Αυστηρότερο πλαίσιο για την έκτιση των ισοβίων ζήτησε η μητέρα της αδικοχαμένης φοιτήτριας Ελένης Τοπαλούδη, λίγο μετά την πρόταση της εισαγγελέως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου για την ενοχή των δύο κατηγορουμένων για τη δολοφονία και τον βιασμό της, χωρίς ελαφρυντικά.
Η Κούλα Αρμουτίδου, αν και δήλωσε ικανοποιημένη για την εισαγγελική πρόταση, εξέφρασε ενστάσεις για τον χρόνο έκτισης της ποινής. «Θα ήθελα, όμως, σε τέτοιες στυγνές δολοφονίες, τα ισόβια να είναι πραγματικά ισόβια. Κι όχι ποινές – χάδια. Γιατί για μένα, τα 16 χρόνια δεν λένε τίποτε. Τα ισόβια όμως, οι στυγεροί δολοφόνοι, όταν θα ξέρουν ότι θα μπουν μέσα στη φυλακή και δεν θα ξαναδούν το φως του ήλιου παρά μόνον στον χώρο της φυλακής, ίσως συμμαζευτούν», είπε μιλώντας σε δημοσιογράφους.
Παράλληλα, ζήτησε να συναντήσει τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, από κοινού με άλλες μητέρες που οι κόρες τους δολοφονήθηκαν.
«Δεν έχει δικαίωμα κανείς να αφαιρεί μία ανθρώπινη ζωή. Κι αυτό που θέλω πραγματικά και το ζητάω και εγώ και όλες οι μάνες των αδικοχαμένων ψυχών είναι εδώ και τώρα συνάντηση με τον πρωθυπουργό της χώρας. Τον παρακαλώ πάρα πολύ. Δεν μπορεί να έχουν δικαιώματα στην ελληνική κοινωνία μόνο οι δολοφόνοι των παιδιών μας κι όχι εμείς σαν μάνες των αδικοχαμένων κοριτσιών, γυναικών, μανάδων. Εδώ και τώρα συνάντηση με τον κ. Μητσοτάκη και με τους αρχηγούς όλων των κομμάτων», είπε.
«Καταπέλτης» ήταν η εισαγγελέας της έδρας του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας η οποία πρότεινε την ενοχή των δυο κατηγορουμένων για τον ομαδικό βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη τον Νοέμβριο του 2018 στη Ρόδο, χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικών.
Η εισαγγελέας, ζήτησε, οι δυο κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι όπως πρωτόδικα και αν η πρότασή της γίνει δεκτή από το δικαστήριο, τότε δεν πρόκειται να «σπάσουν» τα ισόβια που τους έχουν επιβληθεί.
Επιπλέον, πρωτόδικα στους δυο κατηγορούμενους εκτός από ισόβια για τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, τους έχει επιβληθεί και κάθειρξη 15 ετών στον καθένα για τον ομαδικό βιασμό της.
Στο δικαστήριο επικράτησε ένταση, όταν η μητέρα της φοιτήτριας κατά τη μεταγωγή των δύο κατηγορουμένων στη δικαστική αίθουσα επιχείρησε να τους επιτεθεί. Αμέσως οδηγήθηκε εκτός αίθουσας για να ηρεμήσει.
Η εισαγγελική λειτουργός στην αγόρευσή της εξιστόρησε τα γεγονότα της μοιραίας βραδιάς, όπως αναδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία.
Η εισαγγελέας αναφέρθηκε αναλυτικά στα όσα προηγήθηκαν του εγκλήματος, επικαλούμενη τα στοιχεία της δικογραφίας: «Οι κατηγορούμενοι έπεισαν την Ελένη να τους ακολουθήσει στο εξοχικό σπίτι του πρώτου για ένα ποτάκι» είπε η εισαγγελική λειτουργός για να αναφερθεί ακολούθως στο μήνυμα που έστειλε η φοιτήτρια σε φίλη της και στο οποίο της έγραφε «Πάρε με τηλέφωνο».
Κατά την εισαγγελέα το μήνυμα αυτό έδειχνε ότι η Ελένη Τοπαλούδη δεν περνούσε καλά με τους δυο κατηγορούμενους, «ήταν ένα μήνυμα ανησυχίας, ότι κάτι δεν πάει καλά».
