Ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος ασκήθηκε στη Σοφία Γιαννικοπούλου, πρώην σύζυγο του εφοπλιστή Γιάννη Κούστα, για τον πλαστό πίνακα «Les Roses» του ζωγράφου Μαρκ Σαγκάλ.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ των Δημήτρη Πώποτα και Άριας Καλύβα στο protothema.gr, στην κα. Γιαννικοπούλου επιβλήθηκαν και περιοριστικοί όροι με την εμφάνισή της εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής όπου διαμένει, κάτι που, όπως εξηγούν νομικοί, υποδεικνύει ένδειξη ενοχής.

Σύμφωνα με τη μήνυση που είχε καταθέσει ο πρώην σύζυγός της, μετά το διαζύγιό τους, αντί για τον γνήσιο πίνακα ο οποίος είχε αγοραστεί 1.400.000 το 2007 (με σημερινή αξία κατά τον ίδιο 1.800.000 ευρώ), τοποθέτησε στη θέση του κακέκτυπό του.

Όπως σημειώνει ο ίδιος στη μήνυσή του, «το κουβάρι του εγκληματικού σχεδίου της Γιαννικοπούλου άρχισε να ξηλώνεται όταν απέστειλα τον πίνακα προς πώληση στον οίκο δημοπρασιών Sotheby’s στο Παρίσι και μου γνωστοποιήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου του 2020 ότι επρόκειτο για ρέπλικα και όχι για το πολύτιμο γνήσιο έργο τέχνης».

Σύμφωνα με το δικόγραφο, «το πρωτότυπο έργο, αρχικά ψηφιοποιήθηκε με τη χρήση ψηφιακής μηχανής, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στο υπό έλεγχο έργο διαπιστώθηκε σε δύο σημεία (σε δύο γωνίες του πλαισίου) φωτοσκίαση, η οποία αποτυπώθηκε με μικροφωτογράφηση και έχει αποδοθεί με την εκτύπωση της τετραχρωμίας σαν σκούρα περιοχή που δεν διορθώθηκε κατά την αναπαραγωγή του αντιγράφου. Στη συνέχεια, η εκτύπωση έλαβε χώρα με εκτυπωτή σε καμβά, ο οποίος νωρίτερα είχε επιστρωθεί με ειδικό υλικό προεργασίας που είναι ασυνήθιστο για ζωγράφους».

Ειδικότερα, η Σοφία Γιαννικοπούλου κατηγορείται πλέον για: Υπεξαίρεση πίνακα αξίας άνω των €120.000. Μια πράξη που συνιστά κακούργημα με προβλεπόμενη ποινή 5-10 χρόνια κάθειρξη. Για πλαστογραφία, δηλαδή τοποθέτηση σκαναρισμένου και επιχρωματισμένου αντιγράφου του πρωτότυπου έργου στο αυθεντικό τελάρο του πίνακα, με σκοπό συγκάλυψης της υπεξαίρεσης. Και τέλος, υπεξαγωγή εγγράφων, ήτοι απόκρυψη των πιστοποιητικών γνησιότητας που συνοδεύουν τον πίνακα.

Οι κατηγορίες της πλαστογραφίας και της υπεξαγωγής εγγράφων συνιστούν πλημμελήματα, που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως 5 χρόνια.