Δύο λύσεις προβλέπει η νομοθετική ρύθμιση που προτείνει το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο.
Η πρώτη αφορά τους συνεπείς δανειολήπτες και προβλέπει «κούρεμα» της ισοτιμίας, δηλαδή μετατροπή του δανείου σε ευρώ με βάση την τρέχουσα ισοτιμία, μειωμένη από 15% έως 50% – βάσει συγκεκριμένων εισοδηματικών και περιουσιακών κριτηρίων.
Η δεύτερη, που αφορά τους μη συνεπείς, προβλέπει ένταξη της οφειλής στον εξωδικαστικό μηχανισμό, μετατροπή του δανείου στη σημερινή συναλλαγματική ισοτιμία που έχει το ελβετικό φράγκο σε σχέση με το ευρώ και ρύθμιση της οφειλής με βάση τους όρους του εξωδικαστικού.
Η πρόταση έχει αποσταλεί στις τράπεζες προκειμένου να υποβάλουν παρατηρήσεις και αφού συμφωνηθεί θα κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή. Οπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει τη ρύθμιση, «η αλλαγή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού φράγκου (EUR/CHF) τα τελευταία χρόνια έχει επιβαρύνει τους δανειολήπτες» και απαιτεί «μια θεσμική παρέμβαση για τη σταθεροποίηση των αποπληρωμών, την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου και τη διασφάλιση μιας ισορροπημένης λύσης».
Με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση, «κατά τα προηγούμενα έτη χορηγήθηκαν 57.000 δάνεια συνολικής αξίας 14,1 δισ. σε ελβετικό φράγκο, τόσο σε φυσικά όσο και σε νομικά πρόσωπα. Από αυτά, παραμένουν ενεργά στις τράπεζες περίπου 20.625 δάνεια ύψους 2,5 δισ. σε ελβετικό φράγκο. Παράλληλα ένας σημαντικός όγκος, συγκεκριμένα 17.442 δάνεια, αξίας 3 δισ. σε ελβετικό φράγκο, βρίσκεται υπό διαχείριση σε servicers, με μεγάλο μέρος αυτών να έχει τιτλοποιηθεί στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής».
Μηχανισμός ρύθμισης
Η ρύθμιση βασίζεται σε έναν διπλό μηχανισμό, που είναι και οι δύο επιλογές που έχουν οι δανειολήπτες:
Εκτός εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών
Οφειλέτες που έχουν οφειλή και αυτή είναι εξυπηρετούμενη ή σε καθυστέρηση λιγότερη των 90 ημερών κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, και δεν έχει υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου Κατσέλη (3869/2010) και εφόσον δεν επιθυμούν την ένταξή τους στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών (ν. 4738/2020) έχουν τη δυνατότητα μετατροπής της συνολικής οφειλής από ελβετικό φράγκο σε ευρώ με ειδικούς όρους, που διαμορφώνονται σε συνάρτηση με τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια των παρακάτω προϋποθέσεων. α) Μετατροπή με ευνοϊκή ισοτιμία και σταθερό επιτόκιο:
Η αρχιτεκτονική της λύσης προβλέπει τη μετατροπή των οφειλών από ελβετικό φράγκο σε ευρώ, μέσω βελτιωμένης ισοτιμίας σε σχέση με την τρέχουσα, και σταθερό επιτόκιο για όλη την υπολειπόμενη διάρκεια του δανείου.
Επομένως, το υπόλοιπο κεφάλαιο του δανείου σε ελβετικό φράγκο μετατρέπεται σε ευρώ, όχι με την τρέχουσα, αλλά με μια βελτιωμένη ισοτιμία. Η βελτίωση αυτή κλιμακώνεται σε τέσσερις κατηγορίες (κάθε κατηγορία αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα εισοδηματικά/περιουσιακά κριτήρια), προσφέροντας ουσιαστική μείωση του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα:
• Κατηγορία 1: +50% βελτίωση ισοτιμίας (σταθερό επιτόκιο 2,3%).
• Κατηγορία 2: +30% βελτίωση ισοτιμίας (σταθερό επιτόκιο 2,5%).
• Κατηγορία 3: +20% βελτίωση ισοτιμίας (σταθερό επιτόκιο 2,7%).
• Κατηγορία 4: +15% βελτίωση ισοτιμίας (σταθερό επιτόκιο 2,9%).
Τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια είναι τα εξής:
• Κατηγορία 1: Εισόδημα έως 22.000 ευρώ και περιουσία έως 185.000 ευρώ.
• Κατηγορία 2: Εισόδημα έως 27.500 ευρώ και περιουσία έως 231.250 ευρώ.
• Κατηγορία 3: Εισόδημα έως 33.000 ευρώ και περιουσία έως 277.500 ευρώ.
• Κατηγορία 4: Χωρίς περιορισμό.
Το νέο δάνειο σε ευρώ θα έχει χαμηλό σταθερό επιτόκιο για όλη την υπολειπόμενη διάρκειά του, δίνοντας τη δυνατότητα στον δανειολήπτη να έχει πλήρη πρόβλεψη για τη δόση που θα πληρώνει.
Παράδειγμα
Εστω, π.χ., ότι κάποιος έχει σήμερα οφειλή 100.000 ελβετικών φράγκων. Σε ευρώ η οφειλή μεταφράζεται σε 107.411 (ο υπολογισμός έχει γίνει με βάση ισοτιμία ευρώ/ελβετικού: 0,9310 και επιτόκιο ελβετικού: 2,12%). Εφόσον πληροί τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια της κατηγορίας 1 μπορεί να πάρει μείωση ισοτιμίας 50% και το κεφάλαιό του να μειωθεί σε 71.607 ευρώ. Με σταθερό επιτόκιο 2,30% η μηνιαία δόση διαμορφώνεται σε 672 ευρώ και υπολογίζεται ότι μειώνεται κατά 32% σε σχέση με ό,τι πλήρωνε έως σήμερα. β) Δυνατότητα επιμήκυνσης διάρκειας του δανείου:
Παρέχεται στον οφειλέτη η δυνατότητα να ζητήσει την επιμήκυνση της υπολειπόμενης διάρκειας αποπληρωμής του νέου δανείου σε ευρώ έως και πέντε έτη. Αυτή η ευελιξία (που συνάδει με τις βέλτιστες πρακτικές εξωδικαστικών ρυθμίσεων – OCW) στοχεύει στην περαιτέρω μείωση του ύψους της μηνιαίας δόσης, καθιστώντας τη ρύθμιση βιώσιμη για μεγαλύτερο εύρος οφειλετών.
Η προαιρετική επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής έως και πέντε χρόνια, στοχεύει στη δραστική μείωση της μηνιαίας επιβάρυνσης. Στο ίδιο παράδειγμα του οφειλέτη που εντάσσεται στην κατηγορία 1 και έχει δάνειο 100.000 ελβετικών φράγκων, κάνοντας χρήση της 5ετούς επιμήκυνσης, μπορεί να επιτύχει μείωση της τρέχουσας μηνιαίας δόσης του κατά 52% αντί του 32% που θα είχε χωρίς αυτήν.
Πρόσβαση μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού (ν. 4738/2020)
Η υπαγωγή στη ρύθμιση θα γίνεται μέσω της πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού. Με την έγκριση της αίτησης, η συνολική οφειλή μετατρέπεται σε ευρώ στην τρέχουσα ισοτιμία αναφοράς της ΕΚΤ (σήμερα 1 ευρώ = 0,9221 ελβετικά φράγκα) με τους επιτοκιακούς και λοιπούς όρους που προβλέπονται για τον εξωδικαστικό. Για να διασφαλιστεί η ταχεία και απρόσκοπτη εφαρμογή του νόμου, θεσπίζεται υποχρεωτική συναίνεση όλων των πιστωτών για τις υποθέσεις δανείων σε ελβετικό φράγκο που πληρούν τα κριτήρια του νόμου. Α
υτό όπως σημειώνεται «εξαλείφει την ανάγκη για ατομική διαπραγμάτευση και συναίνεση κάθε πιστωτή, καθιστώντας τη διαδικασία αυτόματη εφόσον ο οφειλέτης υποβάλει αίτηση».
Η διαδικασία ολοκληρώνεται ηλεκτρονικά χωρίς ανάγκη φυσικής παρουσίας ή επανεγγραφής προσημείωσης και η ρύθμιση ισχύει άμεσα από την ημερομηνία υπογραφής. Η μετατροπή είναι νομική τροποποίηση της σύμβασης και όχι νέα σύμβαση, ενώ διατηρούνται όλες οι εμπράγματες και προσωπικές εξασφαλίσεις.
Ελάφρυνση δανειοληπτών και προστασία συμφερόντων των τραπεζών
Βασικός στόχος της ρύθμισης είναι η οριστική εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου για τους δανειολήπτες, μέσω της μετατροπής του υπολοίπου κεφαλαίου των δανείων τους από ελβετικό φράγκο σε ευρώ.
