Ο Munch γεννήθηκε το 1863 στο χωριό Adalsbruk της Νορβηγίας και η οικογένεια μετακόμισε στο Όσλο ένα χρόνο αργότερα.
Το πιο οδυνηρό γεγονός στη ζωή του Εdvard Munch ήταν ο πρόωρος θάνατος της μητέρας του από φυματίωση όταν ήταν εκείνος μόλις πέντε ετών. Η τραγωδία συνεχίστηκε όταν η μεγαλύτερη αδελφή του, η Sophie- στην οποία ήταν προσκολλημένος γιατί στο μυαλό του είχε αντικαταστήσει τη μητέρα του- πέθανε επίσης από φυματίωση. Ο Munch ήταν τότε δεκατριών ετών. Εκτός από αυτές τις δύο μεγάλες απώλειες κατά τη διάρκεια των κρίσιμων σταδίων ανάπτυξης του, ο πατέρας του μετά το θάνατο της γυναίκας του, υπέστη μια ταραγμένη ψυχωτική κατάθλιψη, που σχετίζεται με θρησκευτικές ανησυχίες. Όλο αυτό το τραύμα εντάθηκε από τη φτώχεια που βίωσε η οικογένεια Munch, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του Edvard ήταν γιατρός. Λέγεται ότι ήταν ένας τυραννικός πατέρας, επιρρεπής σε κρίσεις οργής.
Αυτά τα συσσωρευμένα γεγονότα τον οδήγησαν να πει σε κάποια φάση της ζωής του:
«Η αρρώστια, η παραφροσύνη και ο θάνατος ήταν οι μαύροι άγγελοι που πρόσεχαν την κούνια μου και με συνόδευαν σε όλη μου τη ζωή».
Ένα αδύναμο παιδί ο ίδιος, ο Munch, έπρεπε συχνά να παίρνει μήνες άδεια από το σχολείο, αλλά βρήκε μια απόδραση μέσα από τις ιστορίες φαντασμάτων του Edgar Allan Poe Έντγκαρ και διδάσκοντας τον εαυτό του να ζωγραφίζει.
Η απώλεια της μητέρας του 1868 από φυματίωση ενίσχυσε τις μοιρολατρικές και καλβινιστικές τάσεις του πατέρα του, που δυστυχώς τις πέρασε και στα παιδιά του. Ο Εdvard είχε τόσο έντονη τη φοβία του θανάτου, που ξυπνούσε τη νύχτα με το φόβο πως πέθανε. Κάθε χειμώνα υπέφερε από πυρετούς, βρογχίτιδα και στα 13 του χρόνια άρχισε να φτύνει αίμα. Εκείνος, τα κατάφερε, τελικά. Η αδελφή του όμως πέθανε από φυματίωση στα 15 της χρόνια.
Μανταλένα-Μαρία Διαμαντή