Η πανδημία του κορωνοϊού ανέτρεψε, τους τελευταίους 20 μήνες, κάθε δεδομένο στην οικονομική και κοινωνική ζωή, και πρόσθεσε ασήκωτα βάρη στις πλάτες των επιχειρήσεων, που ήταν ήδη βαριά φορτωμένες από την 10ετή οικονομική κρίση και τα τρία μνημόνια.
Τα αλλεπάλληλα lockdown είχαν ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση ενός τεράστιου όγκου υποχρεώσεων, με τις επιχειρήσεις να μην φέρουν καμία ευθύνη για το «βουνό» χρεών που ορθώνεται μπροστά τους και απειλεί το μέλλον τους, καθώς το μόνο που έκαναν ήταν να υπακούσουν σε κρατικές εντολές διακόπτοντας τη δραστηριότητά τους ως ένα μέτρο περιορισμού της μετάδοσης του κορωνοϊού.
Την ίδια στιγμή, η αγορά έχει στερέψει από ρευστότητα, με το 85% των επιχειρήσεων, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, να μένει εκτός τραπεζικού δανεισμού.
Με αυτά τα δεδομένα και ενώ πλησιάζει η ώρα του ταμείου, είναι βέβαιο ότι πολλές χιλιάδες επιχειρήσεις δεν θα καταφέρουν να αντεπεξέλθουν στην αποπληρωμή των χρεών.
Η ρύθμιση των χρεών της πανδημίας σε 36 άτοκες ή 72 έντοκες δόσεις, που τίθεται σε εφαρμογή, θα συμβάλει, σε έναν βαθμό, στην ανακούφιση των πληγέντων, αλλά δεν μπορεί να δώσει οριστική λύση στο πρόβλημα της υπερχρέωσης που υποσκάπτει το αύριο του επιχειρείν και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας.
Με την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην αγορά και την πανδημία να είναι ακόμη σε εξέλιξη, θέτοντας περιορισμούς στη λειτουργία άρα και τους τζίρους των επιχειρήσεων, είναι πολύ δύσκολο έως απίθανο να καταφέρει μία, μικρομεσαία κυρίως, επιχείρηση να αποπληρώσει τις οφειλές της σε 36 άτοκες δόσεις. Επιλέγοντας, ωστόσο, τις 72 δόσεις, θα επιβαρυνθεί με επιτόκιο. Από τη στιγμή που η κυβέρνηση ουσιαστικά παραδέχεται ότι δεν φταίνε οι οφειλέτες για τη δημιουργία αυτών των χρεών, καθώς δεν ήταν επιλογή τους να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους, δεν θα έπρεπε να τίθεται καν θέμα επιτοκίου.
Είναι ξεκάθαρο ότι η διαχείριση του υπέρογκου ιδιωτικού χρέους απαιτεί, εδώ και τώρα, γενναίες παρεμβάσεις.
Η επιμελητηριακή κοινότητα έχει, κατ’ επανάληψη, τονίσει ότι η μόνη λύση για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων και την αποφυγή μαζικών «λουκέτων» είναι η διαγραφή μέρους των οφειλών που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας. Λύση, η οποία πρέπει να διεκδικηθεί και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς τα ίδια προβλήματα και τους ίδιους κινδύνους αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Παράλληλα, απαιτούνται στοχευμένες δράσεις ουσιαστικής αξιοποίησης των σημαντικών κονδυλίων του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, με σκοπό τη στήριξη αλλά και των εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων.
Το δίπτυχο μείωση χρεών – χρηματοδοτική ενίσχυση είναι ο μόνος δρόμος για να αποφύγουμε τις οδυνηρές συνέπειες για την επιχειρηματικότητα, την απασχόληση και την κοινωνία, και να χτίσουμε σε πιο στέρεες βάσεις την ανάκαμψη της οικονομίας μας.
Γιάννης Χατζηθεοδοσίου
Πρόεδρος Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος και Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών