Σε ηλικία 106 ετών, έφυγε από την ζωή  ο τελευταίος επιζών ήρωας του έπους του 1940 ,που ζούσε τα τελευταία χρόνια στο Γηροκομείο Βόλου..

Ο Δημήτρης Κάλμπαρης, όπως γράφει το magnesianews που έκανε γνωστή την είδηση του θανάτου του, διατηρούσε έως το τέλος της ζωής του διαύγεια πνεύματος.

Πέρυσι  μάλιστα είχε συνδεθεί διαδικτυακά με τους μαθητές του ΓΕΛ Αγριάς, με τους οποίους είχε συνομιλία και τους εξιστόρησε τη ζωή αλλά και τη δράση του στον πόλεμο.

Ο Δημήτρης Κάλμπαρης γεννήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου του 1917 στη Μακρινίτσα, ενώ είχε άλλα εννέα αδέλφια. Εργάστηκε στην κλινική του Τριχόπουλου ως νοσοκόμος κι έπειτα έγινε τσαγκάρης.

Πολέμησε στο έπος του 40 και ήταν ο τελευταίος επιζών της μάχης στο ύψωμα 731.

Από τα τελευταία αφιερώματα, στα οποία μετέφερε σκέψεις του ήταν στην έκδοση της ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ «Πρόσωπα», ενώ φέτος ήταν εκείνος που έκοψε την πρωτοχρονιάτικη πίτα στο Γηροκομείο.

Με τα δικά του λόγια…

«Γεννήθηκα στις 16 Φεβρουαρίου 1917 στη Μακρινίτσα. Ήμασταν δέκα παιδιά. Οι γονείς μας είχαν  κάνει και άλλα, αλλά πέθαναν. Τώρα έχουμε μείνει τρεις. Οι αδερφές μου, η μία είναι 92 και η άλλη 94 ετών κι εγώ που έφτασα τα 102 χρόνια μου. Δύο γριούλες και ένας παππούς. Αυτοί ζούμε τώρα. Στο χωριό μεγάλωσα. Ο πατέρας μου δούλευε βυρσοδέψης. Φτώχεια μεγάλη. Έτσι, όταν μεγαλώσαμε λίγο, ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν βρακάς, μας κατέβασε στον Βόλο. Ο αδερφός ο ένας, ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος από εμένα. Εμένα με έβαλαν νοσοκόμο στην κλινική του Τριχόπουλου, 12-13 χρόνων ήμουν, εκείνος μπήκε σε ένα φαρμακείο. Κάθισε 40 χρόνια φαρμακοϋπάλληλος. Μία μέρα είπα στον Τριχόπουλο: «Γιατρέ μου, θα φύγω». «Γιατί;», ρώτησε εκείνος. Ήθελα να πάω να γίνω τσαγκάρης. «Μα καλά, από δήμαρχος θα γίνεις κλητήρας;», Τέλος πάντων, κάθισα δύο χρόνια στην κλινική. Αργότερα ο πατέρας μου με πήγε σε ένα τσαγκάρικο. Το 1938 παρουσιάστηκα για τη θητεία μου. Πήγα πρώτα στο Σιδηρόκαστρο. Εκεί μας κράτησαν λίγο, μετά μας πήγαν στο Αχλαδοχώρι Σερρών. Κατέληξα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στα οχυρωματικά έργα που έκανε ο Μεταξάς. Στο Μπέλλες ήμουν εγώ. Δύο χρόνια υπηρέτησα. Αρχές Οκτωβρίου του 1940 πήρα τον δρόμο της επιστροφής στον Βόλο».

[…]

«Μπήκαμε στην Αλβανία. Εγώ πόλη δεν είδα. Θυμάμαι ότι περνούσαμε μέσα από χωριά. Στον δρόμο δεν βρίσκαμε κανέναν. Οι Ιταλοί τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό ότι εμείς σφάζαμε τους πάντες. Βρήκα ένα γεροντάκι. Ήταν 70άρης, με το καπελάκι του, το μπαστούνι. Καθόταν ζαρωμένος σ’ ένα παγκάκι. Τον καλημέρισα, είπε γεια κι εκείνος. Τον έπιασα το χέρι και του το φίλησα. Δάκρυσε, αλλά δεν μ’ απάντησε. Αλβανός ήταν. Σ’ ένα άλλο χωριό, στα υπόστεγα είχαν κρεμάσει ρόκες. Στέγνωναν το καλαμπόκι. Τα φάγαμε όλα. Ήμουν πολλές ημέρες νηστικός, είχα φτάσει στο σημείο να τρώω φλούδες από δέντρα. Όχι ότι η Ελλάδα δεν είχε να μας δώσει να φάμε. Δεν έφτανε ο ανεφοδιασμός. Ήμασταν καταδικασμένοι. Όταν πολεμάς στην πρώτη γραμμή, είσαι καταδικασμένος σε θάνατο. Οι μονάδες στα μετόπισθεν, ανεφοδιάζονταν. Είχαν το φαγητό τους. Έφταναν τα ζώα. Σε κάποιο άλλο σπίτι, βρήκαμε στην αυλή μελίσσια. Έξι-επτά. Τα δώσαμε μια, τα ανοίξαμε, βγήκαν οι μέλισσες και μας τσιμπούσαν. Τίποτα δεν μας πτοούσε. Φάγαμε το μέλι. Ο κόσμος μάς κοιτούσε κλειδωμένος από τα σπίτια του. Τρώγαμε το μέλι, και τις μέλισσες μαζί. Δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Άγρια ζώα ήμασταν».

Η μάχη στο ύψωμα 731

«Σκότωσα πολλούς Ιταλούς εκείνες τις ημέρες…τί απάντηση να σου δώσω τώρα. Ούτε εγώ το ξέρω αυτό. Έπρεπε να πολεμήσω και πολέμησα, δεν ξέρω ποιος άγιος με βοήθησε τότε. Μονάχα μία σφαίρα πέρασε ξυστά από το αριστερό αυτί. Ελαφρά τραυματίστηκα. Τους είπα, δεν είναι τίποτα, αφήστε με. Η χλαίνη μου είχε κατατρυπήσει από τις σφαίρες. Παλεύαμε με τις ξιφολόγχες. Στήθος με στήθος πολεμούσαμε. Αγκαλιασμένοι πέφταμε καταγής. Τους αλλάξαμε όμως τα φώτα. Τους δώσαμε τράκο γερό. Θα τρελαινόταν, όποιος το έβλεπε σήμερα. Να πατάμε στα πτώματα. Σκοτώθηκαν πάρα πολλοί. Διαλυθήκαμε. Από το δικό μας τάγμα του Βόλου, κανείς σχεδόν δεν γύρισε. Χύθηκε το αίμα τόσων παλικαριών».

«Στην Τρεμπεσίνα είδα από μακριά, κάπου 15 μέτρα, δύο Αλβανούς. Οι Αλβανοί είχαν καταταγεί εθελοντές και βοηθούσαν τις ιταλικές φάλαγγες. Τους έριξα και γύρισα να δω από πού βγήκαν. Βρήκα ένα αμπρί. Μπήκα μέσα με το πολυβόλο στο χέρι. Αντίκρισα καμιά 20αριά Ιταλούς. Όλοι κάθονταν πάνω στους σάκους τους. Αξιωματικοί και οπλίτες. Καμία αντίδραση. Σηκώθηκε τότε ένας Ιταλός και με αγκάλιασε. «Πιέτρο», μου συστήθηκε και πέρασε μία χρυσή καδένα στον λαιμό μου. Από τη μία πλευρά είχε τη Μαντόνα, την Παναγία στη μία όψη. Και στην άλλη, τη φωτογραφία μίας γυναίκας. Την έδωσα για ένα κομμάτι ψωμί στον άλλον. Τον κατέβασα 70 μέτρα πιο κάτω. Είχε τραυματιστεί ο Ιταλός, το γόνατό του ήταν πρησμένο. Παρέδωσα τον αιχμάλωτο στην 5η Μεραρχία Κρητών, που ήταν πίσω μας. Φοβήθηκα τους Κρητικούς, αλλά παρακάλεσα να μην τον πειράξουν».

Η Οδύσσεια της επιστροφης στον Βόλο

«Στο τέλος γυρίσαμε με τα πόδια στα σπίτια μας. Στον γυρισμό, τα ελληνικά χωριά μας έδιναν ψωμί, λίγο τυρί. Μέσα όμως δεν μας έβαζαν, γιατί ήμασταν φορτωμένοι ψείρα. Μέρες ατελείωτες περπατούσα. Φτάσαμε στην Καλαμπάκα, μας είπαν οι ντόπιοι: «Γυρίστε πίσω. Οι Γερμανοί έχουν στήσει μπλόκα. Στέλνουν στη Γερμανία αιχμαλώτους». Μόλις το άκουσα, πιάσαμε τα βουνά. Δεν το γλυτώσαμε όμως. Πέσαμε σε μία φάλαγγα γερμανική. Με πήρε ένας στρατιώτης των Γερμανών να φουσκώσω ένα λάστιχο από τη μηχανή του. Πώς να το φουσκώσω; Εγώ δεν μπορούσα να σηκώσω τα χέρια μου από την εξάντληση. Δεν ήμουν άνθρωπος. …

«Κάποια στιγμή στα πεδινά, βρήκα ένα άλογο ψόφιο. Είχα μαζί μου ένα μαχαίρι ιταλικό. Μέχρι και κιθάρα είχαμε βρει, οι Ιταλοί κατέβαιναν με τα όργανα, σίγουροι ότι θα έκαναν περίπατο. Όμως, τα βρήκαν μπαστούνια από εμάς, γιατί ήμασταν παλικάρια πραγματικά. Τέλος πάντων, έβγαλα το τομάρι του ζώου, έκοψα ένα κομμάτι από τα καπούλια και έτρωγα λίγο-λίγο, μέχρι που γύρισα στον Βόλο. Έφτασα νύχτα στο Φυτόκο. Στην αρχή δεν με γνώρισε ο ίδιος ο πατέρας μου. Δεν άνοιγε την πόρτα. «Πατέρα, εγώ είμαι», φώναζα. Ήταν διώροφο το σπίτι. Από πάνω με έβλεπε. Δεν το πίστευε ότι είχα επιστρέψει ζωντανός».