Για τη διασφάλιση της ισορροπίας του συστήματος και την προστασία των συμφερόντων των πιστωτών ενσωματώνονται οι ακόλουθες κρίσιμες προβλέψεις:
• Ρήτρα ανακτήσιμης αξίας: Το ποσό της οφειλής, όπως θα προκύπτει μετά την ευνοϊκή μετατροπή σε ευρώ, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από την ανακτήσιμη αξία του ακινήτου (π.χ. την αντικειμενική αξία ή την αξία προσημείωσης μείον τα έξοδα εκτέλεσης) με το οποίο εξασφαλίζεται η απαίτηση. Αυτό διασφαλίζει ότι η ρύθμιση δεν οδηγεί σε απώλεια για τον πιστωτή κάτω από την αξία της εξασφάλισής του. Οπως αναφέρει η ρύθμιση, «το ποσό της οφειλής, όπως προκύπτει μετά την αλλαγή του νομίσματος του δανείου σε ευρώ από ελβετικό φράγκο, δεν μπορεί να είναι μικρότερο από την ανακτήσιμη αξία του ακινήτου, με το οποίο εξασφαλίζεται η απαίτηση από το δάνειο. Στην περίπτωση που το ποσό είναι μικρότερο, η μετατροπή του νομίσματος του δανείου σε ευρώ ισχύει για το ποσό που ισούται με την ανακτήσιμη αξία. Ως ανακτήσιμη νοείται η αξία που προκύπτει από την αντικειμενική αξία του ακινήτου ή το ποσό της προσημείωσης επί του ακινήτου εφόσον αυτή είναι μικρότερη της αντικειμενικής αξίας, μείον τα δυνητικά έξοδα αναγκαστικής εκτέλεσης».
• Μη αθροιστικό «κούρεμα»: Σε περιπτώσεις όπου έχει ήδη υπάρξει μείωση («κούρεμα») του κεφαλαίου μέσω προηγούμενης σύμβασης ρύθμισης, ο ευνοϊκός υπολογισμός της ισοτιμίας του παρόντος νόμου δεν λειτουργεί αθροιστικά. Εφαρμόζεται στο ποσό της οφειλής όπως είχε διαμορφωθεί πριν από την προηγούμενη ρύθμιση (αφού αφαιρεθούν τυχόν ενδιάμεσες καταβολές κεφαλαίου). Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «σε περίπτωση κατά την οποία έχει υπάρξει μείωση της οφειλής κατά το κεφάλαιο συνεπεία συμβάσεως ρυθμίσεως, ο ευνοϊκός υπολογισμός της ισοτιμίας εφαρμόζεται στο ποσό της οφειλής, όπως είχε διαμορφωθεί κατά τον χρόνο πριν από τη ρύθμιση, αφού αφαιρεθούν τυχόν καταβολές κεφαλαίου που έλαβαν χώρα από τον χρόνο ρύθμισης έως σήμερα. Οι ενδιάμεσες καταβολές κεφαλαίου υπολογίζονται με τον ευνοϊκό υπολογισμό της ισοτιμίας».
• Συνέπειες αθέτησης: Σε πνεύμα αντίστοιχο του εξωδικαστικού μηχανισμού, εάν ο οφειλέτης δεν τηρήσει τη νέα ρύθμιση που προκύπτει από τον παρόντα νόμο, η ρύθμιση ανατρέπεται και η απαίτηση επανέρχεται στην αρχική της κατάσταση (δηλαδή στο ύψος της οφειλής πριν από την ευνοϊκή μετατροπή), καθιστώντας το σύνολο της αρχικής οφειλής άμεσα απαιτητό.
«Σε περίπτωση καταγγελίας του δανείου λόγω μη εξυπηρετήσεώς του μετά τη μετατροπή του νομίσματος του δανείου σε ευρώ, ο δανειολήπτης οφείλει και το ποσό σε ευρώ που αντιστοιχεί στο διαγραφέν μέρος του δανείου σε ελβετικό νόμισμα, καθοριζόμενο σε ευρώ με τον ευνοϊκό υπολογισμό της ισοτιμίας».
Στόχοι της νομοθετικής ρύθμισης, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, είναι η «διαχείριση και αντιμετώπιση της διακύμανσης της συναλλαγματικής ισοτιμίας και του επιτοκιακού κινδύνου». Συγκεκριμένα, στόχοι είναι:
1. Η οριστική εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου για τους δανειολήπτες, μέσω της μετατροπής του υπολοίπου κεφαλαίου των δανείων τους από ελβετικό φράγκο σε ευρώ.
