Η πυρηνική αναμένεται να αναδειχθεί σε κυρίαρχο «παίκτη» στο τοπίο της καθαρής ενέργειας, ωστόσο, αυτό θα χρειασθεί συντονισμένη δράση από τις κυβερνήσεις και τον ιδιωτικό τομέα, γεγονός το οποίο δεν υλοποιείται τούτη τη στιγμή, ανέφερε ο κ. Μπαϊρόλ.
Στο μεταξύ, Ρωσία και Κίνα κυριαρχούν στον χώρο. Από το 2017, το 87% των νέων αντιδραστήρων έχουν σχεδιασθεί από Ρώσους και Κινέζους.
«Οι ανεπτυγμένες οικονομίες βρίσκονται πολύ πίσω, καθώς 27 από τους 31 υπό κατασκευή αντιδραστήρες από το 2017, έχουν δημιουργηθεί από Ρώσους και Κινέζους», συμπλήρωσε.
Ο Φατίχ Μπαϊρόλ χαρακτήρισε την πυρηνική ενέργεια ως μία «μοναδική ευκαιρία» μέσα στο σημερινό περιβάλλον των υψηλών διεθνών τιμών ενέργειας, των προσπαθειών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των προκλήσεων σε επίπεδο ενεργειακής ασφάλειας.
Παρ’ όλα αυτά, «η επιστροφή της πυρηνικής ενέργειας δεν είναι με τίποτε διασφαλισμένη», προσέθεσε. Για αυτόν το λόγο, κάλεσε τις κυβερνήσεις να διασφαλίσουν την ασφαλή και βιώσιμη λειτουργία των πυρηνικών αντιδραστήρων.
Προειδοποίησε, όμως, ότι οι επιχειρήσεις θα πρέπει να γίνουν πολύ πιο αποτελεσματικές στην κατασκευή πυρηνικών εγκαταστάσεων με έγκαιρο και οικονομικότερο τρόπο, ώστε να παρουσιασθεί η δυνατότητα στις ανεπτυγμένες οικονομίες να συμβαδίσουν με τις κινεζικές και ρωσικές πυρηνικές δραστηριότητες.
Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν πυρηνικοί αντιδραστήρες σε 32 χώρες και το 63% της παραγωγής ενέργειας από τον παγκόσμιο «στόλο» των πυρηνικών αντιδραστήρων προέρχεται από εγκαταστάσεις που χρονολογούνται τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.
Αυτό, επειδή οι περισσότεροι από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες κατασκευάστηκαν ως απάντηση στην πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970, σύμφωνα με την ΙΕΑ.
Ρωσία – Κίνα: Πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της πρώτης οδικής γέφυρας που συνδέει τις δύο χώρες
Οι πόλεις Χέιχε (επαρχία Χεϊλόνγκτζιανγκ) και Μπλαγκοβέστσενσκ (ρωσική Άπω Ανατολή), από τις 10/06 συνδέονται μέσω νέας οδικής γέφυρας.
Τα δύο κράτη εγκαινίασαν την πρώτη οδική γέφυρα ανάμεσά τους, η οποία συνδέει τις περιοχές πάνω από τον ποταμό Αμούρ. Η κατασκευή της γέφυρας είχε ολοκληρωθεί εδώ και δύο χρόνια, ωστόσο, τα εγκαίνιά της είχαν αναβληθεί εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού.
Η έναρξη του μακροχρόνιου σχεδίου, για το οποίο η πρώτη συμφωνία χρονολογείται από το 1995, συμβολίζει την προσέγγιση και την αύξηση του εμπορίου ανάμεσα στις δύο χώρες.
Η κατασκευή της γέφυρας μήκους ενός χιλιομέτρου και δύο λωρίδων κυκλοφορίας στοίχισε περίπου 19 δισεκατομμύρια ρούβλια (300 εκατομμύρια ευρώ), εκ των οποίων 14 δισεκατομμύρια για τη ρωσική πλευρά.
H γέφυρα προορίζεται αποκλειστικά για μεταφορές εμπορευμάτων, ενώ για τον πληθυσμό των δύο εκείνων πόλεων των περίπου 200.000 κατοίκων, κατασκευάζεται ένα διασυνοριακό τελεφερίκ, έργο που αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2023, σύμφωνα με τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης.
Η Μόσχα και το Πεκίνο, που έχουν σύνορα μήκους 4.250 χιλιομέτρων κυρίως στον ποταμό Αμούρ, βρίσκονταν σε αντιπαράθεση εδώ και περισσότερα από τριάντα χρόνια αναφορικά με την οριοθέτηση των συνόρων τους στην περιοχή.
Οι εμπορικές συναλλαγές «ανθίζουν» μετά την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όμως, πάντοτε προσέκρουαν στην περιοχή λόγω της έλλειψης υποδομών για μεταφορές.