Ο οίκος αξιολόγησης DBRS επιβεβαίωσε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα BB (high) -μία βαθμίδα χαμηλότερα από τη λεγόμενη επενδυτική-  διατηρώντας σταθερές τις προοπτικές (trend), αφού η χώρα μας παραμένει δεσμευμένη στη διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της βιωσιμότητας του χρέους, παρά το πιο δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον.

Όπως σημειώνει ο καναδικός οίκος το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε σχεδόν 6% το 2022 λόγω της ισχυρής ανάκαμψης του τουρισμού, της συνεχιζόμενης βελτίωσης στην αγορά εργασίας και των μέτρων στήριξης.

Ωστόσο, τονίζει πως οι προοπτικές για την ανάπτυξη υπόκεινται σε καθοδικούς κινδύνους που σχετίζονται με τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής.

Τα μέτρα για την άμβλυνση του αντίκτυπου από το υψηλό ενεργειακό κόστος οδήγησαν σε πρωτογενές έλλειμμα 1,6% του ελληνικού ΑΕΠ το 2022 από 5% το 2021.

Παρά τη σημαντική βελτίωση των αποτελεσμάτων στο δημοσιονομικό πεδίο και στο χρέος, η εφαρμογή ενός συνετού σχεδίου προσαρμογής θα είναι κρίσιμης σημασίας για να αντιμετωπίσει η Ελλάδα τις συνεχιζόμενες προκλήσεις, οικοδομώντας παράλληλα ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, σημειώνει ο οίκος.

Αναλυτικά η έκθεση αναφέρει:

Το σταθερό trend αντανακλά την άποψη της DBRS Morningstar ότι η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημοσιονομικών και του χρέους, παρά το πιο δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον. Χάρη στην ισχυρή ανάκαμψη της τουριστικής δραστηριότητας, τις συνεχιζόμενες βελτιώσεις στην αγορά εργασίας και τα μέτρα στήριξης, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ανήλθε κοντά στο 6% το 2022. Η αποτελεσματική εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης θα συνεχίσουν να παρέχουν στήριξη στην οικονομία φέτος, ωστόσο, οι προοπτικές ανάπτυξης υπόκεινται σε καθοδικούς κινδύνους που σχετίζονται με την κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και σε ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση.

Τα μέτρα για την άμβλυνση των επιπτώσεων του αυξημένου ενεργειακού κόστους είχαν ως αποτέλεσμα πρωτογενές έλλειμμα στο 1,6% του ΑΕΠ το 2022 από 5% το 2021. Το δημόσιο χρέος αναμένεται να έχει μειωθεί κατά σχεδόν 25 ποσοστιαίες μονάδες το 2022, επωφελούμενο από τη βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και την ισχυρή ονομαστική ανάπτυξη, σύμφωνα με την DBRS. Παρά τη σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και του χρέους, η εφαρμογή ενός συνετού σχεδίου εξυγίανσης θα είναι ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνεχιζόμενες προκλήσεις, οικοδομώντας παράλληλα ένα βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης.

Οι αξιολογήσεις της Ελλάδας στηρίζονται στη συμμετοχή της στην ευρωζώνη και στην εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων του παρελθόντος που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας, τονίζει ο οίκος και προσθέτει: Η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο στην εκτέλεση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), το οποίο αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που, αν εφαρμοστούν, θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μειώνοντας το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στην ευρωζώνη.

Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι τα κεφάλαια θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, υποστηρίζοντας παράλληλα την αύξηση των επενδύσεων. Αντίθετα, οι αξιολογήσεις περιορίζονται από τα οικονομικά ζητήματα που κληρονόμησε η Ελλάδα από την παρατεταμένη κρίση, δηλαδή τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους και τα ακόμη υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο τραπεζικό σύστημα. Επιπλέον, οι χαμηλές επενδύσεις επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδας με το επενδυτικό χάσμα να παραμένει προς το παρόν υψηλό. Οι επενδυτικές δαπάνες μειώθηκαν στα χρόνια της κρίσης από 21% του ΑΕΠ το 2009 σε 13,3% το 2021, στο χαμηλότερο ποσοστό στην ευρωζώνη και πολύ μακριά από τον μέσο όρο του 22,2%.

Οι μελλοντικές αξιολογήσεις θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν αν συμβεί ένα ή ένας συνδυασμός των ακόλουθων γεγονότων: (1) συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές, (2) συνεχής δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που θα διατηρεί τον λόγο του δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά.

Οι μελλοντικές αξιολογήσεις θα μπορούσαν να υποβαθμιστούν αν συμβεί ένα ή ένας συνδυασμός των ακόλουθων γεγονότων: (1) σταθερά αδύναμες οικονομικές επιδόσεις, (2) αντιστροφή ή καθυστέρηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και (3) νέα αστάθεια στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Επιβράδυνση ανάπτυξης φέτος, αλλά στήριξη της οικονομίας από Ταμείο Ανάκαμψης και κυβερνητικά μέτρα

Η ελληνική οικονομία σημείωσε σοβαρή συρρίκνωση το 2020, με το πραγματικό ΑΕΠ να μειώνεται κατά 9%, καθώς η πανδημία του κορονοϊού επηρέασε σοβαρά τον εξαιρετικά σημαντικό για την οικονομία τουριστικό κλάδο. Το 2021, η οικονομία ανέκαμψε έντονα με ρυθμό ανάπτυξης 8,4%, υποστηριζόμενη από την ισχυρή αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών, καθώς και από την αυξημένη ιδιωτική κατανάλωση. Χάρη στην ισχυρή ανάκαμψη της τουριστικής δραστηριότητας, τις συνεχιζόμενες βελτιώσεις στην αγορά εργασίας και τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης, η οικονομία παρέμεινε ισχυρή το 2022 σημειώνοντας ανάπτυξη 5,9%. Η ανάπτυξη μετριάζεται φέτος, καθώς η ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση, οι υψηλότερες τιμές και τα επιτόκια επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα. Η Κομισιόν προβλέπει αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,2% φέτος και κατά 2,4% το 2024. Ο πληθωρισμός ανήλθε σε 9,3% σε ετήσια βάση το 2022, κυρίως λόγω των τιμών της ενέργειας, και αναμένεται να υποχωρήσει σε 4,5% το 2023 και σε 2,2% το 2024. Οι κυριότεροι κίνδυνοι για τις προοπτικές σχετίζονται με την όξυνση του πολέμου στην Ουκρανία, ο οποίος θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, ασθενέστερη εξωτερική ζήτηση και υψηλό πληθωρισμό για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, επηρεάζοντας, μεταξύ άλλων, τον τουριστικό κλάδο της Ελλάδας.

Η Ελλάδα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο με την εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) σημειώνει ο οίκος. Η DBRS Morningstar τονίζει στην έκθεσή της ότι τα κεφάλαια από το Ταμείο Ανάκαμψης ενδέχεται να έχουν σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία, η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις της Κομισιόν θα μπορούσε να αυξήσει το πραγματικό ΑΕΠ κατά 2,1-3,3% έως το 2026, εξαιρουμένων των πιθανών επιπτώσεων από την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του σχεδίου. Το σχέδιο περιλαμβάνει 106 επενδύσεις και 68 μεταρρυθμίσεις που επικεντρώνονται κυρίως στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η αξιοποίηση των κονδυλίων της ΕΕ, εάν συνδυαστεί με την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα βελτιώσει τις προοπτικές ανάπτυξης της Ελλάδας.

Βελτίωση της δημοσιονομικής θέσης το 2022

Μετά από χρόνια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, η Ελλάδα κατέγραψε υψηλά ελλείμματα το 2020 και το 2021 λόγω της βαθιάς οικονομικής συρρίκνωσης και των πακέτων στήριξης για τον μετριασμό των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας του κορονοϊού. Το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε στο 9,9% του ΑΕΠ το 2020, στο τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ, πριν μειωθεί στο 7,5% του ΑΕΠ το 2021. Το ποσοστό του 2021 ήταν σημαντικά βελτιωμένο σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις που έκαναν λόγο για υψηλό έλλειμμα της τάξης του 9,6% του ΑΕΠ και οφειλόταν στις ισχυρότερες από το αναμενόμενο επιδόσεις των εσόδων και στα ηπιότερα μέτρα λόγω πανδημίας. Το 2022, η κυβέρνηση εισήγαγε μέτρα στήριξης για να αντιμετωπίσει τον αντίκτυπο του αυξημένου ενεργειακού κόστους ύψους 10,6 δισ. ευρώ, με το δημοσιονομικό κόστος να ανέρχεται σε 4,8 δισ. ευρώ (2,3% του ΑΕΠ) το 2022, καθώς χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από τα έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. Τα δημοσιονομικά αναμένεται να βελτιωθούν περαιτέρω, με το πρωτογενές έλλειμμα να προβλέπεται να μειωθεί από 5% του ΑΕΠ το 2021 σε 1,6% το 2022 και να επιστρέψει σε πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ φέτος.

