Σε νέα επίπεδα ρεκόρ εκτινάχθηκαν οι παγκόσμιες επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με νέα έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, καθώς οι κυβερνήσεις διεθνώς προσπάθησαν να προστατέψουν τους καταναλωτές από το ράλι των ενεργειακών τιμών σαν αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία.

Σύμφωνα με το σημερινό report του ΔΝΤ, το ύψος των επιδοτήσεων για τον άνθρακα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, μέσα στο 2022, «έπιασε»… ταβάνι στα 7 τρισ. δολάρια! Πρόκειται για ένα ποσό που αναλογεί στο 7,1% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ήτοι πολύ πάνω από τα κονδύλια που οι κυβερνήσεις διεθνώς δαπανούν για κλάδους όπως η παιδεία (στο 4,3% του ΑΕΠ) και περίπου τα δύο τρίτα από όσα δαπανούν για την υγεία και το κράτος πρόνοιας (στο 10,9% του ΑΕΠ).

Μεγάλο μέρος των δαπανών αυτών οφείλονται στις λεγόμενες «σιωπηρές επιδοτήσεις», που είναι αποτέλεσμα της υποτίμησης από τις κυβερνήσεις του κόστους από την ατμοσφαιρική ρύπανση και την υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι «σιωπηρές επιδοτήσεις», χάρη στις οποίες οι καταναλωτές πληρώνουν λιγότερα για το κόστος προσφοράς των ορυκτών καυσίμων, ουσιαστικά τριπλασιάστηκαν από την προηγούμενη έκθεση του ΔΝΤ, το 2020, από τα 0,5 τρισ. δολάρια στα 1,5 τρισ. δολάρια.

Σύμφωνα με την έκθεση, οι καταναλωτές δεν πλήρωσαν για πάνω από 5 τρισ. δολάρια περιβαλλοντικού κόστους πέρυσι χάρη στις σιωπηλές επιδοτήσεις.

Αντιστοίχως το κόστος των ρητών επιδοτήσεων, που προσφέρουν οι κυβερνήσεις για να διατηρήσουν τεχνητά χαμηλές τις ενεργειακές τιμές, υπερδιπλασιάστηκε σε σχέση με τα επίπεδα του 2020, στα 1,3 τρισ. δολάρια. Αν και η έκθεση επισημαίνει πως πιθανότατα η επιβάρυνση αυτή θα είναι προσωρινή, ακριβώς λόγω των έκτακτων μέτρων στήριξης των καταναλωτών από τις υψηλές ενεργειακές τιμές, λόγω του πολέμου.

Σε επίπεδο περιοχών τα σκήπτρα στις επιδοτήσεις πήγαν στην Κίνα, που προσφέρει μακράν τις υψηλότερες επιδοτήσεις στα καύσιμα, ενώ ακολουθούν οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η ΕΕ και η Ινδία.

Μόλις προ ημερών το διεθνές think tank International Institute for Sustainable Development υποστήριξε σε δική του έκθεση πως οι επιδοτήσεις των ορυκτών καυσίμων από τις οικονομίες του γκρουπ του G20 διαμορφώθηκαν στα 1,4 τρισ. δολάρια.

Θυμίζουμε πως οι ηγέτες του G20 έχουν συμφωνήσει εδώ και χρόνια στη σταδιακή μείωση των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα, δέσμευση που επαναλήφθηκε και στην τελευταία Διακυβερνητική του ΟΗΕ για το Κλίμα, στη Γλασκόβη, τη σύνοδο COP26. Όμως, ο πόλεμος που μεσολάβησε άλλαξε ριζικά το τοπίο, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να αυξήσεις περαιτέρω τις επιδοτήσεις, όπως και να επιβάλλουν πλαφόν στις τιμές, προκειμένου να προσπαθήσουν να συγκρατήσουν την εκτόξευση του κόστους της ζωής.

Το θέμα αναμένεται να επανέλθει στο τραπέζι κατά την επικείμενη σύνοδο του UN COP28, που θα διεξαχθεί στο Ντουμπάι. Όμως για την ώρα δεν φαίνεται να υπάρχει αρκετή δυναμική για επιστροφή στους στόχους της περικοπής των επιδοτήσεων και της απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα παρά και το γεγονός ότι, ήδη το φετινό καλοκαίρι, οι συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι επώδυνα ορατές σε πολλές χώρες.

Με τα μέχρι τώρα στοιχεία, η φετινή χρονιά είναι η τρίτη θερμότερη που έχει καταγραφεί ποτέ, όμως θεωρείται πολύ πιθανό να ξεπεράσει το ανώτατο ρεκόρ του 2016 και να εκτοξευτεί στην κορυφή της λίστας.

Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι απαιτείται μείωση των εκπομπών αερίων κατά 43% μέχρι το 2030 για να κρατηθεί το όριο της υπερθέρμανσης στον 1,5 βαθμό Κελσίου.

Διαβάστε ακόμη: