Με υψηλούς ρυθμούς συνεχίζεται η ανάπτυξη των εργασιών στις χρηματοδοτήσεις από τις δύο μεγαλύτερες μη συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα.
Ο λόγος γίνεται για τη νέα CrediaBank που προέκυψε από την πρόσφατη συγχώνευση των Attica Bank και Παγκρήτιας Τράπεζας και για την Optima Bank που λειτουργεί από το 2019, μετά την εξαγορά της Επενδυτικής Τράπεζας της Ελλάδος.
Τα δύο πιστωτικά ιδρύματα έχουν καθαρούς ισολογισμούς, γεγονός που επιτρέπει την απρόσκοπτη εφαρμογή της στρατηγικής μεγέθυνσης του ενεργητικού τους μέσω των δανειοδοτήσεων.
Η CrediaBank είναι πλέον εξυγιασμένη, με τη συμμετοχή της στο σχήμα κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής» και διατηρεί δείκτη καθυστερήσεων κάτω από το 3%, ενώ η Optima Bank ήταν εξαρχής καθαρή, με το χαμηλότερο σήμερα ποσοστό NPEs στην Ελλάδα (1,43%).
Ταυτόχρονα οι δύο τράπεζες αυξάνουν την καταθετική τους βάση, ενώ διατηρούν ανοιχτούς διαδρόμους με τις διεθνείς αγορές.
Τα νέα στοιχεία
Στο πλαίσιο αυτό, έχουν επιτύχει ταχεία διεύρυνση του δανειακού τους χαρτοφυλακίου
Τα αποτελέσματα εννεαμήνου 2025 που ανακοίνωσαν τις προηγούμενες εβδομάδες είναι ενδεικτικά της δυναμικής που έχει αναπτυχθεί.
Σε αυτό το διάστημα πέτυχαν πιστωτική επέκταση της τάξης των 1,6 δισ. ευρώ αθροιστικά, που αντιστοιχεί περίπου στο 30% της συνολικής αύξησης των δανείων στην Ελλάδα.
Από αυτά, τα 848 εκατ. ευρώ προήλθαν από την CrediaBank και τα 772 εκατ. ευρώ από την Optima Bank, με τις νέες εκταμιεύσεις να διαμορφώνονται και για τις δύο τράπεζες στην περιοχή των 2,4 δισ. ευρώ (σύνολο 4,8 δισ. ευρώ).
Έτσι, δανειακό τους χαρτοφυλάκιο διαμορφώθηκε στο τέλος του περασμένου Σεπτεμβρίου σε 4,13 δισ. ευρώ και 4,43 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Επί του συνόλου των υπολοίπων που αφορούν τον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα, τα μεγέθη τους αντιστοιχούν στο 6,7%.
Μειώνεται με τον τρόπο αυτό το μερίδιο των τεσσάρων συστημικών ομίλων που κατά τη φάση της συγκέντρωσης στον κλάδο την περασμένη δεκαετία, έφτασαν να ελέγχουν πάνω από το 95% της αγοράς.
Όπως επισημαίνουν αναλυτές, οι δύο τράπεζες έχουν τη δύναμη πυρός για την διατήρηση των εκταμιεύσεων σε υψηλά επίπεδα τα επόμενα χρόνια.
Στοχεύουν δε σε περαιτέρω ενίσχυση της καταθετικής τους βάσης, η οποία αποτελεί τη βασική πηγή ρευστότητας για την υποστήριξη των εργασιών τους στις χρηματοδοτήσεις.
Μείωση επιτοκίων
Στο πλαίσιο αυτό, οι ίδιες πηγές αναμένουν περαιτέρω όξυνση του ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα, που θα λειτουργήσει υπέρ των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Παράλληλα, οι συνθήκες βελτιώνονται και λόγω της υποχώρησης των επιτοκίων στη ζώνη του ευρώ.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος αυτό αντανακλάται μεταξύ άλλων στο δείκτη κόστους δανεισμού των μη χρηματοιπιστωτικών επιχειρήσεων (ΜΧΕ) στην Ελλάδα (composite cost-of-borrowing indicator for NFCs).
Όπως υπολογίζεται από την ΕΚΤ, υποχώρησε για την Ελλάδα κατά 108 μονάδες βάσης το οκτάμηνο του 2025 (από 4,99% το Δεκέμβριο του 2024 σε 3,91% τον Αύγουστο του 2025), ενώ η τιμή του αντίστοιχου δείκτη για τη ζώνη του ευρώ υποχώρησε κατά 90 μονάδες βάσης (από 4,36% το Δεκέμβριο του 2024 σε 3,46% τον Αύγουστο του 2025).
Αν και παραμένει στη χώρα μας υψηλότερος, από το καλοκαίρι του 2024 και εξής συγκλίνει προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αναφέρει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επικαλείται, στο οκτάμηνο του 2025 μειώθηκε η απόσταση με την Ευρωζώνη, με τη διαφορά των τιμών του δείκτη να διαμορφώνεται σε 45 μ.β. από 63 μ.β. το Δεκέμβριο του 2024.
Χαμηλός παραμένει και ο λόγος της χρηματοδότησης των ΜΧΕ προς το ΑΕΠ, που διαμορφώθηκε τον περασμένο Ιούνιο σε 32,1% έναντι 31,3% στο τέλος του 2024.