Νέο εγγυοδοτικό πρόγραμμα, το οποίο από τις αρχές του 2023 θα δώσει τη δυνατότητα χορήγησης δανείων, κεφαλαίου κίνησης και επενδυτικού σκοπού, συνολικού ύψους 2,5 δισ. ευρώ, σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ανακοίνωσε από τη Θεσσαλονίκη, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης.
Όσον αφορά στο νέο αυτό χρηματοδοτικό εργαλείο, είπε, που εντάσσεται στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, η Ελλάδα δεσμεύει 500 εκατ. ευρώ, τα οποία θα διατεθούν για να χρηματοδοτήσουν το εθνικό σκέλος του «InvestEU» για επενδύσεις στη χώρα. «Για τον σκοπό αυτόν, βρισκόμαστε σε στενή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF) της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EΤΕπ) και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EΤΑΑ), ώστε εντός Ιουλίου να προχωρήσει η έγκριση του σχετικού προγράμματος» γνωστοποίησε ο κ. Σκυλακάκης, διευκρινίζοντας ότι, στο πλαίσιο του προγράμματος, τα δάνεια θα δίδονται με χαμηλότερο επιτόκιο και χαμηλότερη απαίτηση εξασφαλίσεων.
Όπως εξήγησε, επί της ουσίας, τα 500 εκατ. ευρώ του «Ελλάδα 2.0», που θα διοχετευτούν στο συγκεκριμένο χρηματοδοτικό εργαλείο, θα λειτουργήσουν ως εγγύηση, προκειμένου οι συνεργαζόμενες με το πρόγραμμα ελληνικές εμπορικές τράπεζες να χορηγήσουν δάνεια κεφαλαίου κίνησης και επενδυτικού σκοπού σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, συνολικού ύψους περί τα 2,5 δισ. ευρώ. Διευκρίνισε δε, πως για πρώτη φορά ενεργοποιείται το εθνικό σκέλος του ευρωπαϊκού αυτού προγράμματος, με αποκλειστική στόχευση τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Το πρόγραμμα του InvestEU ενεργοποιείται παράλληλα με το ευρύ δανειοδοτικό πρόγραμμα των 11,7 δισ. ευρώ του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», με απώτερο σκοπό την κάλυψη του σημαντικού επενδυτικού και χρηματοδοτικού κενού σε όλο το φάσμα των επιχειρήσεων.
Ο κ. Σκυλακάκης έδωσε και μια δεύτερη είδηση στην εκδήλωση με θέμα τις δυνατότητες αξιοποίησης των κονδυλίων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», που διοργανώθηκε από το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, σε συνεργασία με το Υπουργείο Οικονομικών και την Ειδική Υπηρεσία Συντονισμού του Ταμείου Ανάκαμψης: «Βασική μας σκέψη είναι στον επόμενο κύκλο (κάποιων προγραμμάτων επιδοτήσεων του Ταμείου), μεταξύ όσων είναι καταρχήν επιλέξιμοι να προηγούνται (στην αξιολόγηση) αυτοί που θα ζητούν μικρότερο ποσοστό επιδότησης από αυτό που δικαιούνται από τον γενικό απαλλακτικό κανονισμό. Δηλαδή, αν κάποιος μάς ζητά το 50% του γενικού απαλλακτικού κι άλλος το 100%, θα προηγείται αυτός που ζητά το 50%. Αυτό γίνεται γιατί εμείς θέλουμε όσο το δυνατόν περισσότερες επενδύσεις και το κράτος δυστυχώς δεν έχει άριστο track record στην αξιολόγηση».
«Η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου έχει ήδη αρχίσει να γίνεται πράξη»
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών υποστήριξε ακόμα πως «αυτό που λέμε “αλλαγή παραγωγικού μοντέλου” για την ελληνική οικονομία έχει αρχίσει και δουλεύει, αν και είμαστε ακόμα στην αρχή», σε μια περίοδο που αυτή η αλλαγή είναι θέμα επιβίωσης για πολλούς λόγους: εξαιτίας του πληθωρισμού που ουδείς γνωρίζει πόσο καιρό θα διαρκέσει, της αύξησης επιτοκίων, «που ξέρουμε ότι θα διαρκέσει τουλάχιστον δύο-τρία χρόνια ακόμα και θα καταλήξει σε υψηλά επιτόκια του ευρώ, που είχαμε μια 20ετία να δούμε» και του κινδύνου της αποπαγκοσμιοποίησης, που εκδηλώνεται με ελλείψεις σε πρώτες ύλες και περιορισμένες δυνατότητες εξαγωγών σε κάποιες χώρες.