Οι κυριότεροι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές σχετίζονται με την επιβράδυνση της ανάπτυξης φέτος που μπορεί να οδηγήσει σε ασθενέστερο δημοσιονομικό αποτέλεσμα και την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης που μπορεί να οδηγήσει σε πρόσθετες δαπάνες λόγω των υψηλότερων τιμών ενέργειας από ό,τι προβλέπεται σήμερα. Η DBRS Morningstar εκτιμά ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τη δέσμευσή της για δημοσιονομική εξυγίανση και θα συμμορφωθεί πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων μόλις επανέλθουν οι στόχοι.

Το δημόσιο χρέος παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωζώνη

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας αυξήθηκε στο 206,4% του ΑΕΠ το 2020 και μειώθηκε στο 194,5% το 2021, παραμένοντας ο υψηλότερος στην ΕΕ. Το 2022 ο λόγος του χρέους αναμένεται να έχει ανέλθει στο 168,9% του ΑΕΠ, λόγω των βελτιωμένων δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και της υψηλής ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον οίκο. Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023, η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους θα συνεχίσει την πτωτική του πορεία και θα μειωθεί στο 159,3% το 2023, καταγράφοντας μείωση 47 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020 και πέφτοντας κάτω από τα επίπεδα του 2012. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων, αφού κατέγραψαν ιστορικά χαμηλά επίπεδα το 2021, έχουν αυξηθεί σήμερα σε περίπου 4,4%. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί παράγοντες μετριασμού του κινδύνου που σχετίζονται με την ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους της Ελλάδας, καθώς ο επίσημος τομέας κατέχει  πάνω από το 70% του δημόσιου χρέους με πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια λήξης 20 ετών στο τέλος του 2022 και με 100% του χρέους σε σταθερές τιμές. Το 2023, το μέσο πραγματικό επιτόκιο του μεσοπρόθεσμου έως μακροπρόθεσμου χρέους, αναμένεται να διαμορφωθεί στο 1,2%.

Η Ελλάδα αποπλήρωσε πλήρως τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και προπλήρωσε 2,7 δισ. ευρώ από την Ελληνική Δανειακή Διευκόλυνση (δάνεια GLF) το 2022. Παρά το ευνοϊκό προφίλ του χρέους, η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας εξαρτάται πρωτίστως από την ικανότητά της να επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα και να τα διατηρήσει, καθώς και από σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί από χρέος χρηματοδοτούμενο από την αγορά, το οποίο θα είναι ευάλωτο στη μεταβλητότητα της αγοράς. Τα σημαντικά ταμειακά αποθέματα ύψους περίπου 37 δισ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2023 εξακολουθούν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, η δημοσιονομική πειθαρχία και η βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη αποτελούν το κλειδί όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας.

“Κόκκινα” δάνεια

Οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν περαιτέρω πρόοδο στη μείωση των NPLs, με τον δείκτη να υποχωρεί στο 9,7% στο τέλος του γ’ τριμήνου του 2022, δηλαδή κάτω από 10% για πρώτη φορά από το δ’ τρίμηνο του 2009. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος “Ηρακλής”, το οποίο εφαρμόζουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες. Όλες οι συστημικές τράπεζες έχουν πλέον επιτύχει τον στόχο του μονοψήφιου δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Η DBRS Morningstar σημειώνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης από τις τράπεζες, σε συνδυασμό με τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχει συντελεστεί, τοποθετεί τις τράπεζες σε καλή θέση ώστε να αυξήσουν την παροχή πιστώσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις, στηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, η επίλυση του ιδιωτικού μη εξυπηρετούμενου χρέους, το οποίο μεταφέρθηκε από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και το οποίο διαχειρίζονται πλέον οι εταιρείες εξυπηρέτησης πιστώσεων (CSF), παραμένει μια βασική πρόκληση. Ταυτόχρονα, το δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον καθώς και το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών και να οδηγήσει σε νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ο δείκτης Common Equity Tier 1 (CET1) σε ενοποιημένη βάση διαμορφώθηκε στο 13,7% τον Ιούνιο του 2022, ελαφρώς μειωμένος από το 13,6% τον Δεκέμβριο του 2021 και παραμένοντας κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Ωστόσο, με το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας εξυγίανσης να έχιε ολοκληρωθεί, οι τράπεζες αναμένεται να είναι σε καλή θέση να βελτιώσουν την κεφαλαιακή τους θέση οργανικά στο μέλλον.

