Βαθιά εξομολογητικός, όσο δεν έχει υπάρξει ποτέ στα 80 του χρόνια, ασκώντας σκληρή αυτοκριτική για τα πάθη του και τα λάθη του στην επαγγελματική αλλά και στην προσωπική του ζωή και αποκαλύπτοντας το αληθινό πρόσωπο πίσω από τον ρόλο που ο ίδιος έπλασε για τον εαυτό του, είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη.

Τα «χρέη» του αρκετά και σε πολλούς, όπως ο ίδιος παραδέχεται. Πρώτα απ’ όλα, στα παιδιά του, τα δύο αγόρια του, στα οποία δεν στάθηκε, πάντα, καλός πατέρας, όπως ο ίδιος εξομολογείται βαθιά μετανιωμένος.

«Χαστούκιζα τα παιδιά μου όταν ήταν μικρά. Ναι, μερικές φορές τα χαστούκισα. Εύχομαι να ανοίξει η γη να με καταπιεί τώρα που το λέω. Ντρέπομαι. Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι τώρα. “Καλλιτέχνης”, σου λέει ο άλλος, “άνθρωπος με ευαισθησίες”… Τα μάλωνα κι από πάνω ουρλιάζοντας σαν στρίγκλα. Με κοίταζαν κατατρομαγμένα τα πουλάκια μου…».

Οταν χρόνια αργότερα ζήτησε συγγνώμη από τον έναν γιο του για όσες φορές τον χτύπησε ή τον πρόσβαλε, εκείνος του έδωσε την ειλικρινέστατη, απολύτως δικαιολογημένη αλλά και σκληρή απάντηση: «Ναι, αλλά δεν ξέρω αν μπορώ». Κι όταν πάλι επανέφερε το θέμα σε ένα οικογενειακό τραπέζι δεν πήρε τις απαντήσεις που θα ήθελε, που είχε ανάγκη να ακούσει για να καταλαγιάσουν οι τύψεις του. Το ομολογεί, άλλωστε, ευθαρσώς στο βιβλίο: «Τη θέλω πολύ αυτή τη συγχώρεση, αλλά δεν ξέρω ακόμη πώς να τη ζητήσω».

Στην εκ βαθέων εξομολόγησή του δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί στη γυναίκα της ζωής του, την Ασπα αναφέροντας:

«Μερικές φορές κοντέψαμε (να χωρίσουμε) αλλά ξαναπέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Κι άλλοτε ήταν μέρες που έπεφτε πάλι βαριά επάνω μας η ταφόπλακα της καθημερινότητας. Δούλευα σε κλαμπ γεμάτα από νεαρές γυναίκες, σεξουαλικά πρόθυμες και επιπλέον ερωτευμένες με τον πρωταγωνιστή. Αισθανόμουν σαν ένα μικρό παιδί που το βάζεις σ’ ένα δωμάτιο όπου τρέχουν τρενάκια, ρομπότ που μιλάνε, ένα σωρό λουσάτα παιχνίδια, αλλά δεν έπρεπε ν’ αγγίζω τίποτα, μόνο να βλέπω. “Παντρειές μού ήθελες, να τώρα”! Της το χρέωνα ο γελοίος. Μα κι αν μπήκα στον πειρασμό κι αν εξόκειλα καμιά φορά, της το ομολόγησα. Δεν μπορούσα να κρατάω μυστικά από τη γυναίκα μου. Με πνίγουν. Τι να κάνω; Της τα λέω όλα. Εξάλλου, άνδρας είμαι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό; Οχι, δεν είχα κανένα ελαφρυντικό. Το άκουγα στην παγερή σιωπή της. Το έβλεπα σ’ αυτό το παγερό πράσινο βλέμμα της. Ημουν ένας πατριαρχικός τύπος που βασανιζόμουν απ’ την ίδια του την πατριαρχικότητα. Ετσι ήμουν τότε…».

Διαβάστε ακόμη