερικανικών funds και επενδυτικών κολοσσών που έσπευσαν να τοποθετηθούν.
Ο παράγοντας – «κλειδί» του Κογκρέσου
Σε όλα τα παραπάνω πάντως, υπάρχει και ένας πρόσθετος παράγοντας που αυξάνει το ενδιαφέρον για τις αμερικανικές εκλογές και τη σημασία τους. Στις 5 Νοεμβρίου οι Αμερικανοί δεν εκλέγουν μόνο τον 47ο Πρόεδρό τους, αλλά και το σύνολο των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων και το 1/3 εκείνων της Γερουσίας.
Με την κατανομή των εξουσιών βάσει του αμερικανικού Συντάγματος, τα μετεκλογικά σενάρια είναι πολύ ενδιαφέροντα. Στο πρώτο εξ αυτών, εάν η Χάρις εκλεγεί, ενώ το Κογκρέσο παραμένει διχασμένο ή τεθεί υπό την πλήρη κυριαρχία των Ρεπουμπλικάνων, πολλά από τα σχέδια της Προέδρου ενδέχεται να μπλοκαριστούν. Θα ακολουθηθεί η «πεπατημένη» της προηγούμενης τετραετίας με ό.τι αυτό συνεπάγεται.
Με Πρόεδρο Τραμπ και Κογκρέσο διχασμένο, είναι βέβαιο ότι ειδικά στην εσωτερική οικονομική πολιτική και το μεταναστευτικό θα υπάρξουν μεγάλη αντίδραση και μπλοκαρίσματα των προεδρικών πρωτοβουλιών. Πλην ίσως της επιβολής δασμών σε τρίτες χώρες.
Υπάρχει όμως και ένα τρίτο σενάριο, νίκης και προεδρίας Τραμπ, με μια ρεπουμπλικανική πλειοψηφία στο Κογκρέσο. Τότε, ο νέος Πρόεδρος θα είναι ο απόλυτος κυρίαρχος να εφαρμόσει το σχέδιό του για τη χώρα.