2. Η παροχή μιας σταθερής και προβλέψιμης δόσης σε ευρώ για όλη την υπολειπόμενη διάρκεια της σύμβασης, μέσω εφαρμογής σταθερού επιτοκίου.
3. Η ουσιαστική ελάφρυνση των δανειοληπτών, μέσω της εφαρμογής μιας ευνοϊκής, βελτιωμένης ισοτιμίας μετατροπής, η οποία ισοδυναμεί με σημαντική μείωση («κούρεμα») του υπολοίπου κεφαλαίου.
4. Η περαιτέρω διευκόλυνση της αποπληρωμής μέσω της δυνατότητας επιμήκυνσης της διάρκειας του δανείου έως 5 έτη.
5. Η εξασφάλιση της κεφαλαιακής ουδετερότητας, για τις τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή», διασφαλίζοντας ότι οι αναμενόμενες εισπράξεις δεν μειώνονται κάτω από την αξία των εξασφαλίσεων.
Δάνεια step-ups
Πολλά δάνεια σε ελβετικό έχουν ρυθμιστεί τα χρόνια της κρίσης από τις τράπεζες και τις εταιρείες διαχείρισης μέσω λύσεων step-ups, όπου η δόση αποπληρωμής ξεκινάει από ένα χαμηλό επίπεδο και αυξάνεται έπειτα από συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Οπως σημειώνεται στην αιτιολογική έκθεση, με τον τρόπο αυτό «σημαντικός αριθμός δανείων διατηρούν την ενήμερη κατάστασή τους διότι είτε έχουν ήδη λάβει ρυθμίσεις με μερική διαγραφή οφειλής και γραμμικά προγράμματα αποπληρωμής, είτε έχουν ενταχθεί σε προγράμματα κλιμακούμενων δόσεων (step-up plans) με ενδεχομένως λιγότερο ευνοϊκές διαγραφές.
Ειδικά η κατηγορία step-up, ενώ προσφέρει πολύ χαμηλές δόσεις κατά την αρχική περίοδο, δημιουργεί εγγενώς έναν σημαντικό μελλοντικό πιστωτικό κίνδυνο ως προς τη δυνατότητα εξυπηρέτησης αυτών των δανείων, καθώς οι δόσεις σε μεταγενέστερο στάδιο αυξάνονται υπέρμετρα, συχνά έως και 10 φορές σε σχέση με την αρχική δόση, θέτοντας σε κίνδυνο τις σταθερές χρηματοροές που παρουσιάζουν κάποιες από τις τιτλοποιήσεις.
Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις του παρόντος νόμου αντιμετωπίζουν αυτόν τον κίνδυνο. Αντικαθιστούν την αβεβαιότητα των μελλοντικών κλιμακώσεων με μια μακροπρόθεσμη σταθερότητα μέσω σταθερού επιτοκίου σε ευρώ. Παρότι για ορισμένους οφειλέτες σε καθεστώς “step-up” η νέα, σταθερή δόση μπορεί να συνιστά μια μικρή, άμεση αύξηση σε σχέση με την τρέχουσα χαμηλή δόση, εξαλείφει πλήρως το μελλοντικό, μη βιώσιμο σοκ των πολλαπλάσιων δόσεων».
• Κεφαλαιακή ουδετερότητα τιτλοποιήσεων. Οπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, «η εφαρμογή του νόμου σε τιτλοποιημένα χαρτοφυλάκια εκτιμάται ότι είναι κεφαλαιακά ουδέτερη ή θετική. Δεδομένου ότι πολλά ενήμερα δάνεια σε αυτές τις τιτλοποιήσεις είναι ήδη ρυθμισμένα, η μετατροπή σε ευρώ σταθεροποιεί τις ταμειακές ροές, εξαλείφει τον συναλλαγματικό κίνδυνο και δεν διαταράσσει τις πληρωμές, προάγοντας τη βιωσιμότητα των συναλλαγών». Ενδεικτικά αναφέρονται οι τιτλοποιήσεις Cairo/mexico, οι οποίες εφόσον τηρηθούν οι όροι των ρυθμίσεων της πρότασης, θα εισπράξουν τουλάχιστον την αρχική αξία των εξασφαλίσεων, προ του «κουρέματος», διασφαλίζοντας τις αρχικές προβλέψεις των επιχειρηματικών τους σχεδίων. Ενώ αν η ρύθμιση αποτύχει, μέσω των άνω προστατευτικών δικλίδων οι τιτλοποιήσεις θα μπορούν να απαιτήσουν τις αρχικές αξίες. Συνεπώς, καταλήγει, «οι τιτλοποιήσεις παραμένουν ουδέτερες ή θετικές».