Μέσα στους κύκλους των οικονομιών, οι κεντρικές τράπεζες κάνουν συχνά ένα βασικό λάθος: Αργούν να «γυρίσουν» τη νομισματική πολιτική τους και μετά το παρακάνουν, με αποτέλεσμα να εντείνουν, αντί να αμβλύνουν τις διακυμάνσεις στην ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Η Berenberg Bank πιστεύει ότι η ΕΚΤ ήδη έκανε αυτό το λάθος με τις αυξήσεις επιτοκίων, αλλά ποντάρει ότι πλέον έχει πάρει το μάθημά της, το οποίο και θα εφαρμόσει όταν έρθει η ώρα για τις μειώσεις των επιτοκίων.
Σύμφωνα με την γερμανική επενδυτική τράπεζα, η ΕΚΤ άργησε να αντιδράσει μετά τις μειώσεις επιτοκίων τον καιρό της πανδημίας, επαναλαμβάνοντας ένα μοτίβο το οποίο συνηθίζει. Αν και η οικονομία ήδη ανέκαμπτε με ταχείς ρυθμούς από την πανδημία το 2021, η κεντρική τράπεζα συνέχισε να επικαλείται τον κίνδυνο αποπληθωρισμού για να δικαιολογήσει τη διατήρηση της πολύ χαλαρής πολιτικής της έως τα τέλη του 2021. Το αποτέλεσμα είναι ότι χρειάστηκε στη συνέχεια να κάνει επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων, και έτσι, έπειτα από τις αυξήσεις των 450 μονάδων βάσης από τον Ιούλιο του 2022 και μετά, η οικονομία της Ευρωζώνης βρέθηκε σε στασιμότητα κατά τη διάρκεια του 2023. Μάλιστα, η Berenberg θεωρεί ότι η ΕΚΤ ενδέχεται να αναγκαστεί να υποβαθμίσει τις προβλέψεις της για το ΑΕΠ και πάλι, όταν θα ανακοινώσει τις νέες εκτιμήσεις της, στις 7 Μαρτίου.
Κατόπιν τούτων, οι αναλυτές θεωρούν ότι η ΕΚΤ έπρεπε να είχε σταματήσει τις αυξήσεις επιτοκίων νωρίτερα, το πολύ στο 3,5% αντί για το 4%.
Τώρα, και καθώς οι προσδοκίες στις αγορές για μειώσεις επιτοκίων εντείνονται, η ΕΚΤ έχει κάνει σαφές ότι παρακολουθεί στενά την πορεία των μισθών και του εργατικού κόστους, για να αποφασίσει το πότε θα κάνει την πρώτη της κίνηση.
«Η εστίαση στα στοιχεία της αγοράς εργασίας, που κοιτάζουν προς τα πίσω, θα μπορούσε να βάλει την ΕΚΤ σε μπελάδες», προειδοποιεί η Berenberg.
Και αυτό γιατί ο πειραματικός δείκτης της ΕΚΤ που παρακολουθεί τους μισθούς δεν δείχνει ακόμα επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των απολαβών σε επίπεδα αρκετά χαμηλότερα του 4%. Αυτό θα έκανε δύσκολο το να δικαιολογηθούν οι μειώσεις επιτοκίων.
Καθώς η ασθενέστερη ζήτηση θα αναγκάσει τις επιχειρήσεις να απορροφήσουν τις αυξήσεις των μισθών (δηλαδή να μην κάνουν αυξήσεις τιμών, πλήττοντας έτσι τα κέρδη τους για μερικά τρίμηνα), η Berenberg εκτιμά ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα πέσει γύρω στο 2% προς τα τέλη του 2024.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόβλεψή της είναι ότι η ΕΚΤ θα μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων από το σημερινό επίπεδο του 4% και κατά 25 μονάδες βάσης σε κάθε τρίμηνο από τον Ιούνιο και μετά, για να φτάσει στο 3,25% στα τέλη του 2024 και στο 3% -που θα αποτελέσει και τον «πάτο»- στις αρχές του 2025. Οι μειώσεις επιτοκίων θα μπορούσαν να ξεκινήσουν ήδη από τον Απρίλιο του 2024, σημειώνει η Berenberg.
Σε αντίθεση με τις προσδοκίες της ΕΚΤ, ο οίκος προβλέπει μια σταδιακή επιστροφή των πληθωριστικών πιέσεων κατά τη διάρκεια του 2025, προς το 2,5%, καθώς εάν η ανάπτυξη ανακάμψει –όπως αναμένεται- οι επιχειρήσεις θα ανακτήσουν την τιμολογιακή ισχύ τους.
Όπως εξηγεί η Berenberg, οι εκτιμήσεις της υποθέτουν ότι η ΕΚΤ έχει πάρει το μάθημά της και δεν θα αντιδράσει υπερβολικά στα στοιχεία, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό.
Επομένως, οι προβλέψεις του οίκου θέλουν τα επιτόκια καταθέσεων να μειώνονται έως το 3% και όχι έως το 2,75% στα τέλη του 2024 και το 2,25% στα τέλη του 2025, όπως προεξοφλεί η αγορά. «Εάν όχι, η ΕΚΤ ίσως να αναγκαστεί να προχωρήσει σε αυξήσεις επιτοκίων το 2026 για να διορθώσει το πιθανό λάθος της υπερβολικής χαλάρωσης του 2024 και του 2025», καταλήγουν οι αναλυτές.
Διαβάστε ακόμη:
- Αρχιεπίσκοπος Αθηνών για νομοσχέδιο ομόφυλα: Να γίνει ονομαστική ψηφοφορία
- Γερμανίδα influencer έκανε βόλτα στην Αθήνα και μας έκανε …ρεζίλι
- Άγιος Βαλεντίνος: Η ημέρα των ερωτευμένων μέσα από ένα βίντεο της Φίνος Φιλμ
- Ελένη Χατζίδου – Ετεοκλής Παύλου: Φιλήθηκαν στον «αέρα» για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου