ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Bloomberg: Oι μεγαλύτεροι οικονομικοί κίνδυνοι για το 2023

Στην παρούσα φάση της ύφεσης και της αύξησης των επιτοκίων, τα δεδομένα αυτά αλλάζουν και τα κράτη καλούνται να πληρώσουν τους «λογαριασμούς» τους.

Η παγκόσμια οικονομία μπορεί μεν να περνά μία δύσκολη περίοδο, αλλά τα πράγματα θα μπορούσαν να επιδεινωθούν. Σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα, η επιθετική αύξηση των επιτοκίων της Fed ενδέχεται να ωθήσει την αμερικανική οικονομία σε ύφεση το 2023. Το ίδιο ενδέχεται να συμβεί και στην Ευρώπη λόγω της ενεργειακής κρίσης, ενώ η πολιτική των μηδενικών κρουσμάτων έχει ήδη επιβραδύνει την οικονομία της Κίνας.

Στο δυσμενές σενάριο, όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν να λάβουν χώρα την ίδια στιγμή και να αποσβέσουν $5 τρισ. της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής, σύμφωνα με το Bloomberg Economics.

Οι περιορισμένες γεωπολιτικές εντάσεις, το φθηνό χρήμα, η αυξημένη ζήτηση από την Κίνα, όλα αποτελούσαν μέρος της «πηγής της ανάπτυξης» η οποία έχει πια στερέψει, αφήνοντας πίσω της τεράστιο πληθωρισμό και τρισεκατομμύρια απωλειών στις αγορές.

Ακόμα κι αν οι πρόσφατες ενδείξεις για μείωση του πληθωρισμού αποδειχθούν ψευδείς, οι επενδυτές μπορεί να ελπίζουν, πια για βελτίωση των πραγμάτων, τουλάχιστον σε μακροπρόθεσμο επίπεδο.

Ιδού ο οδηγός του Bloomberg όσον αφορά τα μεγαλύτερα οικονομικά ρίσκα για το 2023:

Επιτόκια

Τα επιτόκια της Fed αναμένεται να φτάσουν το 5% στις αρχές του 2023 από το 0% στις αρχές του 2022. Η επιθετική αυτή αύξηση των επιτοκίων πλήττει ήδη την αμερικανική οικονομία και θα συνεχίσει να το κάνει.

Το Bloomberg Economics προβλέπει πως η αμερικανική οικονομία θα εισέλθει σε καθεστώς ύφεσης το β’ εξάμηνο του 2023, ενώ περίπου 6 εκατομμύρια Αμερικανοί θα χάσουν τις θέσεις τους.

Αν και τα πράγματα θα μπορούσαν να αποδειχθούν θετικότερα του αναμενόμενου, η μεγαλύτερη πιθανότητα είναι η επιδείνωση των μακροοικονομικών στοιχείων. Η πανδημία έχει προκαλέσει ανισορροπίες στις αγορές εργασίας, ωθώντας το «φυσικό επίπεδο της ανεργίας» βάσει του οποίου ελέγχεται ο πληθωρισμός σε υψηλότερα από το κανονικό επίπεδα.

Εάν κάτι τέτοιο λάβει χώρα στις ΗΠΑ, κάτι το οποίο ο επικεφαλής της Fed Τζερόμ Πάουελ έχει πολλάκις τονίσει πως είναι πιθανό, η Fed μπορεί να αναγκαστεί να αυξήσει τα επιτόκιά της μέχρι το 6%, προκαλώντας εμβαθυμένη και μακροπρόθεσμη ύφεση στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Εκτός από τις ΗΠΑ, πολλές άλλες χώρες του κόσμου ενδέχεται κι αυτές να κληθούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό δεδομένης της πληθωριστικής κρίσης, με παρόμοια αποτελέσματα.

Χρέος

Όσο τα ποσοστά ανάπτυξης ήταν μεγαλύτερα των ποσοστών δανεισμού, το δημόσιο χρέος παρέμενε «φθηνό». Τα κράτη-μέλη των G7 αύξησαν το δημόσιο χρέος τους από το 81% του ΑΕΠ το 2007 στο 128% του ΑΕΠ μέχρι το 2022.

Στην παρούσα φάση της ύφεσης και της αύξησης των επιτοκίων, τα δεδομένα αυτά αλλάζουν και τα κράτη καλούνται να πληρώσουν τους «λογαριασμούς» τους. Πολλές μεγάλες οικονομίες μπορεί, πια, να χαθούν στον κυκεώνα του μη-βιώσιμου χρέους χωρίς την εφαρμογή ριζικών αλλαγών.

Οι επενδυτές παρακολουθούν από κοντά την ιταλική οικονομία, η οποία όμως αναμένεται πως θα αποφύγει τη χρεοκοπία αν και θα προκαλέσει προβλήματα στην Ευρωζώνη. Οι αγορές ομολόγων της Βρετανίας απέφυγαν την παρολίγο κατάρρευσή τους που προκάλεσαν οι σπασμωδικές κινήσεις της Λιζ Τρας, αλλά τα δημοσιονομικά της χώρας βρίσκονται ακόμα σε πολύ δύσκολο σημείο και η κυβέρνηση του Ρίσι Σούνακ θα αναγκαστεί να εφαρμόσει πλαίσιο λιτότητας.

