Οι γαλλικές αρχές απευθύνουν έκκληση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση να καθυστερήσει περαιτέρω την εφαρμογή των νέων κεφαλαιακών κανόνων για τις τράπεζες (Βασιλεία), μεταδίδει σε αποκλειστικό του δημοσίευμα το Bloomberg.
Αφορμή για το αίτημα στάθηκε η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αναβάλει την υιοθέτησή τους έως το 2027.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε νέους κεφαλαιακούς κανόνες αυτόν τον μήνα, αλλά ανέβαλε την εφαρμογή αυτών που αφορούν τις αγορές μέχρι το 2026. Ωστόσο, η Γαλλία ζητά επιπλέον καθυστέρηση ενός έτους, προκειμένου να διασφαλιστεί ένα «ισότιμο πεδίο ανταγωνισμού» με το Ηνωμένο Βασίλειο, που έχει ήδη αναβάλει τη συνολική υιοθέτηση των κανόνων της Βασιλείας, αλλά και με τις ΗΠΑ, όπου η νέα κυβέρνηση ενδέχεται να επανεξετάσει τη θέση της σχετικά με την εφαρμογή τους.
Όπως σημειώνει το πρακτορείο, το αίτημα της Γαλλίας περιλαμβάνεται σε ένα ευρύτερο αίτημα για τη σημαντική αναθεώρηση του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου.
Ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει εδώ και μήνες ταχθεί υπέρ της καθυστέρησης στην εφαρμογή των κανόνων της Βασιλείας. Τον Νοέμβριο είχε δηλώσει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να «συγχρονίσει» τη χρηματοπιστωτική της ρύθμιση με αυτήν των ΗΠΑ. Την περασμένη εβδομάδα, η Τράπεζα της Αγγλίας αποφάσισε την αναβολή εφαρμογής των νέων κανόνων μέχρι τις αρχές του 2027, επικαλούμενη αβεβαιότητα σχετικά με το πότε θα εφαρμοστεί το καθεστώς στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με το Bloomberg κάποιες ευρωπαϊκές τράπεζες, υποστηρίζουν επίσης την ανάγκη καθυστέρησης. Ο διευθύνων σύμβουλος της ABN Amro Bank NV, Ρόμπερτ Σβαάκ, δήλωσε σε συνέντευξή του στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός ότι η ικανότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών να ανταγωνίζονται διεθνώς πρέπει να είναι το βασικό κριτήριο για την απόφαση. Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ομοσπονδία (EBF) προειδοποίησε ότι τα μέλη της για τον κίνδυνο να βρεθούν σε μειονεκτική θέση έναντι των παγκόσμιων ανταγωνιστών τους εξαιτίας της απόκλισης στους ρυθμιστικούς κανόνες.
Το Bloomberg σχολιάζει ότι η συζήτηση για την καθυστέρηση αναδεικνύει τις διαφωνίες μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και των ρυθμιστικών αρχών σχετικά με τον βέλτιστο τρόπο ενίσχυσης της σταθερότητας των τραπεζών, διατηρώντας παράλληλα την ανταγωνιστικότητά τους στη διεθνή αγορά.