Η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, μετά από μία εντυπωσιακή ανάκαμψη στη μεταπανδημική περίοδο, βρίσκεται, σήμερα, ενώπιον του κινδύνου σημαντικής επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξής της, με δυνητικά σοβαρές συνέπειες για τους εγχώριους καταναλωτές, τις επιχειρήσεις και τους επενδυτές.

Σύμφωνα με σχετική ανάλυση της τράπεζας Alpha Bank, εν μέσω αυτών των εξελίξεων, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) εντείνει τις προσπάθειες για τον περιορισμό του υψηλότερου πληθωρισμού των τελευταίων 40 ετών, έχοντας ήδη ξεκινήσει έναν από τους ταχύτερους κύκλους αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής της, των τελευταίων δεκαετιών. Στις 16 Ιουνίου, η Fed προέβη σε νέα αύξηση του βασικού επιτοκίου της, κατά 75 μονάδες βάσης (στο εύρος 1,5%-1,75%), αντανακλώντας, ουσιαστικά, την επιτακτική ανάγκη στροφής προς έναν ανοδικό κύκλο επιτοκίων, ώστε να θέσει υπό έλεγχο τον αλματώδη πληθωρισμό.

Τον Μάϊο, ο εποχικά διορθωμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) αυξήθηκε κατά 8,5% σε ετήσια βάση, που είναι ο ταχύτερος, καταγεγραμμένος πληθωρισμός από το 1981. Παράλληλα, πολλοί αναλυτές κάνουν λόγο για αργή αντίδραση της Fed στο έντονο πληθωριστικό φαινόμενο. Προκειμένου να κατανοήσουμε τους παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες σημαντικής επιβράδυνσης της οικονομίας των ΗΠΑ, θα πρέπει να αναδείξουμε, αρχικώς, τα αίτια των πληθωριστικών πιέσεων και της διαφαινόμενης «ακαμψίας» των τιμών.

Σύμφωνα με την Alpha Bank, ο κλιμακούμενος πληθωρισμός στις ΗΠΑ είναι πληθωρισμός ζήτησης, πρωτίστως, και λιγότερο πληθωρισμός κόστους που συνδέεται με αρρυθμίες στις εφοδιαστικές αλυσίδες και αύξηση των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων. Τούτο, εξάλλου, συνάγεται και από το γεγονός ότι ο δομικός πληθωρισμός -που εξαιρεί τα συγκεκριμένα αγαθά- κυμαίνεται, επίσης, σε υψηλό επίπεδο (6,5% τον Μάϊο), όπως και ο γενικός πληθωρισμός.

Οι τρεις παράγοντες των πληθωριστικών πιέσεων

Οι πληθωριστικές πιέσεις είναι αποτέλεσμα τριών, αλληλένδετων παραγόντων:

Πρώτον, του δημοσιονομικού, θετικού σοκ, μετά τα πρωτοφανή, δημοσιονομικά μέτρα που υιοθέτησαν οι αμερικανικές αρχές για τη διάσωση της οικονομίας από την πανδημία και την ισχυρή τόνωση της ρευστότητας, ύψους, περίπου, Δολαρίων 5 τρισ.

Δεύτερον, της μεταπανδημικής, δυναμικής ανάκαμψης, σε όρους ταχύτητας και έντασης (5,7% το 2021), επιβεβαιώνοντας την ανθεκτικότητα της αμερικανικής οικονομίας σε εξωτερικές διαταραχές και την επιστροφή της ζήτησης στα προ-πανδημικά επίπεδα.

Τρίτον, της «υπερθέρμανσης» της αγοράς εργασίας, καθώς το ποσοστό ανεργίας επέστρεψε, μετά την πανδημία, σε πολύ χαμηλό επίπεδο (3,6%), ενώ τα ποσοστά των νέων θέσεων εργασίας και των παραιτήσεων έχουν αυξηθεί (Γράφημα 5).

Επιπλέον, η αύξηση του μισθολογικού κόστους, σε ονομαστικούς όρους, κυμαίνεται περίπου στο 5%, αισθητά χαμηλότερα από την αύξηση του ΔΤΚ (8,5%), οδηγώντας στην ταχύτερη μείωση των πραγματικών μισθών των τελευταίων δεκαετιών. Πλέον, έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες για μία πιθανή σπειροειδή άνοδο μισθών-πληθωρισμού. Η κεντρική τράπεζα εκτιμά ότι, καθώς θα αυξάνει τα επιτόκια, οι εργοδότες θα επιλέξουν να περιορίσουν τον ιστορικά υψηλό ρυθμό δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και όχι να προβούν σε μαζικές απολύσεις προσωπικού. Συνεπώς, θα περιορίσουν την αύξηση των μισθών -άρα και την αύξηση του γενικού πληθωρισμού- χωρίς να αυξήσουν το ποσοστό της ανεργίας.

Ιστορικά, ωστόσο, δεν έχει συμβεί στις ΗΠΑ τιθάσευση του πληθωρισμού από τις νομισματικές αρχές της χώρας, χωρίς η οικονομία να εισέλθει σε περίοδο ύφεσης. Ο έλεγχος του επιταχυνόμενου πληθωρισμού οδηγεί, πάντα, σε σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και η μείωση των νέων θέσεων εργασίας -που αποτελεί προοίμιο ύφεσης- δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως την αύξηση της ανεργίας. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται, μεταξύ άλλων, και από το βασικό εύρημα πρόσφατης μελέτης (“Overheating conditions indicate high probability of a US recession”, Alex Domash and Lawrence H. Summers, April 2022), σύμφωνα με την οποία, υπάρχει σημαντική πιθανότητα ύφεσης της οικονομίας των ΗΠΑ τους επόμενους 12 έως 24 μήνες, δεδομένων των συνθηκών υπερθέρμανσης, δηλαδή, του τρέχοντος, υψηλού πληθωρισμού και του πολύ χαμηλού ποσοστού ανεργίας.

Αναλύοντας ιστορικά στοιχεία για την περίοδο 1955-2019, οι συγγραφείς δείχνουν ότι η χαμηλότερη ανεργία και ο υψηλότερος πληθωρισμός αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα ύφεσης. Από το 1955, δεν υπήρξε ποτέ τρίμηνο με μέσο πληθωρισμό πάνω από 4% και ανεργία κάτω από 5% που να μην ακολουθήθηκε από ύφεση μέσα στα επόμενα δύο έτη. Επιπλέον, μία μείωση των νέων θέσεων εργασίας κατά 20% σχετίζεται, κατά μέσο όρο, με αύξηση του ποσοστού ανεργίας κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.

Εντός του 2023 η επόμενη ύφεση της αμερικανικής οικονομίας

Τα συμπεράσματα της ανωτέρω μελέτης ενισχύονται και από τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας που διεξήχθη, στο διάστημα 6-9 Ιουνίου 2022, από τους Financial Times, σε συνεργασία με το ερευνητικό κέντρο IGM (Initiative on Global Markets) του Πανεπιστημίου του Σικάγο (Booth School of Business), στην οποία συμμετείχαν 49 οικονομολόγοι. Στην πλειονότητά τους προβλέπουν ότι η επόμενη ύφεση της αμερικανικής οικονομίας θα ξεκινήσει εντός του 2023. Τα παραπάνω δεδομένα, υποδηλώνουν ότι το σενάριο μίας «ομαλής προσγείωσης» της αμερικανικής οικονομίας είναι δύσκολο να επιτευχθεί.

Παράλληλα, η επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο που έχει θέσει η κεντρική τράπεζα, πιθανότατα, να απαιτεί μία πολύ πιο δυναμική απάντηση πολιτικής, από αυτή που αναμενόταν μέχρι πρότινος. Λαμβάνοντας υπόψη τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος και τα επίμονα δημοσιονομικά ελλείμματα, ο συντονισμός της νομισματικής και της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση, ώστε να επιτευχθεί ο αποπληθωρισμός και να αποφευχθεί μία κρίση δημοσίου χρέους.