Οι ΗΠΑ μπορεί, μεν, να μη βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, αλλά η διαμάχη για το ανώτατο όριο του χρέους πρόκειται σύντομα να αποτελέσει κύρια πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των Ρεπουμπλικανών και των Δημοκρατικών.

Στην Ιαπωνία, η θητεία του «αρχιτέκτονα» των αρνητικών επιτοκίων κεντρικού τραπεζίτη Χαρουχίκο Κουρόντα πρόκειται σύντομα να λήξει. Ο νέος κεντρικός τραπεζίτης θα κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα βάσει του οποίου είτε θα συνεχίσει την παροχή αυτή φθηνής χρηματοδότησης και θα ρισκάρει περαιτέρω κατάρρευση της ισοτιμίας του γεν, είτε θα προσεγγίσει την κρίση όπως η Fed και θα αποσταθεροποιήσει ένα από τα πιο υπερχρεωμένα κράτη του κόσμου.

Ακίνητα

Η περιορισμένη ρευστότητα θα προκαλέσει προβλήματα στις αγορές ακινήτων σε όλο τον κόσμο. Χώρες όπως ο Καναδάς και η Νέα Ζηλανδία οι οποίες περνούν ήδη κρίση θα βρεθούν στο προσκήνιο των αλλαγών. Οι ΗΠΑ μπορεί, μεν, να μη βρίσκονται σε τόσο άσχημη θέση αλλά -σύμφωνα με το Bloomberg Economics- θα πρέπει να υπάρξει πτώση των τιμών των ακινήτων κατά 15% για την εξισορρόπηση των δόσεων των ενυπόθηκων δανείων με τα εισοδήματα των νοικοκυριών.

Κίνα

Όσο για την Κίνα, η πιθανή ανάκαμψη της οικονομίας λόγω της άρσης της στρατηγικής των μηδενικών κρουσμάτων θα αντισταθμίσει τα προβλήματα που προκαλεί η προβληματική κατάσταση στην εγχώρια αγορά ακινήτων. Σύμφωνα με το Bloomberg Economics, όμως, η κατασκευή νέων ακινήτων στη χώρα θα πρέπει να μειωθεί κατά 25% για να ευθυγραμμιστεί εκ νέου με τη μειωμένη προσφορά.

Παρ’ όλα αυτά, η αναμενόμενη συνταξιοδότηση σημαντικών μελών του οικονομικού επιτελείου του Προέδρου Σι Τζινπίνγκ ενδέχεται να σηματοδοτήσει την απώλεια στελεχών με εμπειρία στην αντιμετώπιση των κρίσεων. Εάν η κρίση στην εγχώρια αγορά ακινήτων μεταδοθεί στην ευρύτερη οικονομία, η ανάπτυξη της Κίνας θα μειωθεί πολύ πιο κάτω από το αναμενόμενο 2,2%, κάτι το οποίο θα επηρεάσει περαιτέρω και την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, ιδιαίτερα σε χώρες παραπλήσεις της Κίνας όπως η Κορέα και το Βιετνάμ αλλά και στις παρόχους πρώτων υλών όπως η Αυστραλία και η Βραζιλία.

Ενεργειακή κρίση

Το τελευταίο κομμάτι του παζλ είναι η επιδείνωση των γεωπολιτικών σχέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο και η δημιουργία αντιπαρατιθέμενων συμμαχιών.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση που αυτός προκάλεσε έχει δημιουργήσει ύφεση στην Ευρωζώνη, της οποίας η οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί κατά 0,1% το 2023.

Η παράλληλη αύξηση των τιμών του πετρελαίου και η αυξημένη ζήτηση από την κινεζική οικονομία θα μπορούσε να εκτινάξει την τιμή του μαύρου χρυσού πολύ παραπάνω από τα $100/βαρέλι, επιδεινώνοντας την κατάσταση.

Γεωπολιτικές εντάσεις

Παράλληλα, οι γεωπολιτικές εντάσεις και ο «ψυχρός» εμπορικός πόλεμος μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας συνεχίζεται ακάθεκτος. Παρά τις πρόσφατες δηλώσεις του Tζο Μπάιντεν, ο Αμερικανός Πρόεδρος συνεχίζει και εφαρμόζει την καθ’ όλα εχθρική πρακτική των αυξημένων δασμών προς τα κινεζικά προϊόντα που εφάρμοσε ο Τραμπ, ενώ έχει επιβάλει και εμπάργκο στις πωλήσεις των μικροτσίπ νέας τεχνολογίας προς την ασιατική χώρα.

Η Ταϊβάν και οι επιθετικές βλέψεις της Κίνας αποτελούν το επίκεντρο της νέας εχθρότητας μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσινγκτον. Εάν τα πράγματα επιδεινωθούν, ενδέχεται να υπάρξουν σημαντικές και παγκόσμιες επιπτώσεις, αν και το Bloomberg τονίζει πως η στρατιωτική σύρραξη είναι σχετικά απίθανη.

Εξωγενείς παράγοντες

Μία νέα, πιο θανατηφόρα μορφή της Covid-19 θα προκαλέσει σημαντικότατο πλήγμα στην παγκόσμια οικονομία. Παράλληλα, η κλιματική αλλαγή και οι ακραίες καιρικές συνθήκες οι οποίες με τη σειρά τους προκαλούν φυσικές καταστροφές επηρεάζουν εκατομμύρια πληθυσμού και πλήττουν τις αναπτυσσόμενες οικονομίες.

Διαβάστε ακόμη: