Toν σχεδιασμό της ΔΕΗ για την παραγωγή ενέργειας από απόβλητα στην Κοζάνη αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας, περιέγραψαν χθες στελέχη της εταιρείας, ανάβοντας πράσινο φως για τις ενεργειακές μπίζνες με τα σκουπίδια για τις οποίες υπάρχει ζωηρό ενδιαφέρον να δραστηριοποιηθούν όλοι οι μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι της χώρας.
Το σχέδιο της ΔΕΗ είχε προαναγγείλει πρόσφατα από την Δυτική Μακεδονία ο επικεφαλής της Επιχείρησης Γιώργος Στάσσης, κάνοντας λόγο για μία επένδυση ύψους 300 εκατ. ευρώ που θα ενταχθεί στο συνολικού σχέδιο μετασχηματισμού της περιοχής με σημείο αιχμής την ανάπτυξη γιγαντιαίων data center.
Το σχέδιο αυτό εξειδίκευσε χθες ο κ. Αλέξανδρος Σουμελίδης Γενικός Διευθυντής Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Παραγωγής του ομίλου ΔΕΗ σε ειδική εκδήλωση στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Το έργο, το οποίο σχεδιάζεται να υλοποιηθεί στον χώρο των παλαιών λιγνιτωρυχείων, εκτιμάται ότι θα επεξεργάζεται από 280.000 έως 300.000 τόνους αποβλήτων ετησίως, χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη δευτερογενή καύσιμα (SRF/RDF) με θερμογόνο δύναμη μεταξύ 8 και 11 MJ/kg και δυναμικότητα από 35-38 MW. Όπως αναφέρθηκε χθες η ΔΕΗ έχει ξεκινήσει να ωριμάζει το έργο ανεξάρτητα από τον εθνικό σχεδιασμό, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να διεκδικήσει και άλλα αντίστοιχα έργα το επόμενο διάστημα.
Εκτιμάται μάλιστα ότι η ΔΕΗ θα είναι έτοιμη να καταθέσει μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων στο ΥΠΕΝ για την Δυτική Μακεδονία έως τα τέλη του έτους.
Η στρατηγική θέση
Όπως αναφέρθηκε η γεωγραφική τοποθεσία του έργου χαρακτηρίζεται στρατηγικής σημασίας, καθώς επιτρέπει τη συγκέντρωση αποβλήτων από τη Βόρεια Ελλάδα, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, ενώ ταυτόχρονα εξυπηρετεί τις ανάγκες της τοπικής τηλεθέρμανσης.
Με βάση τους υπολογισμούς, η μονάδα θα καλύπτει περίπου το 25% των εθνικών αναγκών για ενεργειακή αξιοποίηση αποβλήτων, ενώ θα προσφέρει 240.000 έως 250.000 MWh θερμικής ενέργειας ετησίως, καλύπτοντας σχεδόν το 40% των θερμικών αναγκών του Δήμου Εορδαίας, όπου η συνολική ετήσια ζήτηση ανέρχεται σε 640.000 MWh.
Ιδιαίτερη πρόκληση αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί η διατήρηση της τηλεθέρμανσης στη Δυτική Μακεδονία, καθώς η ΔΕΗ είναι ο μοναδικός πάροχος θερμικής ενέργειας στην περιοχή. Με δεδομένες τις σημαντικές δημόσιες και ευρωπαϊκές επενδύσεις σε υποδομές τηλεθέρμανσης —όπως δίκτυα σωληνώσεων, αντλιοστάσια και συστήματα ανταλλαγής θερμότητας— κρίθηκε αναγκαία η εξεύρεση νέας λύσης που θα επιτρέψει τη συνέχιση της λειτουργίας τους χωρίς εξάρτηση από λιγνιτικές μονάδες.
Μεγάλη σημασία δίνει η ΔΕΗ στην κοινωνική αποδοχή του έργου. Μέσω της υλοποίησης της νέας μονάδας, επιδιώκεται η διαμόρφωση θετικής στάσης της κοινωνίας απέναντι στις τεχνολογίες ενεργειακής αξιοποίησης απορριμμάτων, αναγνωρίζοντας ότι μέχρι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχει σημαντική επιφυλακτικότητα, ακόμα και όταν πληρούνται οι αυστηρότερες προδιαγραφές εκπομπών.
Όπως επισημάνθηκε, το συγκεκριμένο έργο φιλοδοξεί να πετύχει τρεις στόχους με μία κίνηση: να συμβάλει στη μείωση της ταφής αποβλήτων σε εθνικό επίπεδο, να διασφαλίσει τη συνέχιση της τηλεθέρμανσης και να αποτελέσει σημείο αναφοράς για το νέο μοντέλο ενεργειακής και περιβαλλοντικής ανάπτυξης της χώρας.
Χωροθετούνται 6 εργοστάσια
Σύμφωνα με την μελέτη σκοπιμότητας που εκπόνησε η Enviroplan Α.Ε. για λογαριασμό του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ) για την Ελλάδα προκρίνονται έξι συνολικά μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης.
Με βάση το σχεδιασμό οι μονάδες αυτές θα χωροθετηθούν κατά προσέγγιση σε έξι αντίστοιχες περιοχές: τη Ροδόπη, την Κοζάνη, την Αρκαδία ή την Ηλεία, τη Βοιωτία, την Αττική και το Ηράκλειο. Η έκθεση, που παρουσιάστηκε χθες και επίσημα, έρχεται να καλύψει ένα κρίσιμο κενό στρατηγικού σχεδιασμού καθώς η χώρας υστερεί σε δίκτυο μονάδων Waste-to-Energy (WtE), γεγονός που την εμποδίζει να μειώσει δραστικά την ταφή αποβλήτων.
Η μελέτη αναφέρει ότι η επίτευξη του στόχου για μείωση της ταφής κάτω από το 10% μέχρι το 2030 δεν είναι εφικτή χωρίς την ανάπτυξη αυτών των μονάδων. Οι τελικές αποφάσεις για τις χωροθετήσεις των μονάδων θα ληφθούν ωστόσο σε πολιτικό επίπεδο το αμέσως επόμενο διάστημα.
Η δυναμικότητα κάθε μονάδας
Η χωροθέτηση των μονάδων δεν καθορίζει επακριβώς τα οικόπεδα εγκατάστασης, καθώς αυτά θα προκύψουν από τους διαγωνισμούς, ωστόσο οι προτεινόμενες περιοχές σε επίπεδο περιφερειακής ενότητας είναι απολύτως σαφείς. Οι έξι θέσεις, όπως προσδιορίζονται από τη μελέτη μέσω ανάλυσης GIS και τεχνικών κριτηρίων, αποτελούν τη βέλτιστη λύση για την αποδοτική και ισόρροπη κατανομή των μονάδων καύσης στη χώρα.
Η πρώτη μονάδα προβλέπεται να κατασκευαστεί στην Ανατολική Μακεδονία, και συγκεκριμένα στη Ροδόπη, με δυναμικότητα 62.000 τόνων ετησίως. Θα εξυπηρετεί τις ανάγκες των Περιφερειακών Ενοτήτων Ροδόπης, Ξάνθης, Καβάλας και Έβρου, ενισχύοντας την αυτάρκεια της Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων.
Η δεύτερη μονάδα προτείνεται να γίνει στη Δυτική Μακεδονία, στην περιοχή της Κοζάνης ή της Πτολεμαΐδας, με δυναμικότητα 288.000 τόνων ετησίως. Η μονάδα αυτή είναι στρατηγικής σημασίας, καθώς θα εξυπηρετεί τη Δυτική Μακεδονία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, μέρη της Κεντρικής Μακεδονίας, καθώς και την Κέρκυρα.
Η τρίτη μονάδα τοποθετείται στη Δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο, με πιθανότερη εγκατάσταση στην Αρκαδία ή στην Ηλεία, δυναμικότητας 154.000 τόνων τον χρόνο. Θα καλύπτει τις ανάγκες των περιφερειών Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και των Ιονίων Νήσων (πλην της Κέρκυρας). Η Αρκαδία συγκεντρώνει, σύμφωνα με τη μελέτη, τα πλεονεκτήματα για την τελική επιλογή, τόσο σε επίπεδο συγκοινωνιακής προσβασιμότητας όσο και ενεργειακής διασύνδεσης.
Η τέταρτη μονάδα σχεδιάζεται να εγκατασταθεί στη Βοιωτία, με δυναμικότητα 186.000 τόνων ετησίως και υπάρχει πρόταση για να υλοποιηθεί από την Metlen. To έργο θα εξυπηρετεί τη Στερεά Ελλάδα (Βοιωτία, Φθιώτιδα, Εύβοια) αλλά και την Ανατολική Αττική. Η μελέτη επισημαίνει τη δυνατότητα αξιοποίησης της θερμότητας από τη μονάδα σε τοπικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, προσδίδοντας προστιθέμενη αξία στην ενεργειακή χρήση των αποβλήτων.
Η πέμπτη και μεγαλύτερη μονάδα χωροθετείται στην Αττική, με εκτιμώμενη δυναμικότητα 356.000 τόνων τον χρόνο. Η περιφέρεια συγκεντρώνει την πλειοψηφία των παραγόμενων αποβλήτων της χώρας και η μονάδα αυτή αναλαμβάνει κομβικό ρόλο στη διαχείριση του λεκανοπεδίου.
Η χωροθέτηση δεν έχει καθοριστεί ακόμα αν θα είναι σε κεντρική ή δυτική περιοχή της Αττικής, ωστόσο η ανάγκη για άμεση διαχείριση των υπολειμμάτων και παραγωγή SRF υψηλής ποιότητας καθιστά την υλοποίησή της απολύτως απαραίτητη.
Η έκτη μονάδα προβλέπεται να κατασκευαστεί στην Κρήτη, στην περιοχή του Ηρακλείου, με ετήσια δυναμικότητα 140.000 τόνων. Θα καλύψει τις ανάγκες του νησιού αλλά και πιθανώς περιοχών του Νοτίου Αιγαίου. Η Κρήτη αποτελεί ξεχωριστή ενεργειακή και γεωγραφική οντότητα, και η ανάπτυξη αυτόνομης WtE μονάδας θα μειώσει σημαντικά τα κόστη μεταφοράς υπολειμμάτων εκτός νησιού, ενώ θα προσφέρει εγγυημένη ενεργειακή ανάκτηση εντός της περιφέρειας.
Η μελέτη υπολογίζει ότι η συνολική δυναμικότητα των έξι μονάδων ανέρχεται σε 1.186.000 τόνους αποβλήτων ετησίως, με κατώτερη θερμογόνο δύναμη άνω των 10 MJ/kg, γεγονός που καθιστά το σύνολο των παραγόμενων εκροών πλήρως αξιοποιήσιμο ενεργειακά. Παράλληλα, προβλέπεται ότι 150.200 τόνοι SRF καλής ποιότητας θα συνεχίσουν να απορροφώνται από την ενεργοβόρα βιομηχανία, κυρίως την τσιμεντοβιομηχανία, σε Αττική, Θεσσαλία, Κεντρική Ελλάδα και Κεντρική Μακεδονία.