Ένας ασθενής με κορωνοϊό περιέγραψε πώς βίωσε την περιπέτεια της υγείας του καθώς χρειάστηκε να διασωληνωθεί για πολύ καιρό.
Πρόκειται για τον κάτοικο Ρόδου Γιώργο Λεβέντη από τις Καλυθιές, ο οποίος διασωληνώθηκε πρώτα στο νοσοκομείο του νησιού και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο «Σωτηρία».
«Πριν βγω από το νοσοκομείο Σωτηρία, όταν ήρθε η νευρολόγος να με δει, αφού διάβασε το ιστορικό μου, μού λέει: Πρέπει να είσαι καλός άνθρωπος και για αυτό ο Θεός σε έστειλε πίσω. Με όλα αυτά που διαβάζω στον φάκελό σου, άνθρωπος δεν τη βγάζει καθαρή», ανέφερε μιλώντας στη rodiaki.
«Οταν τέσσερις μήνες μετά την ημέρα της διασωλήνωσής μου επέστρεψα στη Ρόδο, άκουσα για όλο αυτό τον αγώνα που έκαναν για εμένα οι φίλοι, οι γνωστοί και περισσότερο η γυναίκα μου, η Μαρία», προσέθεσε.
Η ζωή όλης της οικογένειας «ήρθε πάνω-κάτω»
Και σημείωσε πως «από την ώρα που μπήκα στο νοσοκομείο της Ρόδου και μετά, δεν θυμάμαι τίποτα. Ξεκίνησα από το σπίτι μου Κυριακή πρωί, Μάρτιο μήνα, με το αυτοκίνητό μου για το νοσοκομείο της Ρόδου ενώ ήδη είχα συμπτώματα επί δύο μέρες τα οποία αντιμετώπιζα στο σπίτι».
Σύμφωνα με ό,τι περιέγραψε, «ενάμιση μήνα διασωληνωμένος και άλλες δεκατέσσερις μέρες στο νοσοκομείο μετά. Μόλις αποσωληνώθηκα ερχόταν η γιατρός και με ρώταγε τι μήνα και τι ημέρα έχουμε. Μου έλεγε: Εχουμε Μάιο. Και της λέω: Από πού κι ως πού Μάιο αφού ήταν Μάρτιος;», εκφράζοντας ότι ακόμα «μπορώ να πω ότι δεν έχω συνέλθει να καταλάβω τι έγινε».
Όπως ανέφερε στη rodiaki, η ζωή όλης της οικογένειάς του «ήρθε πάνω-κάτω. Νοσηλεύτηκαν κι εκείνοι, η γυναίκα μου και τα πεθερικά μου. Η μητέρα μου και τα παιδιά μου που συναναστραφήκαμε, δεν έπαθαν τίποτα. Και ο γιος μου στη φρεγάτα που υπηρετούσε, κόλλησαν 40 άτομα, και ούτε εκεί κόλλησε ούτε εδώ».
Πώς κόλλησε κορωνοϊό;
Οσο για το αν τηρούσε τα μέτρα και πώς κόλλησε κορωνοϊό, είπε πως «όπου είχε κόσμο, δεν έμπαινα μέσα. Ημουν ο πρώτος στη Ρόδο τότε που διασωληνώθηκε. Τελευταία επαφή εγώ και άλλοι εννιά συνάδελφοί μου, είχαμε με κάποιον που είδαμε ότι σε δύο μέρες νόσησε και ήταν στο νοσοκομείο της Ρόδου».
«Πήγαμε όλοι εκείνη την ημέρα και κάναμε το τεστ, βρεθήκαμε δύο, τρεις θετικοί και τις επόμενες μέρες από τους δέκα εκείνης της συνάντησης, οι επτά ήμαστε θετικοί. Εμείς όλοι φορούσαμε μάσκα και τηρούσαμε τις αποστάσεις», εξήγησε.
«Μπήκα 96 κιλά, βγήκα 68!»
«Πήγα στο νοσοκομείο γιατί το οξυγόνο μου έπεφτε κάτω από αυτό που μου είχαν πει να προσέχω. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι τίποτα. Στην κατάσταση διασωλήνωσης που βρισκόμουν έφτιαχνα ιστορίες στο μυαλό μου, ζούσα στον δικό μου κόσμο, σε μία παράλληλη, φανταστική ζωή», συμπλήρωσε.
Και φανέρωσε πως «όταν βγήκα από την εντατική ήμουν 32 κιλά λιγότερο. Μπήκα 96 κιλά, βγήκα 68 και τώρα πρέπει να είμαι γύρω στα 80».
Μάλιστα, στο σχόλιο ότι βγήκε νικητής από αυτή την περιπέτεια, τόνισε το εξής: «Πολλοί γιατροί μου το είπαν: Πώς βγήκες ζωντανός από εκεί μέσα; Άρα, υπάρχει Θεός! Οι γιατροί δεν το πίστευαν ότι με όλα αυτά που τράβηξε ο οργανισμός μου μπορούσα να βγω ζωντανός».
«Εκεί μέσα έπαθα πνευμονικό οίδημα, εσωτερική αιμορραγία και μου έβαλαν πέντε φιάλες αίμα ενώ πήρα και τρεις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις. Όλα αυτά μαζεμένα, με έκαναν ένα πολύ βαρύ περιστατικό».
«Δεν κουνούσα πόδια καθόλου…»
Ερωτηθείς για το τι τον ταλαιπώρησε πιο πολύ βγαίνοντας, εξέφρασε πως «όταν βγήκα από την εντατική, στα πόδια μου και λιγότερο στα χέρια μου, μύες δεν υπήρχαν. Ήταν μόνο το δέρμα και το κόκκαλο».
«Όταν σήκωνα το χέρι μου, το δέρμα κρεμόταν σαν να ήμουν 100 χρονών. Όταν πια συνήλθα και είδα τον εαυτό μου είπα: Δεν είναι δυνατόν, δεν πρόκειται να σηκωθώ όρθιος. Δεν κουνούσα πόδια καθόλου. Πήγα στο Κέντρο Αποκατάστασης Θησέας που είναι στη Συγγρού, για ενάμιση μήνα».
«Εκεί συναντάς τροχαία, εγκεφαλικά, Covid. Είχα έντονα κινητικά προβλήματα, όπως και συνεχίζω να έχω. Δεν μπορούσα να κινήσω τις πατούσες μου. Δεν γνωρίζω πόσο θα επανέλθω. Ακόμη έχω πρόβλημα στις πατούσες, στο περπάτημα. Ο μυς έχει ατροφήσει. Οι γιατροί λένε πως θέλει χρόνο», εξέφρασε.