Σε τροχιά αποκατάστασης και ανάδειξης μπαίνει ο αρχαιολογικός χώρος της πλατείας Βαροσίου, στην Έδεσσα ο οποίος παρέμενε αδιαμόρφωτος για περισσότερα από 15 χρόνια. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού ολοκλήρωσαν τις απαραίτητες μελέτες και τα έργα αναμένεται να ξεκινήσουν άμεσα.

Φωτορεαλιστική απεικόνιση της πρότασης αποκατάστασης της πλατείας και του αρχαιολογικού χώρου

Κατά τις εργασίες ανάπλασης της πλατείας η αρχαιολογική έρευνα είχε φέρει στο φως τμήματα της διαχρονικής οχύρωσης της πόλης, που χρονολογούνται από την ελληνιστική ως την υστεροβυζαντινή περίοδο ενώ πάνω από τη στάθμη των τειχών αποκαλύφθηκε τμήμα των θεμελίων και του δαπέδου του μεταβυζαντινού Ναού της Υπαπαντής. Τα έργα διακόπηκαν και το 2008 συντάχθηκε μελέτη για τη συντήρηση, αναστήλωση και ανάδειξη των οχυρώσεων και των άλλων οικοδομημάτων, η οποία, όμως, δεν εφαρμόστηκε. Έκτοτε, ο αρχαιολογικός χώρος παραμένει αδιαμόρφωτος, με πρόχειρα στέγαστρα, προσωρινές αντιστηρίξεις και χωρίς ουσιαστική συντήρηση και αποκατάσταση των οχυρωματικών ευρημάτων.

Η σημερινή εικόνα της πλατείας

Στόχος των νέων μελετών είναι η στερέωση των καταλοίπων και η ανάδειξή τους με ταυτόχρονη αντιμετώπιση των δομικών και οικοδομικών προβλημάτων και την ενίσχυση της στατικής επάρκειας των τειχών. Η μελέτη συντήρησης περιλαμβάνει περιγραφή και παθολογία των οχυρώσεων και άλλων οικοδομημάτων, δειγματοληψία κονιαμάτων και λίθων καθώς και προτεινόμενες επεμβάσεις αναστήλωσης.

Όπως εξηγεί η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη «Οι μελέτες αφορούν στην αποκατάσταση και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της πλατείας Βαροσίου στην ομώνυμη διατηρητέα συνοικία της Έδεσσας, η οποία αποτελεί την ιστορική συνέχεια της αρχαίας ακρόπολης και του βυζαντινού κάστρου των Βοδενών. Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει τμήμα της διαχρονικής οχύρωσης της πόλης, από την ελληνιστική ως την υστεροβυζαντινή περίοδο. Έχουν ανασκαφεί τμήματα του ελληνιστικού τείχους με τις υστερορωμαϊκές ενισχύσεις του, του παλαιοχριστιανικού προτειχίσματος, καθώς και του υστεροβυζαντινού τείχους. Τα οχυρωματικά έργα είχαν χαρακτήρα αμυντικό και προστατευτικό από την έντονη ροή των υδάτων του Εδεσσαίου ποταμού, που συχνά κατέκλυζαν την περιοχή. Τα κατάλοιπα των οχυρώσεων που αποκαλύφθηκαν βρίσκονται σε αρκετά προβληματική κατάσταση διατήρησης. Εμφανίζουν φθορές, που έχουν προκληθεί από τη φυσική γήρανση των υλικών, αλλά κυρίως από ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως την εκτεταμένη λιθαρπαγή για τη χρήση των υλικών σε νεότερα κτήρια. Ο μοναδικός αυτός επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος εντός της πόλης της Έδεσσας χρήζει συντήρησης και ανάδειξης, καθώς η σημερινή εικόνα, με τα πρόχειρα στέγαστρα και τις ανασκαφικές τομές, δεν τον καθιστά αναγνώσιμο από τους επισκέπτες. Οι προβλεπόμενες επεμβάσεις έχουν χαρακτήρα προστασίας και ανάδειξης των καταλοίπων των οχυρωματικών στρωμάτων και εντάσσονται στο πλαίσιο των έργων πολιτισμού που υλοποιεί το Υπουργείο Πολιτισμού σε μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της Έδεσσας, τα οποία καλύπτουν το φάσμα όλων των ιστορικών περιόδων.

Στις επεμβάσεις αποκατάστασης περιλαμβάνονται, η αφαίρεση των επιχώσεων που καλύπτουν το μνημείο και η διερεύνηση των τμημάτων που θα αποκαλυφθούν, η αποκατάσταση των κατεστραμμένων εξωτερικών παρειών των τοιχοποιιών ώστε οι δύο όψεις της να έχουν παρόμοιο ύψος. Στην περίπτωση του ελληνιστικού τείχους προτείνεται να φτάσει μέχρι και τον δέκατο δόμο. Για τον μεταβυζαντινό Ναό της Υπαπαντής προτείνεται η αποκατάσταση και τοπική ανάκτηση των τοιχοποιιών. Επίσης, προβλέπονται η δημιουργία πλατώματος θέασης, η κατασκευή ράμπας στην ανατολική παρειά του σκάμματος, η τοποθέτηση περίφραξης για την προστασία του μνημείου, η εγκατάσταση αναλογίων πληροφόρησης και βάσης για απτικό χάρτη του αρχαιολογικού χώρου. Ο φωτισμός που προτείνεται να τοποθετηθεί διακρίνεται σε φωτισμό ανάδειξης των αρχαιοτήτων και σε φωτισμό ασφαλείας.

Διαβάστε ακόμη: