Τι συμβαίνει τελικά με τη μετοχή που εδώ και μήνες ανεβαίνει χωρίς να κοιτά πίσω; Γιατί η αγορά μιλά για αυτήν σαν να είναι το νέο «χρυσάφι» του χρηματιστηρίου; Και κυρίως, ποιοι είναι αυτοί που ψάχνουν τρόπους να μπουν στο παιχνίδι, να πάρουν θέση, να αποκτήσουν πρόσβαση σε μια εταιρεία που έχει αλλάξει επίπεδο; Η ΔΕΗ βρίσκεται πια σε φάση που οι ξένοι θεσμικοί την παρακολουθούν καθημερινά, ενώ οι μεγάλοι ελληνικοί όμιλοι τη βλέπουν ως κλειδί για συνέργειες που μπορούν να μεταμορφώσουν ολόκληρους κλάδους. Έτσι γεννιέται το μεγάλο ερώτημα: ποιος θέλει πραγματικά το περιζήτητο ποσοστό και ποιος έχει τη δύναμη να το αποκτήσει;
Από τον ανταγωνισμό στη συμφωνία; Το ερώτημα που κυκλοφορεί στα επιχειρηματικά γραφεία
Εδώ και εβδομάδες, ένα όνομα κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα. Ένας πολύ ισχυρός ελληνικός όμιλος φέρεται να επιχειρεί διακριτικές επαφές με την CVC για να μάθει αν υπάρχει διάθεση να παραχωρηθεί το πολυσυζητημένο 15% που κατέχει στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ. Όλα γίνονται χαμηλά, χωρίς ανακοινώσεις, χωρίς επίσημες κουβέντες. Σαν να θέλει ο ενδιαφερόμενος να ακούσει πρώτα αν υπάρχει «πόρτα» που μπορεί να ανοίξει. Επισήμως βέβαια κανείς δεν παραδέχεται τίποτα. Όμως στα γραφεία των κατασκευών, της ενέργειας και των μεγάλων έργων, το θέμα αυτό συζητιέται σαν κάτι που μπορεί να πάρει σάρκα και οστά. Γιατί αν η CVC αποφάσιζε να μειώσει ή να διαθέσει το ποσοστό της, οι συνέπειες στην αγορά θα ήταν μεγάλες. Κι αυτός ο όμιλος μοιάζει να το γνωρίζει καλά.
Η νέα ΔΕΗ: Επενδύσεις 10 δισ., στόχος EBITDA 2,9 δισ. και άλμα στα δίκτυα και τις ΑΠΕ
Η παρουσίαση της Euroxx έδειξε γιατί η μετοχή πετά. Το αναθεωρημένο επιχειρησιακό πλάνο ανεβάζει τον πήχη ψηλά και δίνει σήμα στους επενδυτές ότι η ΔΕΗ πλέον δεν τρέχει απλώς ένα πρόγραμμα, αλλά χτίζει μια δεκαετία ανάπτυξης. Το σχέδιο μιλά για επενδύσεις 10 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2028, για τεράστια ενίσχυση της παρουσίας της εταιρείας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην ευέλικτη παραγωγή, και για εκσυγχρονισμό των δικτύων σε κλίμακα που δεν έχει ξαναδεί η ελληνική αγορά. Η εταιρεία στοχεύει σε προσαρμοσμένο EBITDA 2,5 έως σχεδόν 3 δισεκατομμύρια και σε μέρισμα που το 2028 φτάνει το 1,20 ευρώ ανά μετοχή. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι θεσμικοί και ιδιώτες την παρακολουθούν σαν παίκτη που μπορεί να αλλάξει ολόκληρο τον ενεργειακό χάρτη.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του σχεδίου είναι η αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος. Από 12 και κάτι γιγαβάτ το 2025, ο στόχος ανεβαίνει στα 16 και πλέον το 2028, με τις ΑΠΕ να αγγίζουν σχεδόν τα 13. Το 77% της παραγωγής βασίζεται σε καθαρές μορφές ενέργειας, ενώ η πλήρης απολιγνιτοποίηση το 2026 κλείνει οριστικά ένα κεφάλαιο που κρατούσε δεκαετίες. Η εταιρεία σχεδιάζει επίσης ισχύ άνω του 1 γιγαβάτ σε αποθήκευση, μια αναγκαία υποδομή για το νέο ενεργειακό μοντέλο που στήνεται.
Ενα εννεάμηνο που αλλάζει την εικόνα: Κέρδη, Εργα, Ροές
Τα αποτελέσματα του εννεαμήνου 2025 δείχνουν μια ΔΕΗ που δεν θυμίζει σε τίποτα την εταιρεία της κρίσης. Το προσαρμοσμένο EBITDA ανεβαίνει στο 1,7 δισεκατομμύρια, μια αύξηση σχεδόν 25%, ενώ τα καθαρά κέρδη διπλασιάζονται στα 400 εκατομμύρια. Το επενδυτικό πρόγραμμα φτάνει τα 1,9 δισεκατομμύρια, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος κατευθύνεται σε έργα ΑΠΕ και δίκτυα. Η εγκατεστημένη ισχύς ανανεώσιμων ξεπερνά τα 6 γιγαβάτ, με αύξηση που αγγίζει το 1/3, και τα έργα που είναι ώριμα ή υπό κατασκευή φτάνουν σχεδόν 4 γιγαβάτ, δείχνοντας ότι υπάρχει βάθος και συνέχεια στη στρατηγική.
Παρά την αύξηση του δανεισμού στα 6,7 δισεκατομμύρια, ο δείκτης καθαρού δανεισμού προς EBITDA μένει στο 3,1, κάτω από το όριο που έχει βάλει η ίδια η διοίκηση. Η έκδοση πράσινων ομολόγων βελτιώνει το κόστος χρηματοδότησης και δίνει χώρο για νέες επενδύσεις. Όλα αυτά συνθέτουν μια εικόνα εταιρείας που πλέον λειτουργεί σαν ώριμος ευρωπαϊκός ενεργειακός όμιλος.
Η μετοχή στο χρηματιστήριο και το ερώτημα: Εχει ακόμη δρόμο;
Με βάση τους σημερινούς υπολογισμούς, η ΔΕΗ διαπραγματεύεται σε δείκτη EV προς EBITDA γύρω στο 6,6, αρκετά χαμηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό που κινείται στο 7,5 με 8 και κάτι. Το forward P/E στις 16 φορές είναι αντίστοιχα χαμηλότερο από τον κλάδο, ενώ το μέρισμα των 0,60 ευρώ δίνει απόδοση που θεωρείται ικανοποιητική για το προφίλ της εταιρείας. Αν το EBITDA ανέβει όπως δείχνουν οι εκτιμήσεις και η αγορά αρχίσει να τιμολογεί την εταιρεία όπως τους άλλους μεγάλους παίκτες της Ευρώπης, η εύλογη τιμή ανεβαίνει προς τα 21 με 22,5 ευρώ. Αυτή η θεμελιώδης εικόνα είναι που κάνει τη μετοχή να δείχνει «φθηνή» σε σχέση με το αφήγημα που χτίζει.
Και κάπου εκεί επιστρέφουμε ξανά στο αρχικό ερώτημα: ποιος δεν θα ήθελε συμμετοχή σε μια εταιρεία με τέτοια νούμερα και τέτοια προοπτική;
Γιατί ελληνικοί όμιλοι χτυπούν την πόρτα; Οι συνέργειες που αλλάζουν το παιχνίδι
Για έναν μεγάλο ελληνικό όμιλο, η ΔΕΗ δεν είναι απλώς μια επένδυση. Είναι πρόσβαση σε δίκτυα, σε έργα δισεκατομμυρίων, σε τεχνογνωσία που μπορεί να στηρίξει νέες δραστηριότητες, σε μια εταιρεία που πλέον παίζει και εκτός συνόρων. Είναι επίσης δυνατότητα σύμπραξης σε μεγάλα έργα υποδομών, όπου οι συνέργειες με ισχυρό ενεργειακό παίκτη ανοίγουν δρόμους που μέχρι τώρα ήταν κλειστοί. Η ΔΕΗ έχει ένα pipeline που μπορεί να στηρίξει έργα για χρόνια, έχει χρηματοδοτική δομή που της επιτρέπει να προχωρά χωρίς να ζητά νέα κεφάλαια από την αγορά, και έχει σχέδιο που ταιριάζει με τα πλάνα μεγάλων ομίλων για επέκταση.
Έτσι, η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να θέλει το 15% της CVC δεν προκαλεί έκπληξη. Το ποσοστό αυτό δίνει ισχυρό αποτύπωμα. Ανοίγει πόρτες. Και γι’ αυτό το παρασκήνιο έχει ανάψει για τα καλά.
Τι να περιμένει η αγορά; Ποιος θα κάνει την πρώτη κίνηση;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το θέμα δεν θα κλείσει σύντομα. Η CVC μπορεί να μην επιβεβαιώνει τίποτα, όμως όλοι γνωρίζουν ότι τα funds έχουν επενδυτικό ορίζοντα και στρατηγικές εξόδου. Αν η ΔΕΗ συνεχίσει να ανεβαίνει και η αποτίμησή της περάσει στα επίπεδα που εκτιμούν οι αναλυτές, τότε το ποσοστό που κρατά το fund θα αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη αξία. Θα το πουλήσει; Θα μείνει; Θα το μειώσει; Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα.
Το σίγουρο είναι ότι η αγορά βλέπει μια εταιρεία που έχει αλλάξει επίπεδο. Βλέπει μια μετοχή που ανεβαίνει με ρυθμούς που λίγες ελληνικές έχουν καταφέρει. Και βλέπει παρασκήνιο που δυναμώνει κάθε μέρα.
Κι έτσι μένει ανοιχτό το μεγάλο ερώτημα που πλέον συζητούν όλοι: ποιος θα είναι ο παίκτης που θα αποφασίσει να «χτυπήσει» πρώτος και να πάρει θέση σε μια από τις πιο καυτές ελληνικές εταιρείες της εποχής;