Η εισαγγελέας ανέλυσε τα στοιχεία που δείχνουν ότι η κοπέλα εξαναγκάστηκε σε συνουσία και με τους δύο κατηγορούμενους.
Η εισαγγελέας είπε στην αγόρευσή της στο δικαστήριο: «Η κοπέλα αντιστάθηκε και τόλμησε να τους πει ότι θα τους καταγγείλει στην αστυνομία. Έτσι αποφάσισαν να την εξοντώσουν. Με το σίδερο της κατάφεραν αλλεπάλληλα πλήγματα στο κεφάλι.
Διαπιστώθηκαν ίχνη αίματος παντού. Ακολούθως οι κατηγορούμενοι αντιλαμβανόμενοι την κατάσταση μετέφεραν την κοπέλα στο μπάνιο. Εκείνη αιμορροούσε ακατάσχετα και όταν είδαν πόσο κρίσιμη ήταν η κατάσταση την μετέφεραν στο αυτοκίνητο και την έβαλαν στη θέση του συνοδηγού. Το έκαναν και οι δυο μαζί και την οδήγησαν με το αυτοκίνητο στην παραλία της «Φώκιας».
Από εκεί ψηλά από ένα βράχο την έριξαν στη θάλασσα για να την παρασύρουν τα ρεύματα και να μην συλληφθούν. (…) Κατόπιν γύρισαν στο σπίτι και το καθάρισαν από αίματα.
Καθάρισαν και το αυτοκίνητο, μάζεψαν όλα τα αντικείμενα και αυτά της κοπέλας και σε 45 λεπτά ξαναγύρισαν πάλι στο ίδιο σημείο και τα έριξαν στη θάλασσα. Για κακή τους όμως τύχη κάποια από αυτά κατέληξαν και έμειναν στα βράχια. (…). Μετά γύρισαν στο σπίτι τους ο καθένας και έπεσαν για ύπνο συνεχίζοντας ατάραχοι τη ζωή τους. Μέχρι που η σορός της κοπέλας εντοπίστηκε να πλέει στο νερό. Ο θάνατος της Ελένης ήταν εν ζωή. Πέθανε από πνιγμό».
Η εισαγγελέας ανέφερε ότι θα πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι υπήρξε συναίνεση της κοπέλας για σεξουαλική συνέρευσή της μαζί τους.
Η εισαγγελέας, επικαλούμενη τα στοιχεία που προέκυψαν, ανέφερε πως «η θανούσα δεν είχε συναινέσει», κάτι το οποίο προκύπτει, πλέον άλλων στοιχείων και από το γεγονός ότι τα ρούχα της βρέθηκαν σκισμένα, στοιχείο που αποδεικνύει ότι «ασκήθηκε βία».
Όπως ανέφερε η εισαγγελέας, αν η Ελένη Τοπαλούδη είχε συναινέσει σε όλα αυτό το σκηνικό θα ήταν ακόμη ζωντανή.
«Θα είχαν τελειώσει όλα ήρεμα και ωραία. Οι κατηγορούμενοι ήταν προετοιμασμένοι για όλο αυτό εκείνο το βράδυ, δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που έκαναν κάτι τέτοιο. Είχαν προετοιμαστεί όλο το απόγευμα για αυτό και μόλις είδαν ότι η Ελένη αντέδρασε, άσκησαν βία. Η στάση τους μετά τη τέλεση τογ εγκλήματος μαρτυρά σχεδιασμό, εκτέλεση από κοινού και δόλο».
Τέλος, σύμφωνα με την εισαγγελέα στους δυο κατηγορούμενους δεν θα πρέπει να εφαρμοστεί το άρθρο 36 ή το 34 του Ποινικού Κώδικα περί ανικανότητας για καταλογισμό. «Δεν προέκυψε ότι δεν είχαν την ικανότητα οι κατηγορούμενοι να αντιληφθούν τον άδικο χαρακτήρα των πράξεων τους ή ότι αυτή η ικανότητά τους μειώθηκε», ανέφερε η εισαγγελέας στο τέλος της αγόρευσης της.