Διεύρυνση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2022

Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε το 2020 και το 2021, φθάνοντας το 6,6% και το 6,8% του ΑΕΠ αντίστοιχα, κυρίως λόγω της σημαντικής επιδείνωσης του ταξιδιωτικού ισοζυγίου. Παρά τις ισχυρές επιδόσεις των εξαγωγών, ιδίως των υπηρεσιών, λόγω της ανάκαμψης των διεθνών τουριστικών ροών, η μεγάλη εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές ενέργειας σε συνδυασμό με την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας διεύρυνε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022.

Ο τουριστικός κλάδος ανέκαμψε σημαντικά το 2022, με τις ταξιδιωτικές αφίξεις από το εξωτερικό να φτάνουν σχεδόν στο 90% των επιπέδων του 2019 και τις ταξιδιωτικές εισπράξεις στο 99% των επιπέδων του 2019. Η μακροοικονομική προσαρμογή από το 2010 και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας του 2012 έχουν βελτιώσει την εξωτερική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι εξαγωγικές επιδόσεις της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, με τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών να αυξάνονται από 9,% του ΑΕΠ το 2010 σε περίπου 27% το 2022. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αντιπροσωπεύουν τώρα περίπου το 50% του ΑΕΠ από 22% το 2010. Ωστόσο, η προστιθέμενη αξία των ελληνικών εξαγωγών αγαθών παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της ευρωζώνης.

Οι εισροές κεφαλαίων της ΕΕ και οι αυξανόμενες εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων σημείωσαν υψηλό δύο δεκαετιών το 2021, φθάνοντας τα 6,3 δισ. ευρώ και πάνω από 7 δισ. ευρώ το 2022. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μετριαστεί τα επόμενα χρόνια, καθώς οι διεθνείς αφίξεις τουριστών συνεχίζουν να ανακάμπτουν και το κόστος της ενέργειας μειώνεται. Οι καθαρές εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας παραμένουν υψηλές, στο 148,6% του ΑΕΠ το γ’ τρίμηνο του 2022, αντανακλώντας κυρίως το χρέος του δημόσιου τομέα που κατέχει ο επίσημος τομέας.

Εκλογές

Οι επικείμενες βουλευτικές εκλογές θα διεξαχθούν πιθανότατα την άνοιξη, σημειώνει ο οίκος. Σύμφωνα με το ισχύον εκλογικό σύστημα -που θεσπίστηκε από την κυβέρνηση συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ το 2016- το οποίο βασίζεται στην απλή αναλογική, δεν θα είναι δυνατός ο σχηματισμός μονοκομματικής κυβέρνησης. Αν δεν υπάρξει συνεργασία πολλών κομμάτων, το πιθανότερο σενάριο είναι να διεξαχθούν δεύτερες εκλογές, περίπου έναν μήνα μετά τις πρώτες.

Οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν με διαφορετικό εκλογικό σύστημα, ενισχυμένης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, το οποίο θα καταστήσει δυνατό τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης. Το κεντροδεξιό κυβερνών κόμμα Νέα Δημοκρατία προηγείται, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, σημειώνει η DBRS. Κατά την άποψη της DBRS Morningstar, αναμένεται συνέχεια της πολιτικής με το Ταμείο Ανάκαμψης να παρέχει κίνητρα για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, ωστόσο, ένας παρατεταμένος εκλογικός κύκλος θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιες καθυστερήσεις στην εφαρμογή της πολιτικής. Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον και καλή συνεργασία με τους ομολόγους της και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ υπό τις κυβερνήσεις αρχικά του ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια της Νέας Δημοκρατίας.

Σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί στη μείωση της γραφειοκρατίας στον δημόσιο τομέα, στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στην αποδέσμευση αρκετών επενδυτικών σχεδίων, τονίζει ο οίκος. Η Ελλάδα έχει επίσης επιταχύνει τις προσπάθειές της για τη βελτίωση των ψηφιακών επιδόσεών της, ιδίως όσον αφορά τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Οι κυβερνητικές προτεραιότητες για τους επόμενους μήνες επικεντρώνονται στην επιτυχή εφαρμογή του προγράμματος “Ελλάδα 2.0”, με αρκετές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις στην ατζέντα.