Όπως είπε, εν μέσω των δυσμενών αυτών συνθηκών, είναι η πρώτη φορά που το ελληνικό κράτος διαθέτει τέτοια εργαλειοθήκη ενίσχυσης των επιχειρήσεων και των επενδύσεων. «Στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης έχουμε διαθέσιμα 17,4 δισ. ευρώ επιδοτήσεις και 12,7 δισ. δάνεια, ένα τεράστιο ποσό για τα ελληνικά δεδομένα. Οι χρόνοι είναι ασφυκτικοί και αν δεν το αξιοποιήσουμε εγκαίρως, τα χρήματα χάνονται. Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο στοίχημα για τη χώρα, αλλά προχωράμε γρήγορα. Ήμασταν η δεύτερη χώρα που καταθέσαμε σχέδιο (για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης), τώρα πάμε στην τρίτη πληρωμή, ενώ κάποιες χώρες δεν έχουν καν εγκεκριμένο σχέδιο και άλλες δεν έχουν πάρει ένα ευρώ. Εμείς έχουμε ήδη πάρει 7-7,5 δισ. ευρώ που είναι στο ταμείο του κράτους. Η λογική και η ευκαιρία που μας δίνει το Ταμείο Ανάκαμψης είναι για μια πραγματική αλλαγή παραγωγικού μοντέλου, με εξωστρέφεια-εξαγωγές, επενδύσεις και μετάβαση της οικονομίας όσο γίνεται παραπάνω από το “γκρίζο” στο “άσπρο”» τόνισε.
Πολλές οι χρηματοδοτικές ευκαιρίες για τις ΜμΕ
Πρόσθεσε ότι στο Ταμείο Ανάκαμψης, ειδικά για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, σημαντικό ποσό αφιερώθηκε αποκλειστικά για επιδοτήσεις, ύψους 1,5 δισ. ευρώ, που «δικαιολογούν» επενδύσεις της τάξης των 3-4 δισ. ευρώ. Τα πρώτα προγράμματα, πρόσθεσε, έχουν ήδη αρχίσει και βγαίνουν στον «αέρα», αρχής γενομένης με το πρώτο πακέτο για την αγροδιατροφή (θα ακολουθήσουν τις επόμενες εβδομάδες οι προσκλήσεις για άλλα τέσσερα σχετικά προγράμματα).
Παράλληλα, υπάρχουν τα προγράμματα για την έξυπνη μεταποίηση και τα βιομηχανικά πάρκα, πέντε προγράμματα ειδικά για τον ψηφιακό μετασχηματισμό των ΜΜΕ, που περιλαμβάνουν είτε πολύ μικρές ψηφιακές επενδύσεις τύπου voucher ή και κανονικά επιχειρηματικά σχέδια (προσεχώς θα γίνουν περισσότερες ανακοινώσεις από κοινού με τον υπουργό Ψηφιακού Μετασχηματισμού Κυριάκο Πιερρακάκη), ενώ έπεται το πρόγραμμα «Εξοικονομώ και παράγω για τον εαυτό μου», το οποίο αφορά επιχειρήσεις και θα βγει στον «αέρα» τον Οκτώβριο, από κοινού με τον υπουργό Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα.
Πέραν των επιδοτήσεων, υπάρχει το μεγάλο πρόγραμμα των δανείων, που έχει τη δυνατότητα να κινητοποιήσει επενδύσεις 30 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2025, κάτι που σημαίνει ότι «όλοι οι καλοί χωράνε», όπως χαρακτηριστικά είπε ο κ. Σκυλακάκης. Μάλιστα, οι πρώτοι που θα σπεύσουν να επωφεληθούν από το πρόγραμμα θα είναι και οι πιο ωφελημένοι, αφού για τα πρώτα 3,5 δισ. επενδύσεων, το επιτόκιο θα είναι εξαιρετικά χαμηλό, της τάξης του 0,35% (στη συνέχεια θα υπάρξουν διαδοχικές αυξήσεις, αλλά ο δανεισμός μέσω του προγράμματος θα είναι πάντα, σύμφωνα με τον κ.Σκυλακάκη, πολύ χαμηλότοκος, «σαν να δανείζεται μια χώρα όπως η Γαλλία, με αξιολόγηση ΑΑΑ»).
Ο κ. Σκυλακάκης υπενθύμισε ακόμα ότι για πρώτη φορά υπάρχουν στην Ελλάδα σημαντικά εργαλεία για συνεργασίες και συνενώσεις επιχειρήσεων, από τα οποία ωφελούνται με πολύ σημαντικές φοροαπαλλαγές οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις με συγκεκριμένα μεγέθη τζίρου και απασχόλησης, που επιλέγουν να συγχωνευτούν ή να συνεργαστούν.